Από το 1999, όταν η Lidl αποφάσιζε να επενδύσει στη χώρα μας και να ανοίξει το πρώτο της κατάστημα, μέχρι σήμερα, τίποτα δεν είναι το ίδιο για την παρουσία του γερμανικού κολοσσού στην Ελλάδα.
Σε μία άκρως επιτυχημένη πορεία 25 ετών, η Lidl Eλλάς κατάφερε να αριθμεί πλέον 230 καταστήματα, ενώ το 2022 η συνολική προστιθέμενη αξία της αλυσίδας σούπερ μάρκετ στην ελληνική οικονομία έφτασε τα 935 εκατ. ευρώ. Ποσοστό δηλαδή που αντιστοιχεί στο 0,46% του συνολικού ΑΕΠ για την Ελλάδα. Για να φτάσει όμως η εταιρεία να απασχολεί 6.700 άτομα προσωπικό, και να στηρίζει συνολικά -άμεσα και έμμεσα- 33.000 θέσεις εργασίας, έπρεπε να καλύψει μία πολύ μεγάλη διαδρομή, η οποία δεν αποδείχθηκε πάντα εύκολη.
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η Lidl έχει επενδύσει μέχρι σήμερα συνολικά 1,4 δισ. ευρώ, ενώ για την τριετία 2024-2026 έχει ανακοινωθεί επενδυτικό πλάνο ύψους 120 εκατ. ευρώ. Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε λόγο για μία αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της αλυσίδας σούπερ μάρκετ και της ελληνικής κοινωνίας, η οποία χτίστηκε με την πάροδο των ετών και στηρίζεται σε στέρεες βάσεις.
Η εισαγωγή ενός διαφορετικού μοντέλου
Σε κάθε περίπτωση, το περιβάλλον το οποίο συνάντησε η γερμανική πολυεθνική εταιρεία όταν ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα δεν ήταν το ιδανικό για έναν hard discounter όπως η Lidl.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα βρισκόταν σε εποχή -έστω και φαινομενικής- οικονομικής ευμάρειας, με τους καταναλωτές να δυσκολεύονται να επιλέξουν για τις αγορές τους ένα κατάστημα το οποίο ήταν γεμάτο στο μεγαλύτερο μέρος του από ανώνυμα προϊόντα, τα οποία στιβάζονταν πολλές φορές σε παλέτες.
Το συγκεκριμένο μοντέλο στο εξωτερικό ήταν άκρως επιτυχημένο, αφού προσέφερε μία εξαιρετική εναλλακτική για όσους καταναλωτές ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τις περιττές πολυτέλειες για χάριν της οικονομίας, στη χώρα μας όμως έπρεπε να κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι να συμβεί αυτό.
Άλλωστε, η αλήθεια είναι ότι η Lidl για να φτάσει στο σημείο να είναι ανάμεσα στους τρεις μεγαλύτερους στην αγορά των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπίσει τρεις σημαντικές προκλήσεις. Τα “φτηνά”, και χωρίς αξία στην αντίληψη των καταναλωτών, προϊόντα, την απουσία ελληνικών προϊόντων, και την έλλειψη επικοινωνίας, αφού η μάρκα δεν μπορούσε να επικοινωνήσει την αξία της.
Αντιστρέφοντας -εντυπωσιακά- το κλίμα
Πλέον, η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει εντυπωσιακά. Και μπορεί η εύκολο ανάγνωση να είναι ότι αυτό συνέβη λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανάγκης των καταναλωτών για φθηνότερα προϊόντα, αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή εμπεριέχει μέσα της την σκληρή και μεθοδική δουλειά των ανθρώπων της Lidl που πίστεψαν στο project της ελληνικής αγοράς και δικαιώθηκαν.
Τα private label και η ανάπτυξη της ΓΑΛΠΟ και της ΝΩΜΑ
Ένας τομέας στον οποίο η εταιρεία δούλεψε πολύ είναι αυτός των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας. Η Lidl δεν αρνήθηκε τον ρόλο του hard discounter, φρόντισε όμως να επενδύσει στα προϊόντα του και να τους προσθέσει αξία.
Εξαιρετικό είναι το παράδειγμα της ΝΩΜΑ. Η Lidl ήξερε ότι η ενίσχυση της παρουσίας ελληνικών προϊόντων θα την βοηθούσε πολύ και για τον λόγο αυτό δημιούργησε μία σειρά τοπικών και ποιοτικών προϊόντων, την Νώμα, με την υπογραφή Ελλήνων παραγωγών που ακολουθούν πιστά τις παραδοσιακές συνταγές του τόπου τους. Μια σειρά που περιλαμβάνει τις πιο εμβληματικές γεύσεις Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης και Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης της Ελλάδας.
Επίσης, σε συνεργασία με την «Κολιός» δημιούργησε την σειρά «ΓΑΛΠΟ» που αποτελείται από προϊόντα όπως γάλα, φέτα, λευκό τυρί, και γιαούρτι, αλλά και την σειρά «Τρεις Βοσκοί» που περιλαμβάνει γραβιέρα Κρήτης, κεφαλογραβιέρα Αμφιλοχίας, ημίσκληρο τυρί, καπνιστό τυρί και κεφαλοτύρι.
Σημειώνεται ότι η συμφωνία των δύο πλευρών περιλαμβάνει και την παραγωγή προϊόντων για τη σειρά με το σήμα «Milbona» της LIDL, η οποία βρίσκεται στα ράφια των καταστημάτων της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η μεγάλη γκάμα σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (αποτελούν το 70% του συνόλου των προϊόντων και αποφέρουν το 80% του κύκλου εργασιών της Lidl) επιτρέπει στην εταιρεία κινήσεις όπως η μόνιμη μείωση τιμών έως και 37% σε περισσότερα από 330 προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που βρίσκονται στα ράφια της. Η πρωτοβουλία αφορά βασικά προϊόντα όλων των κατηγοριών, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα 2/3 των αποδείξεων που εκδίδονται ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η Lidl είναι φθηνότερη κατά 10% από τον ευρύτερο ανταγωνισμό στην ελληνική αγορά, σύμφωνα με τα στοιχεία εβδομαδιαίας εσωτερικής έρευνας που πραγματοποίησε η αλυσίδα σε 200 βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Κάπως έτσι ο καταναλωτής, μετατρέπεται από έναν άνθρωπο που ψωνίζει εκπτωτικά προϊόντα σε έναν «έξυπνο καταναλωτή» που προμηθεύεται ποιοτικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές.
Η επένδυση στους εργαζόμενους
Άλλος ένας τομέας στον οποίο η Lidl έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, είναι εκείνος της επιβράβευσης των ανθρώπων της. Συγκεκριμένα, πριν λίγες εβδομάδες ανακοίνωσε την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 1000 ευρώ μικτά, από 930 που ήταν μέχρι τότε. Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα 930 ευρώ ήταν περισσότερα χρήματα από τον κατώτατο μισθό που προσφέρουν βασικοί ανταγωνιστές της.
Ακόμα, η εταιρεία, δίνοντας έμφαση στην εκπαίδευση του προσωπικού έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα LidlUp για νέους ανθρώπους, με σκοπό την εξειδίκευση και κατάρτιση νέων στελεχών στο λιανεμπόριο. Η πρεμιέρα του προγράμματος πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2022 και σύντομα τα πρώτα στελέχη θα αναλάβουν καθήκοντα ως βοηθοί διευθυντές καταστημάτων.
Με την βιωσιμότητα στο επίκεντρο
Μία τόσο μεγάλη εταιρεία όσο η Lidl δεν θα μπορούσε να μην έχει στο επίκεντρό της και την βιωσιμότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκει τη μείωση χρήσης πλαστικού κατά 20%, ενώ έχει ως στόχο η μέση περιεκτικότητα ανακυκλωμένου πλαστικού στις συσκευασίες των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας να φτάσει το 25%.
Ακόμα, διοργανώνει σειρά δράσεων όπως το πρόγραμμα Plastic Free Greece που αφορά 38 παράκτιους καθαρισμούς και 30 υποθαλάσσιους καθαρισμούς από την έναρξη του προγράμματος, καθώς και σειρά άλλων ενεργειών που υλοποιεί για την κοινωνία και το περιβάλλον.
Συμπερασματικά, η Lidl, μέσα από 25 χρόνια σκληρής και μεθοδικής δουλειάς, κατάφερε μια μεγάλη επιτυχία στην ελληνική αγορά, επί της ουσίας όμως, δημιούργησε μία καινούργια κατηγορία στην οποία «παίζει» χωρίς αντίπαλο. Αυτήν ενός hard discounter που ο καταναλωτής όχι μόνο δεν αισθάνεται ότι κάνει υποχώρηση στην ποιότητα όταν ψωνίζει από αυτόν, αλλά, αντιθέτως, νιώθει ότι κάνει μία έξυπνη επιλογή που του εξοικονομεί χρήματα και τον φέρνει κερδισμένο από άποψη ποιότητας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.