Η Zara τα τελευταία ή και περισσότερα χρόνια – και ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό – ήρθε να αλλάξει τα δεδομένα στην αγορά των προϊόντων ένδυσης και υπόδησης. Έχοντας καταφέρει να δημιουργήσει αυτήν τη στιγμή την ισχυρότερη αυτοκρατορία στον χώρο της μόδας σε παγκόσμιο επίπεδο, η Zara μοιάζει και όπως όλα δείχνουν είναι ακλόνητη. Στην Ελλάδα, τα δεδομένα είναι περίπου αντίστοιχα. Αποτελεί αυτήν τη στιγμή τον ισχυρότερο παίκτη της αγοράς, ο οποίος ξεχωρίζει με διαφορά από τον αμέσως επόμενο που είναι η H&M, τουλάχιστον από πλευράς οικονομικών επιδόσεων.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέγραψε το φαινόμενο του ελατηρίου εντός του 2021, όταν και κατά του πρώτους μήνες του έτους τα καταστήματα παρέμειναν για ένα διάστημα κλειστά λόγω lockdown, ήταν επόμενο να επηρεάσει τις αναμενόμενες επιδόσεις της Zara για το προηγούμενο έτος. Συν τοις άλλοις, από τα καταστήματα Zara έλειψε το στοιχείο των αυθόρμητων αγορών, καθώς η υποχρέωση επίδειξης αστυνομικής ταυτότητας και πιστοποιητικού εμβολιασμού με ταυτόχρονο αποκλεισμό των ανεμβολίαστων, αποτέλεσαν ένα σημαντικό πλήγμα για την αγορά αλλά και για τα σημεία πώλησης της αλυσίδας στη χώρα μας.
Στο προσκήνιο η ανάδειξη της βιτρίνας
Ωστόσο, στο επίκεντρο της στρατηγικής προσέγγισης του καταναλωτικού κοινού από τη Zara βρίσκονται στοιχεία όπως η σχολαστική διαμόρφωση της βιτρίνας ανάλογα με την εποχικότητα και με τη χρήση λιτής διακόσμησης αλλά με τρόπο τέτοιο που να είναι επιδραστική, ενώ δε λείπουν τα έντονα χρώματα που κυριαρχούν σε συγκεκριμένες συλλογές της αλυσίδας, και πάλι βάσει εποχικότητας.
Διαβάστε ακόμα: Η εκτόξευση Zara και Inditex παγκοσμίως και η εικόνα της Ελλάδας
Σε ό,τι αφορά την εσωτερική διακόσμηση και σχεδίαση των καταστημάτων, η προβολή των προϊόντων γίνεται έτσι ώστε να συνδυάζεται το καθετί με το ανάλογο στυλ, προτείνοντας ουσιαστικά ένα σύνολο με προϊόντα που συχνά δημιουργούν μια ολοκληρωμένη πρόταση ντυσίματος.
Με άξονα τον όρο πελατοκεντρικότητα
Εντεινόμενη όλο και περισσότερο είναι η έμφαση που δίνεται στον πελάτη και τις ανάγκες του, κάτι που αποτυπώνεται και μέσα από την απόφαση ανανέωσης χώρων όπως το Golden Hall αλλά και την αλλαγή που πραγματοποιήθηκε σε ένα βαθμό και στο εσωτερικό του καταστήματος της Γλυφάδας. Και τα δύο καταστήματα ακολουθούν πρότυπα καταστημάτων του εξωτερικού.
Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο στην περίπτωση της συγκεκριμένης αλυσίδας είναι η καθιέρωση της δυνατότητας ο κάθε πελάτης να δοκιμάζει ό,τι θέλει, τη στιγμή που το θέλει χωρίς κανενός είδους περιορισμό. Μία κίνηση που ξεκίνησε η Zara και ακολούθησαν αρκετές ακόμη αλυσίδες, προσφέροντας την ανεξαρτησία και την εκ των ων ουκ άνευ ελευθερία κινήσεων στον καταναλωτή να βάλει κάτι πάνω του, να το ταιριάξει με κάτι άλλο που θα δει σε άλλο σημείο του καταστήματος και εν τέλει να το αγοράσει ή να το αφήσει και πάλι στη θέση του.
Οι επίδοξες «Zara»
Την ίδια στιγμή, στη χώρα μας έρχονται αρκετές αλυσίδες, όπως η επονομαζόμενη και τουρκική «Ζara», LC Waikiki. O συγκεκριμένος όμιλος ένδυσης έκανε την αρχή στην Ελλάδα από το εμπορικό κέντρο Flamingo στην Ξάνθη και ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το πρώτο κατάστημα στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο εμπορικό κέντρο Μακεδονία που βρίσκεται στην Πυλαία.
Επίσης, η αλυσίδα διατηρεί παρουσία στο εκπτωτικό εμπορικό κέντρο των Sonae Sierra – Bluehouse στη Λάρισα, το Fashion City Outlet, αλλά και στην Κόρινθο, στο εμπορικό κέντρο Mare West αλλά και στο Patra Mall της Πάτρας. Αυτήν τη στιγμή διατηρεί δύο ακόμα καταστήματα στην Αττική, τα οποία λειτούργησαν το 2022 και το ένα βρίσκεται στο retail park του ομίλου Φουρλή στην Πειραιώς, ενώ το δεύτερο βρίσκεται στο ισόγειο του River West της Noval Property στη λεωφόρο Κηφισού.
Ωστόσο, το ζητούμενο για κάποιους είναι εάν μπορεί η LC Waikiki ή και η αναμενόμενη άφιξη του ομίλου LPP στην Ελλάδα με τη μάρκα Sinsay ή της αλυσίδας Pepco να «χτυπήσoυν» τη Zara. Η απάντηση σε αυτό είναι ότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο η χαμηλή τιμή, διότι η Zara αυτό που έχει καταφέρει είναι να απευθύνεται σε όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων. Αυτό όμως που έχει στη φαρέτρα του ο παγκόσμιος κολοσσός και μέλος του ομίλου Inditex, είναι εκτός από πανίσχυρο brand και ένα πολύ χαρακτηριστικό concept, το οποίο ξεκινάει από τα καταστήματά του και καταλήγει στα ρούχα. Στον τρόπο που αυτά εμφανίζονται στα καταστήματα και στις θέσεις που έχουν μέσα σε αυτό τα προϊόντα.
Με τη δραματική είσοδο της έννοιας της «γρήγορης μόδας» από την ίδρυση της Zara το 1975 στην Ισπανία, η επιχείρηση έχει καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει το πάθος για τη μόδα και τη διαφοροποίηση στο ντύσιμο σε προσιτή τιμή, σε ένα ευρύ φάσμα καταναλωτών, που προέρχεται από διαφορετικούς πολιτισμούς και ηλικιακές ομάδες. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συνέβαλαν στην επιτυχία της Zara, αλλά ένα από τα βασικά πλεονεκτήματά της είναι η ικανότητά να θέτει τους πελάτες σε προτεραιότητα. Η Zara έχει εμμονή με τους πελάτες της και εκείνοι είναι που έχουν καθορίσει την εταιρεία και την κουλτούρα της μάρκας από την πρώτη στιγμή.
Η κίνηση λειτουργικής αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα
Πρόσφατα η Zara Hellas έκανε μία κίνηση λειτουργικής αναδιάρθρωσης στην ελληνική αγορά. Ειδικότερα, ο όμιλος Inditex προχώρησε το καλοκαίρι του 2021 στη συγχώνευση όλων των εταιρειών – brands που διατηρεί στην Ελλάδα και συγκεκριμένα της Zara Home, της Pull&Bear, της Stradivarius, της Oysho, της Bershka, της Massimo Dutti και της Uterqüe, που δραστηριοποιείται στη χώρα μας μόνο ηλεκτρονικά, υπό την ομπρέλα της Zara Hellas, η οποία μετονομάστηκε σε ITX Hellas.
Εάν κανείς συνυπολογίζει τις πωλήσεις όλων των προαναφερόμενων εταιρειών μαζί με αυτές της Zara Ηellas βάσει των στοιχείων του 2020, αυτές ανέρχονται σε περίπου 328,5 εκατομμύρια ευρώ. Αριθμός που εάν λάβουμε υπόψη την επίπτωση της νόσου Covid-19 που έφερε τη διακοπή λειτουργίας των φυσικών καταστημάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα του 2020, μπορεί να αγγίξει και πιθανότατα πλέον να ξεπερνάει τα 500 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων όλων των brands που πλέον ενοποιούνται υπό τη μετονομασθείσα ITX Hellas.
Μία κίνηση που ήρθε να ενδυναμώσει ακόμα περισσότερο όχι μόνο τη Zara στην Ελλάδα αλλά και τις υπόλοιπες μάρκες του ομίλου, δημιουργώντας οικονομίες κλίμακος, δυνατότητες διαχείρισης του προσωπικού υπό μία κοινή ομπρέλα και πιθανές συνέργειες που ισχυροποιούν ακόμα περισσότερο την επιχείρηση έναντι όλων των υπολοίπων ανταγωνιστών της, με τη δεύτερη H&M στον τομέα της ένδυσης να έχει τζίρο 108 εκατ. ευρώ το 2020 και μεγάλη απόσταση να διανύσει από τη Zara, που κυριαρχεί στην ελληνική αγορά όπως και σε πολλές ακόμα του πλανήτη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.