Τα πρώτα δείγματα που θα αφορούν στο εάν και κατά πόσο βρίσκεται κοντά στους στόχους που έχει θέσει, αναμένει η αγορά και συγκεκριμένα η βιομηχανία των τροφίμων για το 2023, κάτι στο οποίο συντείνουν αρκετές τοποθετήσεις ανθρώπων που σχετίζονται με αυτήν. Ο Ιανουάριος μπορεί να μην κρίνει το σύνολο της φετινής χρονιάς, θα δώσει ωστόσο μία πρώτη αίσθηση για τη συνέχεια και η ολοκλήρωσή του οπωσδήποτε θα συμβάλλει και στην διαμόρφωση της ανάλογης ψυχολογίας τόσο για τους εμπλεκόμενους στην βιομηχανία όσο και για τους καταναλωτές.
Την ίδια στιγμή όμως το φαινόμενο που κυρίως ανησυχεί αυτή τη στιγμή τις επιχειρήσεις, είναι η άνοδος των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας σε ποσοστό που υπερβαίνει το 16% σε μερίδιο επί των συνολικών πωλήσεων ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών στα ελληνικά σούπερ μάρκετ (προϊόντα FMCG). Το συγκεκριμένο γεγονός μπορεί να προσφέρει όπως παραδέχονται αρκετοί στην αγορά, αυξημένους όγκους πωλήσεων στα προϊόντα τους κάτι που φάνηκε κυρίως προς το τέλος του 2022 καθότι βελτιώθηκε αισθητά η έντονα πτωτική πορεία των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ που είχε εκδηλωθεί κατά το πρώτο πεντάμηνο του έτους.
Έτσι, σταδιακά οι όγκοι των πωλούμενων προϊόντων άρχισαν να ανακάμπτουν κάτι στο οποίο συνέβαλαν αφενός τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αφετέρου το λεγόμενο καλάθι του νοικοκυριού, το οποίο αποτελείται και αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό από προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Επιπλέον η ιδιωτική ετικέτα αποτελεί ένα φάσμα προϊόντων που ευνοεί την τσέπη του καταναλωτή ως ένας τρόπος καταπολέμησης της ακρίβειας.
Από την άλλη όμως παρουσιάζεται το εξής φαινόμενο: με την αύξηση του όγκου πωλήσεων στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, περιορίζονται αντίστοιχα οι όγκοι πωλήσεων στα επώνυμα προϊόντα, τα οποία επί της ουσίας προσφέρουν και υψηλότερα περιθώρια κερδοφορίας στη βιομηχανία και στα σούπερ μάρκετ. Αυτή η ισορροπία που διαμορφώνεται έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται μεν οι όγκοι πωλούμενων προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αλλά να περιορίζεται το συνολικό περιθώριο κέρδους για αρκετές επιχειρήσεις στην βιομηχανία τροφίμων καθώς την ίδια στιγμή περιορίζονται οι πωλήσεις επώνυμων προϊόντων.
Συρρικνώνονται τα περιθώρια κέρδους στα σούπερ μάρκετ
Πρόκειται για μία ευρύτερη ανησυχία της αγοράς, η οποία σε επίπεδο σούπερ μάρκετ κινείται με ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας, τα οποία το 2022 υπολογίζεται ότι σε επίπεδο καθαρού κέρδους κινήθηκαν περίπου στο 1% επί του τζίρου. Αντίστοιχα, το καθαρό περιθώριο του 2021 ήταν 2,2% και του 2020 ήταν 1,96%, ενώ το 2019 ήταν 0,98%. Το χαμηλό ποσοστό καθαρού κέρδους εν μέρει εκφράζει μία κατάσταση που υφίσταται και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στην αγορά λόγω της επιβάρυνσης που προέρχεται από το υψηλό κόστος ενέργειας και πρώτων υλών. Ταυτόχρονα όμως το σύνολο των επιχειρήσεων σούπερ μάρκετ και η βιομηχανία τροφίμων καλούνται να αντιμετωπίσουν την μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος σε συνδυασμό με το σφοδρό κύμα ανατιμήσεων που μετακυλύεται στο ράφι, απόρροια της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης τιμών των πρώτων υλών. Τα συγκεκριμένα γεγονότα αλλάζουν τις αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών και σκληραίνουν τους όρους του παιχνιδιού για τα επώνυμα καταναλωτικά είδη.
Γεγονός πάντως είναι ότι το μερίδιο αγοράς της ιδιωτικής ετικέτας παρουσιάζει ανοδικές τάσεις όταν επιδεινώνονται οι οικονομικές συνθήκες. Με τη σειρά τους οι καταναλωτές στρέφονται σε προϊόντα που έχουν χαμηλότερη τιμή εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος τους. Επομένως, σε μία κατηγορία προϊόντων, η ιδιωτική ετικέτα θα κερδίζει πωλήσεις που θα αποσπά από τον ανταγωνισμό, εφόσον όμως προσφέρει στους καταναλωτές κωδικούς χαμηλότερου κόστους.
Σε χώρες του εξωτερικού 2021, το μερίδιο αξίας της ιδιωτικής ετικέτας είναι σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με την Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 42,1%, στην Ελβετία 51,9%, στην Ισπανία 41,6% και στην Ολλανδία 43,8%. Κατ’ αντιστοιχεία τα μερίδια όγκου πωλήσεων είναι ακόμα μεγαλύτερα για την ιδιωτική ετικέτα. Για παράδειγμα, το μερίδιο όγκου πωλήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο ανήλθε στη διάρκεια του 2021 στο 50,4%, στην Ελβετία 57,6%, στην Ισπανία 49,9% και στην Ολλανδία 49,8%. Η ελληνική αγορά ακολουθεί σταθερά τη διεθνή μακροχρόνια τάση ανάπτυξης τέτοιων καταναλωτικών προϊόντων, τα οποία αυξάνουν την ποικιλία τους και το φάσμα των κατηγοριών προϊόντων όπου είναι διαθέσιμα. Ταυτόχρονα, έχουν αναπτυχθεί κωδικοί ιδιωτικής ετικέτας υψηλότερης ποιότητας και τιμής για να καλύψουν πληρέστερα τις ετερογενείς προτιμήσεις των καταναλωτών, κάτι που προκύπτει και από πρόσφατες αναφορές έρευνας που πραγματοποίησε το Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τι πιστεύουν οι καταναλωτές για την ιδιωτική ετικέτα
Για να αντιληφθούμε την εικόνα που έχουν οι καταναλωτές για τα συγκεκριμένα καταναλωτικά αγαθά θα πρέπει να σταθούμε σε ευρήματα της έρευνας αυτής. Συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά το ζήτημα της τιμής, η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος 86,4% για το 2022 – από 72,9% το 2021 – θεωρεί ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν καλύτερη τιμή. Από την ίδια έρευνα προέκυπτε μάλιστα ότι το 31,6% – έναντι 31,2% πέρυσι – των ερωτηθέντων πιστεύει ότι είναι προϊόντα χειρότερης ποιότητας και το 57,5% – έναντι 52,5% πέρυσι – ίδιας ποιότητας, ενώ το 10,9% – έναντι 16,3% πέρυσι- τα θεωρεί ανώτερης ποιότητας από τις μάρκες των κατασκευαστών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.