Το τμήμα Moët Hennessy της LVMH ανακοίνωσε ότι εξαγόρασε την καλιφορνέζικη οινοποιία Joseph Phelps Vineyards, που παράγει τα διάσημα κόκκινα κρασιά Insignia.
Η Moët Hennessy Louis Vuitton, κοινώς γνωστή ως LVMH, γαλλική πολυεθνική και ο μεγαλύτερος όμιλος ειδών πολυτελείας στον κόσμο, με ένα χαρτοφυλάκιο με μερικά από τα κορυφαία brands στους κλάδους της μόδας, των δερματίνων ειδών, των κοσμημάτων και των ποτών, βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο για τις επιλογές και τις κινήσεις της, που συχνά αντικατοπτρίζουν τις τάσεις της αγοράς.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1987 μέσω της συγχώνευσης του οίκου μόδας Louis Vuitton (ιδρύθηκε το 1854) με τη Moët Hennessy, η οποία ιδρύθηκε μετά τη συγχώνευση του 1971 μεταξύ της παραγωγού σαμπάνιας Moët & Chandon (ιδρύθηκε το 1743) και της παραγωγού του premium κονιάκ Hennessy (από το 1765).
Η LVMH διαφέρει από τους υπόλοιπους οίκους πολυτέλειας εξαιτίας του αποκεντρωμένου μοντέλου που εφαρμόζει, το οποίο, με την αυτονομία που δίνει στα brands της, λειτουργεί ευνοϊκά όσον αφορά την επιχειρηματικότητα, την ταχύτητα καθώς και το αίσθημα της κατάκτησης των στόχων. Ως ο μεγαλύτερος όμιλος του luxury τομέα, ο ρόλος της LVMH είναι, μοιραία, μεταξύ άλλων να επαναπροσδιορίσει τη ίδια την έννοιας της πολυτέλειας. Η LVMH έγινε ο κυρίαρχος στον κλάδο, χάρη στην ισχυρή αύξηση τόσο των πωλήσεων όσο και των εξαγορών της. Εξάλλου, το brand – ναυαρχίδα της, η Louis Vuitton, είναι το μοναδικό brand μόδας που βρέθηκε στην πρώτη δεκάδα των πολυτιμότερων brands στην Ευρώπη.
Διαβάστε επίσης: Πως η LVMH κυριαρχεί στον τομέα της πολυτέλειας
Η LVMH ελέγχει περίπου 60 θυγατρικές που η καθεμία διαχειρίζεται μικρό αριθμό επώνυμων εμπορικών σημάτων, 75 συνολικά. Αυτά περιλαμβάνουν τα Christian Dior, Fendi, Givenchy, Marc Jacobs, Stella McCartney, Loewe, Loro Piana, Kenzo, Celine, Sephora, Princess Yachts, TAG Heuer, Bulgari και Tiffany & Co. Οι θυγατρικές διοικούνται ανεξάρτητα σε διάφορους κλάδους όπως Ένδυση και υπόδηση, Ποτοποιία και οινοποιία, Αρωματοποιία και Καλλυντικά, Ρολόγια και Κοσμήματα και άλλες δραστηριότητες.
Το νέο απόκτημα του ομίλου σχετίζεται με την επέκτασή του στον κλάδο της οινοποιίας. Η LVMH έχει ήδη μια σειρά από μάρκες κρασιού στο κελάρι της, όπως το Champagne’s Krug, το Château Cheval-Blanc του Μπορντό, το Clos des Lambrays της Βουργουνδίας, το Bodega Numanthia της Ισπανίας και το Cloudy Bay της Νέας Ζηλανδίας.
Η συμφωνία περιλαμβάνει το εμπορικό σήμα, το οινοποιείο και το απόθεμα του γίγαντα κρασιού της οινοπαραγωγικής κοιλάδας της Νάπα, Joseph Phelps, καθώς και αρκετές εκατοντάδες στρέμματα αμπέλων στην κοιλάδα και την κομητεία Σονόμα.
Ο αμπελώνας Joseph Phelps είναι γνωστός για τα κόκκινα επιτραπέζια κρασιά και την premium ετικέτα Insignia, τα οποία θα περάσουν στον όμιλο LVMH. Ιδρύθηκε το 1973 από τον οινοποιό Joseph Phelps και παράγει περίπου 750.000 φιάλες ετησίως. Το Insignia, ένα μείγμα σε στυλ Μπορντό, πωλείται συνήθως για τουλάχιστον 250 δολάρια το μπουκάλι, ανάλογα με την παλαίωσή του.
Διαβάστε επίσης: Η LVMH συνεχίζει να ενισχύεται 200 χρόνια μετά τη δημιουργία της Louis Vuitton
Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Moët Hennessy, Philippe Schaus, δήλωσε στο CNBC ότι η εταιρεία έψαχνε σε όλο τον κόσμο για μεγάλους οινοποιούς που να διαθέτουν την ίδια αφοσίωση στην ποιότητα, τη δεξιοτεχνία και την επιχειρηματικότητα με την LVMH.
Σύμφωνα με τον Schaus, στόχος της Moët Hennessy είναι να παράγει όλα τα είδη ποτών και ιδιαίτερα κρασιών. Χαρακτηριστικά, η επωνυμία Cloudy Bay της εταιρείας καλύπτει τα λευκά κρασιά και η σειρά Whispering Angel τα ροζέ, οπότε τα κρασιά Insignia θα καλύψουν το κενό της παραγωγής κόκκινων κρασιών που είχε η εταιρεία.
Η συμφωνία έρχεται καθώς η Moët Hennessy συνεχίζει να είναι το κυρίαρχο luxury brand της ποτοποιίας κερδίζοντας δισεκατομμύρια ευρώ, παρά τους φόβους για ύφεση και τον πληθωρισμό. Τα έσοδα των 1,64 δισεκατομμυρίων ευρώ για το πρώτο τρίμηνο, αυξημένα κατά 8% σε σχέση με το 2021, δείχνουν την τάση ανόδου. Ο Schaus είπε ότι η ζήτηση στην Ευρώπη «φλέγεται», εν μέρει χάρη στην επιστροφή του ευρωπαϊκού τουρισμού.
Αντίθετα με τις ΗΠΑ, όπου η LVMH σημείωσε μια μικρή πτώση της ζήτησης σε χαμηλότερες τιμές, οι αγορές στην Ευρώπη παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση προϊόντων οινοποιίας, όπως κρασιού και σαμπάνιας, εξαιτίας της έναρξης της τουριστικής περιόδου.
Ενώ η Moët Hennessy περιοριζόταν από προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα το πρώτο τρίμηνο, ήταν παρόλ’ αυτά σε θέση να καλύψει πολλά από αυτά τα ζητήματα. Οι Dom Perignon, Krug και άλλες ακριβές μάρκες είναι όλο και πιο δύσκολο, ωστόσο, να βρεθούν σε ορισμένα καταστήματα λιανικής και εστιατόρια, καθώς η προσφορά παραμένει περιορισμένη. Η σαμπάνια Dom Perignon, για παράδειγμα, παλαιώνεται για 10 χρόνια προτού πουληθεί στο κοινό, καθιστώντας δύσκολη την ευέλικτη προσφορά για την κάλυψη της εκρηκτικής ζήτησης.
Εν τω μεταξύ, η κίνηση αυτή του κολοσσού πολυτελείας ρίχνει φως στις σημαντικές αλλαγές στις οποίες υπόκειται ο κλάδος όχι μόνο του κρασιού αλλά των αλκοολούχων γενικότερα, όπου παρατηρούνται δύο τάσεις: Από τη μία, οι καταναλωτές υιοθετούν την κατανάλωση αλκοόλ με μέτρο, με αποτέλεσμα να στρέφονται στα ποτά με χαμηλό αλκοολικό βαθμό και ιδιαίτερες, προσεγμένες γεύσεις, όπως τα hard seltzers, στα οποία δραστηριοποιούνται για αυτόν τον λόγο πλέον και τα μεγάλα brands αναψυκτικών. Από την άλλη, το κοινό αγκαλιάζει με μεγαλύτερο ενθουσιασμό τα premium αλκοολούχα – όπως είναι και τα brands που περιλαμβάνονται στο πορτφόλιο της LVMH, εξάλλου -, αναζητώντας ποιότητα και εκλεπτυσμένη εμπειρία. Και οι δύο αυτές διαφορετικές τάσεις, ωστόσο, συναντιώνται στο κοινό στοιχείο της συνειδητής επιλογής, της αλκοολοποσίας με άποψη, που σημαίνει σε κάθε περίπτωση και καταναλωτές με άποψη. Κάτω από αυτό το φως, η εξαγορά αυτή του premium Καλιφορνέζου οινοποιού έχει ακόμα μεγαλύτερο νόημα.
Σε κάθε περίπτωση, όπως δηλώνεται από τον όμιλο, βασική εστίασή του αποτελεί η δέσμευσή του να αναπτύσσεται καταφέρνοντας να εξελίσσει και να αναπτύσσει τα brands του. Τους τελευταίους μήνες, ο οίκος διανύει μία ανοδική πορεία, που τον κατατάσσει ανάμεσα στις 10 πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις της Ευρώπης και του κόσμου.
Mε πληροφορίες από το CNBC
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.