Ενώ ο πληθωρισμός και τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας έχουν διαταράξει τη βραχυπρόθεσμη διαθεσιμότητα πολλών προϊόντων, εταιρείες όπως η Mondelēz λαμβάνουν μέτρα για να διασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρχει μακροπρόθεσμο πρόβλημα όσον αφορά την πρόσβαση σε ένα βασικό συστατικό: το κακάο.
Πίσω στο 2012, η Mars και η Barry Callebaut, οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί σοκολάτας στον κόσμο, είχαν προειδοποιήσει την παγκόσμια κοινότητα ότι η ζήτηση της σοκολάτας ανεβαίνει συνεχώς, ενώ η παραγωγή μειώνεται. Μάλιστα, οι προβλέψεις των παραγωγών ανέφεραν ότι μέχρι το 2020 η έλλειψη σοκολάτας θα είναι ένα πραγματικό γεγονός και ότι το 2030 θα υπολείπεται κατά 2 εκατομμύρια τόνους. Ως αιτίες της έλλειψης αναφέρονταν οι ασθένειες των κακαόδεντρων, η ξηρασία και η αντικατάσταση των καλλιεργειών με πιο προσοδοφόρα προϊόντα, όπως το καλαμπόκι και το καουτσούκ.
Στην ανακοίνωση αυτή, πολλοί παράγοντες της βιομηχανίας των τροφίμων πήραν τα μέτρα τους. Ανάμεσα σε αυτούς, και η Mondelēz International, η οποία ανακοίνωσε το πρόγραμμα “Cocoa Life”. Η πρωτοβουλία αυτή προέβλεπε τη δημιουργία μιας βιώσιμης αλυσίδας εφοδιασμού κακάο, η οποία θα αύξανε τις σοδειές στις υπάρχουσες καλλιέργειες, θα ενδυνάμωνε τις τοπικές κοινότητες καλλιέργειας κακάο και θα απέτρεπε την αποψίλωση των κακαόδεντρων. Μάλιστα, για τις ανάγκες του προγράμματος η εταιρεία δέσμευσε 400 εκατομμύρια δολάρια για διάστημα 10 ετών.
Ως αποτέλεσμα, σήμερα, αν όχι όλα αλλά τα περισσότερα σήματα σοκολάτας της Mondelēz International χρησιμοποιούν κακάο που παράγεται μέσω του προγράμματος “Cocoa Life”. Διεθνείς και τοπικές μάρκες σοκολάτας, όπως για παράδειγμα οι σοκολάτες Υγείας Παυλίδη και Lacta που παράγονται στην Ελλάδα στο εργοστάσιο Παυλίδη, η γνωστή σε όλους Toblerone, οι σοκολάτες Milka, Côte d’Or και Cadbury Dairy Milk χρησιμοποιούν το βιώσιμο κακάο του “Cocoa Life”. Σύμφωνα μάλιστα, με την πρόσφατη έκθεση της εταιρείας στο πρόγραμμα συμμετέχουν 200.000 καλλιεργητές, των οποίων τα καθαρά εισοδήματα των αγροτών έχουν αυξηθεί κατά 33% στην Ακτή Ελεφαντοστού και 15% στην Γκάνα.
Αν και η εταιρεία έχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα με επιτυχία, καινούργια δεδομένα δημιουργούν νέες προκλήσεις. Υπό τις αυξομειούμενες τιμές, τα χαμηλά εισοδήματα των αγροτών, την επίμονη παιδική εργασία και τις συνεχείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ο όμιλος αποφάσισε να κάνει ένα ακόμη βήμα και να περάσει στη δεύτερη φάση του προγράμματός “Cocoa Life”. Έτσι, δεσμεύεται εώς το 2030 να αυξήσει και άλλο τον αριθμό των αγροτικών νοικοκυριών που βιοπορίζονται από την κακαοκαλλιέργεια, να ενισχύσει τα συστήματα προστασίας των παιδιών και να δώσει πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση στις κοινότητες που εντάσσονται στο “Cocoa Life”. Και φυσικά, να αποτρέψει την αποψίλωση των δασών στις συνεργαζόμενες φάρμες παγκοσμίως.
Αυτό το επόμενο βήμα υποστηρίζεται από επιπλέον 600 εκατομμύρια δολάρια, έχοντας προβεί από την έναρξη του προγράμματος σε συνολική επένδυση 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων με στόχο μέχρι το 2030 να αυξήσει τον όγκο του κακάο και να συνεργαστεί με περίπου 300.000 καλλιεργητές. Με αυτήν την επένδυση, η Mondelēz International αποσκοπεί να αναδείξει τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση των συστημικών προκλήσεων που αφορούν το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των παραγωγών.
Άλλωστε, η αξία της αγοράς κακάο και σοκολάτας προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει τα 67 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2025, σύμφωνα με έκθεση του Fortune Business Insights. Έτσι, οι εταιρείες που εξαρτώνται από τη συγκεκριμέν πρωτη ύλη, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να επενδύσουν πολλά τώρα για να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν επαρκή προσφορά στο μέλλον και σε λογική τιμή.
Διαβάστε επίσης: Πώς οι ελβετικές σοκολάτες φιλοδοξούν να βάλουν τέλος στην παιδική εργασία
Γι’ αυτό άλλωστε, σχεδόν κάθε μεγάλος κατασκευαστής συστατικών και τροφίμων που εξαρτάται από το κακάο, συμπεριλαμβανομένων των Hershey, Barry Callebaut έχει προβεί σε αντίστοιχες επενδύσεις ή έχει αναλάβει ισχυρή δέσμευση όσον αφορά το εμπόρευμα και αυτούς που το παράγουν. Χαρακτηριστικά, τον περασμένο Ιανουάριο η Nestlé, η μεγαλύτερη εταιρεία τροφίμων στον κόσμο, δήλωσε ότι θα τριπλασιάσει τις επενδύσεις της για τα προγράμματα βιωσιμότητας του κακάο σε 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030. Επίσης, η Mars ανακοίνωσε ότι από το 2023, το 100% του κακάο που προμηθεύεται για τις ανάγκες των εργοστασίων της επί ευρωπαϊκού εδάφους, θα προέρχεται από βιώσιμες καλλιέργειες και θα φέρει πλέον αντίστοιχη πιστοποίηση, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, η αύξηση της ζήτησης έρχεται καθώς οι καταναλωτές δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη βιωσιμότητα όταν αποφασίζουν ποια προϊόντα θα αγοράσουν. Αυτό οδηγεί στην περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα της premium σοκολάτας τα τελευταία χρόνια, καθώς οι κατασκευαστές λανσάρουν προϊόντα βιολογικά ή οργανικά, πάντα με στόχο να διαφοροποιήσουν τις προσφορές τους από τις υπόλοιπες, υπεράριθμες μάρκες. Μεγάλες εταιρείες, όπως οι Hershey, Mars και Ferrero, καθώς και μικρότερες μάρκες, όπως οι Theo, Chocolove και Dagoba, δραστηριοποιούνται ήδη στον χώρο της premium σοκολάτας.
Ο βασικότερος ισχυρισμός στις ετικέτες αυτών των γλυκισμάτων είναι το “φτιαγμένο από αληθινή σοκολάτα”, σύμφωνα με τη μελέτη της Cargill. Οι καταναλωτές, όταν αξιολογούν την ποιότητα και αποφασίζουν αν θα αγοράσουν μια σοκολάτα, εξετάζουν την περιεκτικότητα σε κακάο, την υφή και την προέλευση. Οι μισοί θεωρούν τη μαύρη σοκολάτα ως επιλογή υψηλότερης ποιότητας, ενώ το 71% την αναγνωρίζουν ως τέτοια, όταν η σοκολάτα έχει χονδροειδή ή κοκκώδη υφή. Εάν ένα προϊόν σοκολάτας αναφέρει στην ετικέτα την προέλευση του κακάο του, το 25% των αγοραστών το θεωρεί ως υψηλότερης ποιότητας.
Με πληροφορίες από AdAge | Mondelez International
Photo: Unsplash
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.