Περίπου το 40% των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο καταναλώνει τουλάχιστον μία φορά την ημέρα γλυκαντικές ουσίες χαμηλής θερμιδικής αξίας είτε στον καφέ είτε στο επιδόρπιo και το φαγητό τους. Η προτίμησή τους αποτυπώθηκε γλαφυρά σε έρευνα του Πανεπιστημίου Deakin της Αυστραλίας, καταγράφοντας μια αύξηση 36% στις διεθνείς πωλήσεις τους την τελευταία δεκαετία.
Τα συσκευασμένα τρόφιμα γίνονται όλο και πιο γλυκά είτε μέσω πρόσθήκης ζάχαρης είτε γλυκαντικών ουσιών – τεχνητών όπως η ασπαρτάμη και η ακεσουλφάμη-Κ ή φυσικών όπως η στέβια. Σε αυτή τη θλιβερή -από επιστημονική άποψη- διαπίστωση κατέληξαν οι ερευνητές του αυστραλιανού πανεπιστημίου Deakin που ειδικεύεται σε θέματα ελέγχου τροφίμων, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την υψηλή ζήτηση για γλυκά συστατικά χαμηλής θερμιδικής αξίας.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η ποσότητα ελεύθερων σακχάρων που προβληματίζει δεκαετίες τη βιομηχανία τροφίμων και ροφημάτων. Δεν μιλάμε μόνο για τη λευκή κρυσταλλική ζάχαρη, αλλά και για τη μαύρη ή την καστανή ζάχαρη, την ακατέργαστη, τα σιρόπια, τους χυμούς, τη φρουκτόζη και όσα ακόμη προστίθενται στα προϊόντα κατά την επεξεργασία τους, ακόμη σε εκείνα που δεν έχουν κατεξοχήν γλυκιά γεύση. Τα σάκχαρα είναι παντού και προκειμένου να προσελκύσουν οι εταιρείες παραγωγής τα αναδυόμενα καταναλωτικά κοινά που επιλέγουν συνειδητά φυτικά υποκατάστατα και εναλλακτικά γλυκαντικά με χαμηλές θερμίδες, προβαίνουν σε ανάλογες προσαρμογές ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους. Χαρακτηριστική ειναι η περίπτωση της Chobani με το επιδόρπιο γιαουρτιού Zero Sugar που περιέχει αλουλόζη, ένα είδος ζάχαρης που υπάρχει φυσικα, σε σύκα και σταφίδες.
Τόσο στα ροφήματα όσο και στα τρόφιμα, τα γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων έχουν προβληθεί διεθνώς ως ένας τρόπος για τους καταναλωτές να τρώνε ή να πίνουν κάτι γλυκό χωρίς τις ίδιες συνέπειες και ενοχές που θα είχαν εάν εμπεριείχε ζάχαρη. Έτσι, θεωρώντας ότι είναι πιο υγιεινά τα προτιμούν, υπερβαίνοντας κατά πολύ την ποσότητα σακχάρων που συνιστούν οι ειδικοί να καταναλώνονται. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξάλλου συστήνει η κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων να μην ξεπερνά το 5% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή τα 6-8 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη την ημέρα. Παγκοσμίως, η κατανάλωση ελευθέρων σακχάρων ποικίλει, από το 7-8% στην Ουγγαρία και τη Νορβηγία, έως το 25% στην Πορτογαλία, ενώ ποσοστιαία τα παιδιά καταναλώνουν περισσότερη ζάχαρη, σε σχέση με τους ενήλικες στην Ευρώπη, σύμφωνα με μελέτη του Π.Ο.Υ. το 2017.
Η πανεπιστημιακή έρευνα κατέδειξε ότι και τα δύο είδη γλυκαντικών βρέθηκαν στα συστατικά φαγητών και γλυκών, ιδιαίτερα σε χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπως η Ινδία -δεύτερη παραγωγός χώρα ζάχαρης στον κόσμο- και η Κίνα, όπου η αύξηση αγγίζει το 50%. Γεγονός παράλογο, αν σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για χώρες μυημένες στο γλυκό στοιχείο, αφού οι παραγωγοί προωθούσαν για δεκαετίες την ανάγκη αυξημένης κατανάλωσης ζάχαρης ως έναν τρόπο μείωσης της χρόνιας υπερπροσφοράς.
Διαβάστε ακόμα: Η τεχνολογία φέρνει την επανάσταση στα τρόφιμα
Αναμενόμενο επίσης χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία, το Μεξικό και η Νότια Αφρική, που έχουν θεσπίσει περισσότερες πολιτικές για τη μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης, όπως φόρους και περιορισμούς στην επισήμανσή της στις ετικέτες τροφίμων, σημείωσαν επίσης σημαντική άνοδο στην κατανάλωση προϊόντων με γλυκαντικά χαμηλών θερμίδων. Νωρίτερα φέτος, μάλιστα, η Mondelēz λάνσαρε τις μπάρες Triple Treat της Mars xωρίς ζάχαρη προκειμένου να εναρμονιστεί με τις ρυθμίσεις για τα συσκευασμένα τρόφιμα που ανήκουν στην κατηγορία των HFSS (high fat, salt and sugar), όσων έχουν δηλαδή υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και αλάτι.
Η ζήτηση προϊόντων με υποκατάστατα ζάχαρης και μάλιστα χαμηλών θερμίδων, βαίνει αυξανόμενη με το ενδιαφέρον πολλών εταιρειών της βιομηχανίας των τροφίμων να περιστρέφεται στην αξιοποίηση γλυκαντικών ουσιών, όπως το σιρόπι yacon, σε νέες κατηγορίες προϊόντων.
Με πληροφορίες από Food Dive
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.