Όταν στις αρχές Μαΐου διέρρευσε έγγραφο το Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που έδειχνε ότι η πλειοψηφία του σώματος, συντηρητικοί δικαστές, είχαν ουσιαστικά προαποφασίσει να ανατρέψουν την ιστορική απόφαση της υπόθεσης Roe v Wade, του 1973, που αναγνώρισε το συνταγματικό δικαίωμα των γυναικών στον τερματισμό της κύησης, ξέσπασε, αναμενόμενα, ένα τσουνάμι αντιδράσεων για την οπισθοδρόμηση που συνεπάγεται αυτή η ανατροπή, που αφαιρεί ουσιαστικά από τις γυναίκες τον έλεγχο του σώματός τους.
Το ζήτημα έφερε, μεταξύ άλλων, σε δύσκολη θέση μεγάλες εταιρείες, που έπρεπε, όπως αποδείχθηκε ότι περίμενε το κοινό τους, να πάρουν θέση. Κάποιες γρήγορα ανακοίνωσαν ότι καλύπτουν τα έξοδα των υπαλλήλων τους που θα χρειαστούν ενδεχομένως να ταξιδέψουν σε πολιτεία όπου θα μπορούν νόμιμα να πραγματοποιήσουν μια άμβλωση – ανάμεσά τους, κολοσσοί όπως η Apple, το Amazon, η Citigroup. Κάποιες, μάλιστα, όπως η Levi’s, κάλεσαν δημόσια άλλες εταιρείες να πάρουν ανοιχτά θέση. Άλλες δίστασαν ή σιώπησαν. Τι θα έπρεπε όμως να κάνουν, σύμφωνα με τους ειδικούς εταιρικής υπευθυνότητας, αλλά και τι περιμένει το κοινό από αυτές;
Αν και τελευταία αναγνωρίζεται ούτως ή άλλως η τάση οι καταναλωτές να απαιτούν από τα αγαπημένα τους brands να εκφράζονται ανοιχτά και να δρουν αποφασιστικά όσον αφορά σοβαρά κοινωνικά ζητήματα, με την έννοια του «brand –πολίτη» να αναδεικνύεται, έρευνα του Fast Company έδειξε ότι, ειδικά για το θέμα των αμβλώσεων υπάρχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Το 54% των συμμετεχόντων δήλωσαν ότι «είναι σημαντικό για αυτούς» επιχειρήσεις και οργανισμοί να πάρουν θέση, και μάλιστα αυτό ισχύει εξίσου για όσους υποστηρίζουν το δικαίωμα στην άμβλωση και για όσους συμφωνούν με το Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι είναι πιθανό πως το κοινό δίνει τόση σημασία σε αυτό επειδή πρόκειται για κάτι τόσο προσωπικό, με άμεση συνάφεια με προσωπικές εμπειρίες των ίδιων των ατόμων ή δικών τους ανθρώπων, αλλά και επειδή η άποψη των εταιρειών, επειδή συνδέεται με τα προγράμματα της υγειονομικής τους κάλυψης, θα έχει άμεση επίδραση στους ίδιους. Μάλιστα, το 41% των Αμερικανών θεωρούν ότι οι μάρκες έχουν μεγαλύτερη ευθύνη να μιλήσουν σχετικά με την άμβλωση σε σχέση με άλλα κοινωνικά ζητήματα.
Αλλά και οι ειδικοί επί της εταιρικής κοινωνικής υπευθυνότητας πιστεύουν ότι είναι σημαντικό οι εταρείες να δείξουν ότι έχουν άποψη, ενώ ακτιβιστές επενδυτές καλούν τις μεγάλες εταιρείες να δράσουν γρήγορα και να υιοθετήσουν προγράμματα περίθαλψης που θα καλύπτουν τους υπαλλήλους τους που θέλουν να κάνουν έκτρωση, ώστε να προλάβουν την οριστική απόφαση του Δικαστηρίου.
Ο εταιρικός κόσμος σαφώς παρακολουθείται για τις κινήσεις του σε τέτοια θέματα, και αυτό οπωσδήποτε εξηγεί γιατί πολλές μεγάλες εταιρείες διστάζουν να πάρουν θέση ή παραμένουν αφανείς και σιωπηλές, από φόβο, δηλαδή, ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν μερίδα του κοινού ή των επενδυτών τους, ή να κατηγορηθούν ότι ασκούν πολιτική χωρίς να είναι αυτός ο ρόλος τους.
Ωστόσο, οι ειδικοί λένε ότι είναι καθήκον τους να αντιμετωπίσουν ευθέως το ζήτημα των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων, γιατί αυτές, οι μεγάλες εταιρείες, είναι που θα δώσουν το παράδειγμα στις μικρότερες – όπως συμβαίνει εξάλλου συνήθως. Η Levi’s και το κάλεσμά της αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οργανισμού που έχει συναίσθηση αυτού του ρόλου και της ευθύνης του.
Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο, λένε κάποιοι, μια εταιρεία να τοποθετηθεί με πολιτικό σθένος επί του θέματος. Το συγκεκριμένο ζήτημα εντάσσεται στην υγειονομική περίθαλψη που προσφέρουν οι εταιρείες, επομένως μπορούν να στηρίξουν τους υπαλλήλους τους μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Κάπως έτσι χειρίστηκε το ζήτημα η Citigroup, που καλύπτει έξοδα ταξιδιού και για άλλου είδους επεμβάσεις, όπως, για παράδειγμα μεταμοσχεύσεις. Είναι «πιο ασφαλές», εξηγούν οι ειδικοί, να σκεφτούν ότι προσφέρουν στους υπαλλήλους τους πρόσβαση στην ίδια υγειονομική περίθαλψη, όπου και αν ζουν.
Φυσικά, ακόμα και έτσι, δεν μπορεί παρά μια εταιρεία να χαρακτηριστεί υπέρ ή κατά της απόφασης του Δικαστηρίου – εξάλλου, υπάρχει από Ρεπουμπλικανούς πρόταση νόμου που θα τιμωρεί επιχειρήσεις που θα καλύπτουν τέτοια έξοδα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, όσο καθυστερεί μια μεγάλη ειδικά εταιρεία να πάρει θέση, και όσο αποκρύπτει από μετόχους, επενδυτές, υπαλλήλους και κοινό τις προθέσεις της, τόσο αυξάνει τις πιθανότητες να βρεθεί ζημιωμένη, χάνοντας την αξιοπιστία της και την εμπιστοσύνη που της έχουν – όπως συνέβη με την Disney, που τοποθετήθηκε εναντίον του νέου νόμου «Don’t Say Gay» στη Φλόριντα, μόνο αφού ξεσηκώθηκε κύμα αντιδράσεων από κοινό και υπαλλήλους της.
Επιπλέον, αυτές οι εταιρείες κινδυνεύουν να χάσουν τα κορυφαία ταλέντα και την αίγλη τους ως εργοδότες. Και ειδικά αν συνήθως προωθούν και προβάλλουν ηχηρά τα ιδεώδη τους περί πνευματικής υγείας, ευημερίας, ισότητας, πολιτικών δικαιωμάτων και ανεξαρτησίας, αντιτίθεται στο ίδιο τους το brand identity να μείνουν στην αφάνεια όταν πρόκειται για τα γυναικεία αναπαραγωγικά δικαιώματα.
Με πληροφορίες από Fast Company και CNBC
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.