Νέα και εν δυνάμει ανατρεπτικά δεδομένα φαίνεται ότι μπορεί να δημιουργήσει για την εγχώρια αγορά των αναψυκτικών η ιδιοκτησία της εταιρείας «Κλιάφα» από τον όμιλο Ελληνικά Γαλακτοκομεία, δεδομένου ότι η επιχείρηση συμφερόντων της οικογένειας Σαράντη έχει, εκτός από ισχυρή οικονομική ρευστότητα, και τη δυνατότητα να ισχυροποιήσει την παρουσία της στο ράφι των σούπερ μάρκετ και μέσα από προωθητικές ενέργειες.
Ταυτόχρονα, για όσους γνωρίζουν καλά την αγορά, ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παίκτες αυτήν τη στιγμή στο χώρο των τροφίμων, με ενοποιημένο κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 400 εκατομμύρια ευρώ και ευρύ δίκτυο διανομής, που του δίνει τη δυνατότητα ταχύτερης και αποτελεσματικότερης τοποθέτησης στα ράφια.
Τα παραπάνω γεγονότα, σε συνδυασμό με το ότι ο τομέας των αναψυκτικών στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ισχυρό ανταγωνισμό και ενίοτε από έντονες προσφορές στο ράφι, χαρακτηριστικότερη περίπτωση των οποίων έχει αποτελέσει και η Βίκος σε μία προσπάθεια να εισχωρήσει δυναμικότερα μετά το λανσάρισμα της δικής της σειράς αναψυκτικών της στην αγορά, θέτουν σε εγρήγορση το σύνολο των παικτών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο.
Κοντά στα «100»
Η Κλιάφα, που αποτελεί μία επιχείρηση με σχεδόν εκατονταετή παρουσία στον κλάδο των τροφίμων και ποτών στην Ελλάδα, καθότι ιδρύθηκε το 1926, μόνο αμελητέα παράμετρος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί για τον ανταγωνισμό της αυτήν τη στιγμή. Διότι, συν τοις άλλοις, η οικογένεια Σαράντη που τη διαχειρίζεται, έχει και τη δυνατότητα ταχείας υλοποίησης επενδυτικών κινήσεων που θα φέρουν τη μάρκα εκτός από τα ράφια της Ελλάδας και σε αρκετά από τα ράφια του εξωτερικού. Επιδίωξη αυτήν τη στιγμή για την Κλιάφα είναι να χτίσει σε βάθος τριετίας ένα διψήφιο ποσοστό σε επίπεδο μεριδίου αγοράς, από το χαμηλό μονοψήφιο στο οποίο βρίσκεται σήμερα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο κύμα επενδύσεων που ολοκληρώθηκε στις εγκασταστάσεις της Κλιάφας στα Τρίκαλα ανήλθε στα 14 εκατ. ευρώ, με αναβάθμιση κτιριακών εγκαταστάσεων, την προσθήκη μίας νέας πτέρυγας στο εργοστάσιο αλλά και την εγκατάσταση ενός σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού για την υποστήριξη παραγωγής της νέας φιάλης που σχεδιάστηκε για την εταιρεία που εξαγόρασαν το 2020 οι αδελφοί Σαράντη.
Ενδιαφέρον για τις κινήσεις του ανταγωνισμού
Ενδιαφέρον παρουσιάζει την ίδια στιγμή η στάση αλλά και οι επόμενες κινήσεις των δύο εδραιωμένων ελληνικών δυνάμεων στα αναψυκτικά, της Λουξ και της ΕΨΑ, εκ των οποίων μάλιστα η δεύτερη παρουσιάζει και «σχέσεις γειτονίας» με την Κλιάφα, δεδομένου ότι εδρεύει στην Αγριά Μαγνησίας. Σημειώνεται ότι ο τζίρος της ΕΨΑ άγγιξε τα 10 εκατ. ευρώ το 2021, έχοντας βάλει στόχο τα 12 εκατ. ευρώ για το 2022, κάτι που δε φαντάζει μακρινό εάν κανείς αναλογιστεί και τα αυξημένα κοστολόγια που αντιμετωπίζει το σύνολο της βιομηχανίας και εκ των πραγμάτων φέρνουν αυξήσεις στα τελικά προϊόντα που πωλούνται και κατ’ επέκταση στο τζίρο που αυτά κάνουν.
Η Λουξ, με τζίρο 32,9 εκατ. ευρώ στον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό του 2020 από 35,3 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019, αποτελεί μία επίσης σταθερή δύναμη και τον μεγαλύτερο παίκτη ελληνικών συμφερόντων στον τομέα των αναψυκτικών. Ωστόσο, σε μία περίοδο αναταραχών με ισχυρές ανατιμήσεις στο γυαλί και στο κουτί αλουμινίου λόγω πρώτων υλών αλλά και στην ενέργεια, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ποια θα είναι η επόμενη μέρα για την αγορά αυτή που βασίζεται σε σημαντικό ποσοστό στον τουρισμό αλλά και στα κανάλια πώλησης της εστίασης και του ξενοδοχείου. Τι θα μπορούσαν να σημαίνουν τα αυξημένα κόστη; Περαιτέρω πιέσεις στις κάτω γραμμές του ισολογισμού των επιχειρήσεων, που αποτυπώνουν τα κέρδη ή τις ζημίες, και ίσως έναν νέο κύκλο εξελίξεων μελλοντικά.
Σχέση Δαβίδ και Γολιάθ;
Στην προκειμένη περίπτωση, τα μεγέθη είναι μάλλον δυσανάλογα από πλευράς Ελληνικών Γαλακτοκομείων, γεγονός που ίσως θα μπορούσε να σημάνει πολλά για την επόμενη μέρα, λόγω της οικονομικής δύναμης που διαθέτει η εν λόγω επιχείρηση έναντι των ανταγωνιστών της.
Εάν λοιπόν τα δεδομένα ανταποκριθούν στον σχεδιασμό και τις φιλόδοξες προσδοκίες των στελεχών της Κλιάφας για τα επόμενα χρόνια, πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν προσεχώς, με την ανατροπή ισορροπιών στην ελληνική αγορά, τουλάχιστον μεταξύ των εγχωρίως δραστηριοποιούμενων παικτών.
Στο ίδιο «μετερίζι» των Ελλήνων παικτών βρίσκεται βέβαια και η Green Cola, η οποία δείχνει τα τελευταία χρόνια να τραβάει τον δικό της δρόμο, με το βλέμμα κυρίως στις εξαγωγές, έχοντας κύκλο εργασιών 15,2 εκατομμυρίων ευρώ το 2020 από τα 13,4 εκατομμύρια ευρώ που ήταν το 2019. Έβαλε τελευταία στο παιχνίδι και εναλλακτικά αναψυκτικά όπως τα Green Mocktails (κοκτέιλ χωρίς αλκοόλ), σε γεύσεις Mojito, Μαστίχα και Pink Grapefruit και συνεργασία διανομής στην Ελλάδα από την εταιρεία οινοπνευματωδών και ποτών, Β.Σ. Καρούλιας.
Θα θυμίσουμε ότι και η Βίκος έκανε βήμα στα αναψυκτικά χωρίς ζάχαρη, ακολουθώντας την Coca-Cola αλλά και την Green Cola, φέρνοντας το 2021 στην αγορά την cola χωρίς ζάχαρη, ποντάροντας και σε αυτήν την περίπτωση στην εδραίωσή της μέσω προσφορών που στο ξεκίνημα του λανσαρίσματος έφερνε την εξάδα σε τιμή φθηνότερη κατά έως και 0,80 ευρώ σε σύγκριση με τον ηγέτη της αγοράς, την Coca-Cola.
Ενδιαφέρον λοιπόν θα έχει εάν όντως η Κλιάφα πετύχει τον στόχο για διψήφιο μερίδιο αγοράς στην προσεχή τριετία, να δούμε ποια ακριβώς θα είναι η εικόνα αυτής της αγοράς για την οποία μιλάμε σήμερα και τι θα έχει αλλάξει σε αυτήν.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.