Η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ για τα συνταξιοδοτικά συστήματα σε διεθνές επίπεδο φέρνει ξανά στο επίκεντρο τη συζήτηση για τη θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό τοπίο. Παρά τις μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας, η χώρα εξακολουθεί να διατηρεί έναν από τους πιο γενναιόδωρους μηχανισμούς συνταξιοδότησης, τόσο ως προς τις ηλικίες εξόδου όσο και ως προς το ύψος των παροχών. Η διεθνής σύγκριση αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού μοντέλου, αλλά και τις προκλήσεις που συσσωρεύονται για τα επόμενα χρόνια, καθώς η δημογραφική γήρανση και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής ασκούν ολοένα εντονότερη πίεση στη βιωσιμότητά του.
Στο σκέλος των ορίων ηλικίας, η Ελλάδα εξακολουθεί να ξεχωρίζει. Η πλήρης σύνταξη μπορεί να ληφθεί στα 62 έτη, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει συμπληρώσει 40 χρόνια ασφάλισης, γεγονός που τοποθετεί τη χώρα αισθητά χαμηλότερα από τους περισσότερους ευρωπαίους εταίρους. Η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης χωρίς την προϋπόθεση των 40 ετών παραμένει στα 67, όμως ο συνδυασμός σχετικά πρώιμης εξόδου υπό προϋποθέσεις και υψηλής αναπλήρωσης εισοδήματος καθιστά το ελληνικό πλαίσιο προνομιακό σε σύγκριση με το αυστηροποιημένο περιβάλλον άλλων χωρών. Είναι επίσης ακριβές ότι η πραγματική μέση ηλικία εξόδου στην Ελλάδα συμπιέζεται προς τα κάτω από ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων που είχαν θεμελιώσει δικαιώματα πριν από τις αλλαγές του 2012 και μπορούν ακόμη να αποχωρούν νωρίτερα, συχνά γύρω στα 60 με 61 χρόνια. Αυτό όμως αφορά μεταβατικές παλιές περιπτώσεις και όχι το σύνολο των εργαζομένων, καθώς το νέο πλαίσιο έχει πλέον ευθυγραμμιστεί με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Στον αντίποδα αυτής της εικόνας βρίσκονται τα κράτη της βόρειας Ευρώπης, όπου η ηλικία συνταξιοδότησης συνδέεται άμεσα με το προσδόκιμο ζωής και προσαρμόζεται αυτόματα όσο αυξάνονται τα χρόνια ζωής μετά τα 65. Η Νορβηγία και η Σουηδία έχουν ήδη μεταφέρει το όριο στα 67 ή και υψηλότερα, ενώ η Δανία κινείται στα ίδια επίπεδα. Στην κεντρική Ευρώπη, η Γερμανία και η Αυστρία προχωρούν σταθερά προς τα 66 με προοπτική τα 67, ενώ χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, εφαρμόζουν ένα μίγμα αυστηρότερων κανόνων και σταδιακής ανόδου των ορίων. Η σύγκριση δείχνει ότι η Ελλάδα παραμένει ανάμεσα στα κράτη με τις χαμηλότερες ηλικίες συνταξιοδότησης, δημιουργώντας ένα ασφαλές πλαίσιο για τις σημερινές γενιές, αλλά αυξάνοντας τις μακροπρόθεσμες πιέσεις στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης.
Το ελληνικό σύστημα εμφανίζεται εξίσου γενναιόδωρο και στα ποσοστά αναπλήρωσης. Οι εργαζόμενοι με μέσες αποδοχές λαμβάνουν σύνταξη που αντιστοιχεί σε περίπου 85% του τελευταίου μισθού τους, επίπεδο ιδιαίτερα υψηλό σε διεθνή σύγκριση. Για όσους βρίσκονται χαμηλότερα στην κλίμακα αποδοχών, η αναπλήρωση αγγίζει ακόμη και το 96%, ενώ ακόμη και οι υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες διατηρούν ποσοστά πάνω από το 70%. Σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία, όπου η αναπλήρωση κυμαίνεται γύρω στο 50% με 55%, ή το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι δημόσιες συντάξεις συχνά δεν καλύπτουν ούτε το 45% του μισθού, η Ελλάδα παρουσιάζει ένα από τα πιο προστατευτικά προφίλ. Ακόμη και κράτη με σταθερή παράδοση ισχυρών κοινωνικών συστημάτων, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, τοποθετούνται χαμηλότερα σε αρκετές εισοδηματικές κατηγορίες, αναδεικνύοντας την έκταση της ενίσχυσης που παρέχει η ελληνική δημόσια σύνταξη.
Αυτό το επίπεδο προστασίας έχει όμως σημαντικό δημοσιονομικό αποτύπωμα. Οι δαπάνες για συντάξεις στην Ελλάδα προσεγγίζουν το 16% του ΑΕΠ, ποσοστό που συγκαταλέγεται στα υψηλότερα της Ευρώπης. Από το 2000, όταν η αντίστοιχη δαπάνη ήταν περίπου 10%, η χώρα έχει καταγράψει σταθερή άνοδο. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τη γήρανση του πληθυσμού, τις πρόωρες αποχωρήσεις, τις ειδικές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις της περιόδου της κρίσης, αλλά και την ισχυρή δημοσιονομική υποστήριξη που απαιτήθηκε για τη διατήρηση των παροχών σε περιόδους ύφεσης. Για τα επόμενα χρόνια, οι εκτιμήσεις εμφανίζουν μεταβλητότητα. Έως το 2030 αναμένεται μία ήπια αποκλιμάκωση προς το 12% με 13% του ΑΕΠ, για να ακολουθήσει νέα άνοδος γύρω στο 2040 και στη συνέχεια σταδιακή εξισορρόπηση μετά το 2050. Η πορεία αυτή υποδεικνύει ότι οι σημερινές παροχές δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορούν να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα μακροπρόθεσμα.
Σημαντική παράμετρος για την επόμενη περίοδο είναι η αλλαγή στο προφίλ των εργαζομένων που εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας. Για όσους ξεκίνησαν να εργάζονται στα 22 τους το 2024, η προβλεπόμενη ηλικία συνταξιοδότησης ανεβαίνει στα 66 έτη, καθώς το σύστημα συνδέεται πλέον με το προσδόκιμο ζωής και απαιτείται μακρύτερη διάρκεια εργασίας για τη διασφάλιση πλήρους παροχής. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η νέα γενιά θα χρειαστεί να εργάζεται περίπου 44 χρόνια αντί 40 για να λάβει αντίστοιχο επίπεδο σύνταξης. Η τάση αυτή αντικατοπτρίζει το ευρύτερο μοτίβο των ευρωπαϊκών κρατών, όπου η αύξηση των ορίων ηλικίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της βιωσιμότητας των συστημάτων.
Η συζήτηση που ανοίγει μετά τα ευρήματα της έκθεσης δεν αφορά μόνο τους δημοσιονομικούς δείκτες, αλλά και τη συνολική ισορροπία του κοινωνικού συμβολαίου. Η Ελλάδα καλείται να διατηρήσει ένα σύστημα που προστατεύει το επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων, αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίσει ότι οι νέες γενιές δεν θα επιβαρυνθούν δυσανάλογα. Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις δεν είναι θεωρητική, αλλά άμεσα συνδεδεμένη με τον τρόπο χρηματοδότησης του συστήματος στο μέλλον, με την επάρκεια των εισφορών, την ενίσχυση της απασχόλησης, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την ανάπτυξη συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών πυλώνων που μπορούν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά.
Συνολικά, η εικόνα που αναδύεται από τα δεδομένα του ΟΟΣΑ είναι διπλή. Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει ένα από τα πιο προστατευτικά και ευνοϊκά συστήματα συνταξιοδότησης στον ανεπτυγμένο κόσμο, τόσο ως προς την ηλικία εξόδου όσο και ως προς την αναπλήρωση εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά, ο συνδυασμός δημογραφικών πιέσεων και υψηλών δημοσιονομικών απαιτήσεων καθιστά αναγκαία την προσαρμογή του συστήματος στη νέα πραγματικότητα. Η ισορροπία ανάμεσα στη στήριξη των σημερινών συνταξιούχων και την προστασία των μελλοντικών γενεών θα αποτελέσει ένα από τα κρίσιμα στοιχήματα της επόμενης δεκαετίας, καθορίζοντας όχι μόνο το πλαίσιο των συντάξεων, αλλά και τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.