Ο Πέτρος Θωμόπουλος, που έζησε στις αρχές του περασμένου αιώνα, ίσως να μην είναι ευρέως γνωστός. Όμως το ούζο Sans Rival – η ακριβής μετάφραση είναι «χωρίς αντίπαλο» και όπως λέγεται το όνομά του το πήρε όταν κάποιος από τους κριτές σε διεθνή διαγωνισμό αναφώνησε δοκιμάζοντάς το «sans rival» -, που δημιούργησε στις αρχές του περασμένου αιώνα, παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο και ένα από τα πιο γνωστά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό brands. Ίσως αυτός να είναι και ο βασικός λόγος που ο Νίκος Καλογιάννης της Ποτοποιίας Πλωμαρίου πριν από λίγο διάστημα ενέκρινε τη συγχώνευση με την εταιρεία Ποτοποιία Χ. Θωμόπουλος ΑΕ.
Ποιος όμως ήταν ο Πέτρος Θωμόπουλος; Η ιστορία της ζωής του θα μπορούσε κάλλιστα να γυριστεί ταινία. Εξαίρετος μαθητής στην τέχνη της απόσταξης, που έμαθε από τον πατέρα του στην περιοχή της Καλαμάτας, δημιουργεί το 1905 το ούζο Sans Rival, που έμελλε να καθιερωθεί ως ένα κλασικό, παραδοσιακό ελληνικό ούζο που διατηρεί ανόθευτα τα χαρακτηριστικά του. Και μια μοναδική γεύση, αυτή του πικραμύγδαλου, που το κάνει μοναδικό. Είναι άλλωστε το μοναδικό ούζο με αυτήν τη χαρακτηριστική γεύση.
Δύο δεκαετίες μετά, φεύγει από την Καλαμάτα και το 1925 η εταιρεία και οι παραγωγικές εγκαταστάσεις μεταφέρονται στον Πειραιά. Αυτό δίνει στον ίδιο, στην εταιρεία και στο προϊόν, τη δυνατότητα να γίνει ευρέως γνωστό την εποχή εκείνη και να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον απόδημο ελληνισμό, δημιουργώντας σταδιακά μια μεγάλη εξαγωγική εξάπλωση από τις ΗΠΑ και τον Καναδά μέχρι τη Σομαλία, το Σουδάν και την Αυστραλία.
Τα ηνία της εταιρείας αναλαμβάνει το 1953 ο Χρήστος Θωμόπουλος, γιος του ιδρυτή, και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το ούζο Sans Rival γίνεται ταυτόσημο με την έννοια του εθνικού ποτού της Ελλάδας μονοπωλώντας την αγορά του ούζου. Την ίδια ανοδική πορεία ακολουθούν και οι εξαγωγές, φτάνοντας μέχρι τον μακρινό Παναμά. Το 1971 η Ποτοποιία μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρεία με δύο σύγχρονα ιδιόκτητα εργοστάσια, τα οποία παράγουν συνεχώς για να καλύψουν τη ζήτηση στην Ελλάδα αλλά και στις 35 χώρες όπου εξαγόταν το προϊόν.
Διαβάστε ακόμα: Το μετέωρο βήμα για την οινοποιία Μπουτάρη
Το Ούζο Sans Rival έχει παίξει σε κινηματογραφικά έργα όπως στο «Γάμος αλλά Ελληνικά» και στο «Peppermint» και έχει βρεθεί σε βιτρίνες φημισμένων καταστημάτων για τα εκλεκτά προϊόντα τους όπως το FAUCHON του Παρισιού, ως τυπικό ελληνικό προϊόν. Την ανωτερότητα του Ούζου Sans Rival πιστοποιούν τα χρυσά μετάλλια που έλαβε στις μεγαλύτερες διεθνείς εκθέσεις όπως και πολλές άλλες τιμητικές διακρίσεις (Βρυξέλλες 1908, Ρώμη 1911, Αίγυπτος 1912, «προμηθευτή της αυλής της Α.Μ. Β. Γεωργίου Α’»).
Τα πέτρινα κελάρια του Π. Θωμόπουλου
Όμως η εταιρεία δεν περιορίστηκε στην παραγωγή του ούζου. Πριν από πάνω από έναν αιώνα, ο Πέτρος Θωμόπουλος ξεκίνησε να αποθηκεύει στα υπόγεια πέτρινα κελάρια του τα καλύτερα αποστάγματα από ντόπιες ποικιλίες σταφυλιών που είχαν ωριμάσει κάτω από τον ελληνικό ήλιο. Ακολουθώντας αυτήν την παράδοση, τα παλαιωμένα αποστάγματα αναμειγνύονται με μεσογειακά βότανα, Μοσχάτο κρασί Σάμου και μέλι από τον Όλυμπο. Έτσι δημιουργήθηκε ένα ποτό με βάση το σταφύλι, το μοναδικό Pantheon, ως αναφορά στη συνάθροιση των θεών του Ολύμπου.
Η ζωή του Pantheon ξεκινά με παλαιωμένα αποστάγματα οίνου φτιαγμένα από διάσημες ποικιλίες της Αττικής και της Πελοποννήσου και ωριμασμένα κάτω από το διάσημο ελληνικό φως. Αυτά τα αποστάγματα παλαιώνονται κατόπιν σε δρύινα βαρέλια, προσεκτικά αποθηκευμένα στα σκοτεινά και ήσυχα κελάρια του ιδρυτή Πέτρου Θωμοπούλου και εκεί αποκτούν το πλούσιο κεχριμπαρένιο χρώμα τους.
Μέχρι το 2011, η παραγωγή και η εμφιάλωση του ούζου Sans Rival και του Pantheon γινόταν από την εταιρεία Όπτιμαλ, ενώ σήμερα η παραγωγή και η εμφιάλωση γίνεται από την εταιρεία Ποτοποιία Πλωμαρίου Ισίδωρος Αρβανίτης.
Η τελευταία, δηλαδή η Ποτοποιία Πλωμαρίου Ισίδωρος Αρβανίτης, με βάση το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης, θα απορροφήσει την Ποτοποιία Χ. Θωμόπουλος.
Το ούζο πρεσβευτής των ελληνικών αποσταγμάτων
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων Αλκοολούχων Ποτών, οι εξαγωγές ούζου αυξήθηκαν το πρώτο τρίμηνο του έτους κατά 15% σε αξία και κατά 24% σε ποσότητα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Και αυτό δεν είναι το μοναδικό ενδιαφέρον στοιχείο. Το ούζο παραμένει διαχρονικά το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της ελληνικής ποτοποιίας. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε πως το πρώτο τρίμηνο του έτους, σύμφωνα με τον ΣΕΑΟΠ, κατέλαβε το 66% της αξίας και το 75% της ποσότητας του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αποσταγμάτων.
Η Γερμανία αποτελεί τον κύριο προορισμό για το ελληνικό ούζο, με μερίδιο 37,84% σε αξία και μερίδιο 43,35% σε ποσότητα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.