Ιστορικά, το νερό ήταν διαθέσιμο ακόμη και σε περιοχές επιρρεπείς στην ξηρασία και οι πλημμύρες ακολουθούσαν ένα αρκετά προβλέψιμο μοτίβο. Όμως, καθώς το κλίμα θερμαίνεται, παρατηρούνται περισσότερα ακραία φαινόμενα – και αυτό συχνά σημαίνει πολύ λίγο ή πολύ νερό. Και τα δύο είναι άκρως επικίνδυνα, τόσο για τον πλανήτη, όσο και για τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Η λειψυδρία ευνοεί τις πυρκαγιές, αλλά και άλλα προβλήματα: Καθώς ο υδροφόρος ορίζοντας πέφτει, η ποιότητα του νερού υποβαθμίζεται, οδηγώντας συχνά σε αυξανόμενες συγκεντρώσεις ορυκτών και αλάτων που κοστίζουν ακριβά στην επεξεργασία ή μπορούν ακόμη και να καταστήσουν το νερό άχρηστο. Στο άλλο άκρο, οι βίαιες καταιγίδες καθιστούν ήδη τις πλημμύρες νέο κίνδυνο σε περιοχές που παλιότερα δεν ανησυχούσαν γι’ αυτές.
Διαβάστε ακόμα: Πώς μπορούν οι επιχειρήσεις να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της κρίσης του νερού
Οι πλημμύρες και οι ξηρασίες έχουν γίνει πλέον ξαφνικά και απρόβλεπτα γεγονότα και πλήττουν όλο και περισσότερο περιοχές. Αυτή η αυξανόμενη μεταβλητότητα έπιασε απροετοίμαστες τις μεγάλες εταιρείες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της TSMC (Taiwan Semiconductor Manufacturing Corporation), της μεγαλύτερης εταιρείας κατασκευής chip υπολογιστών στον πλανήτη. Πέρυσι, η TSMC χρειάστηκε να μεταφέρει νερό με φορτηγά για χιλιόμετρα προκειμένου να διατηρήσει σε λειτουργία τα εργοστάσιά της όταν η τοπική παροχή νερού στέρεψε.
Εν τω μεταξύ, ενώ οι περισσότερες εταιρείες πληρώνουν για ασφάλιση κατά των πλημμυρών, τα δεδομένα και τα μοντέλα στα οποία βασίζονται είναι πρόχειρα και σπάνια ενσωματώνονται σε οποιαδήποτε ανάλυση των πραγματικών επιπτώσεων στις επιχειρήσεις.
Οι αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον προκαλούν αντιδράσεις στο ρυθμιστικό περιβάλλον
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) έχει ήδη προτείνει κανόνες δημοσιοποίησης που θα μπορούσαν να τεθούν σε ισχύ έως το τέλος του έτους. Σύμφωνα με τους προτεινόμενους κανόνες, οι εταιρείες θα υποχρεούνται να γνωστοποιούν το ποσοστό των κτιρίων, των εγκαταστάσεων ή των ιδιοκτησιών τους που βρίσκονται σε περιοχές που κινδυνεύουν από πλημμύρες και να γνωστοποιούν το ποσό των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε περιοχές με υδατική “επιβάρυνση” (water stress), μαζί με τη συνολική χρήση νερού των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.
Οι νέοι κανονισμοί αναγκάζουν τις εταιρείες να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο κίνδυνο. Οι εταιρείες πρέπει να κατανοήσουν τις ευπάθειές τους και να σχεδιάσουν πώς θα τις αντιμετωπίσουν. Θα χρειαστεί να ξεκινήσουν αξιολογώντας τις επιπτώσεις τους στην ποσότητα του νερού και να θέσουν στόχους μείωσης της χρήσης νερού που να ενημερώνονται από τις τοπικές συνθήκες.
Στη συνέχεια, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις τους στην ποιότητα του νερού και να χρησιμοποιήσουν την αξιολόγηση αυτή για να θέσουν στόχους και να αναπτύξουν σχέδια δράσης για τη βελτίωση των επιπτώσεων αυτών, όπως η μείωση της χρήσης επιβλαβών χημικών ουσιών, η επένδυση σε τεχνολογία ανακύκλωσης και η μείωση των απορρίψεων ρύπων.
Διαβάστε ακόμα: Το Amazon θέλει να σώσει το νερό
Τέλος, οι εταιρείες θα πρέπει να συμμετέχουν σε βάθος σε δραστηριότητες διαχείρισης των υδάτων στις λεκάνες στις οποίες δραστηριοποιούνται, υποστηρίζοντας την προστασία των λεκανών απορροής ή υποστηρίζοντας νέες πολιτικές για τη διατήρηση των υδάτων και τη βιωσιμότητα των υπόγειων υδάτων. Και, φυσικά, οι εταιρείες είναι απαραίτητο να διασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες που σχετίζονται με το νερό ενσωματώνονται πλήρως στην εταιρική διακυβέρνηση και στη λήψη αποφάσεων.
Ίσως ο κίνδυνος του νερού να μην είναι το πιο πιεστικό πρόβλημα των επιχειρήσεων τώρα, αλλά κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον μπορεί κάλλιστα να γίνει. Και -ναι- το να αρχίσουν να το αντιμετωπίζουν τώρα δεν θα το κάνει απαραίτητα εύκολο, αλλά το μόνο που πρόκειται να γίνει είναι να γίνει πιο δύσκολο – και πιο δαπανηρό – όσο περισσότερο καθυστερούν.
Με πληροφορίες από Harvard Business Review
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.