Τι είναι το Recommerce και πως βοηθάει τους καταναλωτές που δεν έχουν μετρητά;
Η κρίση του κόστους ζωής συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τους καταναλωτές, καθώς οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής συνεχίζουν να αυξάνονται. Ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές αναπροσαρμόζουν τις αγοραστικές τους συνήθειες, προσπαθώντας να μειώσουν τις δαπάνες τους.
Στο τέλος του 2022, η PwC πραγματοποίησε έρευνα σε 9.180 καταναλωτές σε 25 χώρες σε όλο τον κόσμο, για να μελετήσει τις αλλαγές αυτές. Η έρευνα έδειξε ότι το 96% των καταναλωτών σκοπεύουν να υιοθετήσουν κάποιου είδους συμπεριφορά εξοικονόμησης κόστους τους επόμενους έξι μήνες.
Συγκεκριμένα, το 69% των καταναλωτών σχεδιάζει να περικόψει τις μη απαραίτητες δαπάνες τους επόμενους έξι μήνες, ενώ το 15 % σκοπεύει να τις σταματήσει εντελώς.
Διαβάστε ακόμα: Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να βελτιώσει το resale της αγοράς πολυτελείας;
Και καθώς η όρεξη για μη απαραίτητα ψώνια καταστέλλεται, όλο και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται στις πλατφόρμες πώλησης μεταχειρισμένων ειδών και στους εκπτωτικούς retailers ως τρόπο εξοικονόμησης χρημάτων.
Το recommerce
Το recommerce είναι ένας σχετικά νέος όρος που περιγράφει την πώληση μεταχειρισμένων, μερικές φορές αχρησιμοποίητων προϊόντων κυρίως μέσω διαδικτυακών πλατφορμών αγοράς σε μια μορφή κυκλικής οικονομίας. Συχνά το συναντάμε και ως αντίστροφο εμπόριο (reverse commerce) ή μεταπώληση (resale).
Στο χώρο της μόδας, η κυκλική οικονομία των πωλήσεων είναι απόλυτα υγιής από ηθική άποψη και αφήνει ένα πιο “πράσινο” αποτύπωμα μόδας, αλλά απευθύνεται επίσης σε εκείνους τους καταναλωτές που επιθυμούν να δημιουργήσουν και να επιμεληθούν μια πιο εξατομικευμένη, μοναδική γκαρνταρόμπα.
Πράγματι, καθώς οι πλατφόρμες μεταπώλησης επικεντρώνονται στην απόκτηση και την ευκολία χρήσης, οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να στρέφονται στο αντίστροφο εμπόριο ως έγκυρο και αξιόπιστο κανάλι για τη μόδα.
Σύμφωνα με έρευνα της GlobalData, η παγκόσμια αγορά μεταχειρισμένων ρούχων θα έχει μεγαλώσει, μέχρι το 2026, κατά 127%, δηλαδή 3 φορές ταχύτερα από τον τομέα της λιανικής ρούχων συνολικά. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρηματοδότηση συνεχίζει να εισρέει στη δευτερογενή αγορά – είτε διοχετεύεται σε νέες πλατφόρμες μεταπώλησης είτε σε ήδη καθιερωμένες που επιθυμούν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, μεταξύ άλλων και σε διεθνές επίπεδο- και παράλληλα, δεδομένου του ολοένα και μεγαλύτερου συνωστισμού της αγοράς, πολλές είναι οι επιχειρήσεις που αποφασίζουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αποκτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά.
Κι όμως, το recommerce δεν είναι κάτι νέο
Καταστήματα second hand υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, η στροφή προς τη συγκεκριμένη αγορά έγινε κυρίως κατά την πανδημία του Covid, καθώς αυτά τα προϊόντα παρέχουν το ίδιο αίσθημα ικανοποίησης από την απόκτηση ενός νέου προϊόντος σε πιο οικονομική όμως τιμή. Η ανασφάλεια που έχει προκύψει από την πανδημία, την οικονομική ύφεση και τις συνεχείς ανατιμήσεις των προϊόντων κάνει τους περισσότερους καταναλωτές πρόθυμους στο να δαπανήσουν περισσότερο χρόνο και ενέργεια αναζητώντας καλύτερες τιμές, οι οποίες να ανταποκρίνονται στα χρήματα που διαθέτουν.
Τα προϊόντα μεταπώλησης εξάλλου παρέχουν σε αρκετούς τη δυνατότητα να αποκτήσουν ένα προϊόν από κάποιο luxury brand που λόγω της τιμής του δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ως καινούριο. Αυτό εκτιμάται ιδιαίτερα από τις νεότερες γενιές, οι οποίες βλέπουν τις νέες τάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram και το TikTok. Στην πραγματικότητα, μερικές φορές η αγορά μεταχειρισμένων είναι ο μόνος τρόπος για να αποκτήσουν ένα ζευγάρι περιορισμένης έκδοσης Air Jordan ή άλλα πολυπόθητα και limited edition αντικείμενα, όπως μία vintage τσάντα Chanel ή αθλητικά παπούτσια Nike.
Και δεν αφορά μόνο στη μόδα. Αν και πολλοί συνδέουν τον κλάδο με τη μεταπώληση ρούχων, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική: σύμφωνα με το OfferUp το 82% των Αμερικανών, δηλαδή 272 εκατομμύρια άνθρωποι, αγοράζουν ή πωλούν μεταχειρισμένα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρονικών, επίπλων, οικιακών ειδών και αθλητικού εξοπλισμού.
Ο ρόλος της βιωσιμότητας
Η εξοικονόμηση χρημάτων δεν είναι ο μόνος οδηγός. Μία από τις βασικές αιτίες της στροφής του κοινού στο recommerce αποτελεί ασφαλώς και η αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των καταναλωτών για την κλιματική αλλαγή, την υπερθέρμανση του πλανήτη. Σύμφωνα με την Statista Global Consumer Survey Content Special Sustainable Consumption, το 51% των καταναλωτών, για παράδειγμα, έχουν την αίσθηση ότι μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων μέσω της δικής τους καθημερινής συμπεριφοράς. Περισσότεροι από τους μισούς καταναλωτές δίνουν πλέον προσοχή σε πτυχές όπως η φιλική προς το περιβάλλον συσκευασία, η καλή διαβίωση των ζώων ή το δίκαιο εμπόριο.
Διαβάστε ακόμα: Γιατί οι καταναλωτές του eBay υποστηρίζουν τη μεταπώληση;
Η αγορά του recommerce είναι επίσης ένας τρόπος για να μειωθεί το αποτύπωμα του άνθρακα. Σε χώρες όπως η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο, το ποσοστό είναι ακόμη ελαφρώς υψηλότερο. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι το recommerce είναι μια ακμάζουσα αγορά στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα άνοιγμα στην recommerce αγορά έχουν κάνει ήδη γνωστά brands και δίκτυα καταστημάτων. Όπως τα Public, το Skroutz, το Πλαίσιο και ο Κωτσόβολος.
Το σημερινό σημείο πίεσης για τους retailers δεν μπορεί να υποτιμηθεί: οι καταναλωτές συρρέουν στις ιστοσελίδες recommerce για να πουλήσουν και να αγοράσουν. Πρόκειται για ένα σαφές κάλεσμα αφύπνισης προς όλες τις εταιρείες λιανικού εμπορίου ότι πρέπει να έχουν έγκυρη και υπεύθυνη δέσμευση όταν πρόκειται για τη βιωσιμότητα και αυτό περιλαμβάνει το να καταστεί το recommerce ένα ρεαλιστικό και εύχρηστο μέρος της προσφοράς.
Με πληροφορίες από Forbes
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.