Οι υποστηρικτές της αντιστάθμισης των επιπέδων άνθρακα στο περιβάλλον, γνωρίζοντας την ανάγκη της βιομηχανίας να γίνει πιο διαφανής και υπεύθυνη, επισημαίνουν ότι οι αμφιλεγόμενες πρακτικές των επιχειρήσεων πολλές φορές μπορούν να τις θέσουν σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, δεδομένου μάλιστα ότι φέρουν σημαντικό μέρος της ευθύνης για την κλιματική αλλαγή.
Μέσω του μηχανισμού αντιστάθμισης άνθρακα, άτομα ή οργανώσεις αντισταθμίζουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και αερίων του θερμοκηπίου που παράγουν με τις δραστηριότητές τους ή απλώς ένα μέρος αυτών, πληρώνοντας για μια ισοδύναμη μείωση των εκπομπών σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου.
Η αντιστάθμιση του επιπέδου άνθρακα στο περιβάλλον αποτελεί αμφιλεγόμενο εργαλείο, καθώς θεωρητικά οι εταιρείες καταβάλλουν ήδη προσπάθειες ώστε να επιτύχουν μηδενικές εκπομπές αερίων. Εν τω μεταξύ, γίγαντες της βιομηχανίας τροφίμων όπως η Nestle και η Unilever κατηγορούνται για πρακτικές greenwashing στις δεσμεύσεις τους για τη διαφύλαξη του πλανήτη.
Διαβάστε επίσης: Nestlé και Unilever απαντούν στις κατηγορίες για greenwashing
Σύμφωνα με στοιχεία έκθεσης, η οποία πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο NewClimate, ερευνώντας 25 εταιρείες παγκοσμίου βεληνεκούς, συμπεριλαμβανομένων των Nestle και Unilever, οι υποσχέσεις τους αναφορικά με το κλίμα δεν είναι ακέραιες. Πολλές φορές πραγματοποιούνται ενέργειες αντιστάθμισης άνθρακα, όπου οι εταιρείες αγοράζουν ουσιαστικά πιστώσεις από έργα που έχουν ως στόχο είτε να μειώσουν είτε να αποφύγουν την απελευθέρωση αερίων, οι οποίες όμως τελικά επιβαρύνουν το κλίμα, όπως είναι οι μαζικές δενδροφυτεύσεις ή τα ηλιακά πάρκα.
Οι επικριτές αυτής της πρακτικής, όπως η Greenpeace, υποστηρίζουν ότι δεν είναι η στιγμή για αντισταθμίσεις. Τα δέντρα μπορεί να χρειαστούν μέχρι και 20 χρόνια για να αναπτυχθούν, ενώ το πρόβλημα των συνεχόμενων εκπομπών αερίων είναι ήδη παρόν και μέρα με την μέρα επιδεινώνεται.
Η πορεία της βιομηχανίας αντιστάθμισης άνθρακα
Παρόλ’ αυτά η αγορά αντισταθμίσεων άνθρακα έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, η συγκεκριμένη πρακτική κατάφερε να αγγίξει σε αξία το 1 δισεκατομμύριο δολάρια, εν μέσω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος από εθελοντές, αγοραστές καθώς και εμπόρους, που υπερασπίζονται τη συγκεκριμένη πρακτική. Τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, το χρηματιστήριο του Λονδίνου (LSE) ανακοίνωσε ότι αναπτύσσει μια νέα Εθελοντική Αγορά Άνθρακα (Voluntary Carbon Market – VCM), με σκοπό να επιταχύνει τη χρηματοδότηση σε έργα, τα οποία θα υποστηρίξουν τη μετάβαση σε μία οικονομία με χαμηλές εκπομπές άνθρακα.
Επίσης η CIX, μία πλατφόρμα πιστώσεων άνθρακα, δημιουργήθηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση της Σιγκαπούρης, ώστε να ενισχύσει τη διαφάνεια, την ακεραιότητα καθώς και την ποιότητα των πιστώσεων άνθρακα. Βασικός στόχος της συγκεκριμένης πλατφόρμας είναι η παροχή περαιτέρω εκπαίδευσης και ανατροφοδότησης σε εταιρείες που ακολουθούν την συγκεκριμένη πρακτική. Η CIX εστιάζει κυρίως στην αναζήτηση λύσεων που σχετίζονται με την προστασία και την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων όπως τα δάση.
Παράλληλα, οι εταιρείες που αποτελούν μέρος της εκστρατείας Race to Zero των Ηνωμένων Εθνών έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων μέχρι το 2050. Αρκετές από τις συγκεκριμένες εταιρείες υποστηρίζουν ότι είναι σημαντικό να καταφέρουν να διαχειριστούν τις εκπομπές τους ελαχιστοποιώντας το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγής προϊόντων καθώς και των αλυσίδων εφοδιασμού, ποντάροντας στις εθελοντικές αγορές άνθρακα για να ενισχύσουν τους στόχους τους.
Διαβάστε επίσης: Δείκτης Higg | Ένας πολύ σημαντικός δείκτης αξιολόγησης της βιωσιμότητας
Την ίδια στιγμή υποστηρίζεται ότι χάρη στα έργα αντιστάθμισης, ωφελούνται και οι τοπικές κοινότητες: οικογένειες στη Νιγηρία αποκτούν ασφαλή και καθαρό εξοπλισμό ώστε να μπορούν να μαγειρεύουν, ενώ οι μικροκαλλιεργητές στη Βραζιλία μπορούν να νιώθουν ότι οι εκτάσεις τους είναι ασφαλείς. Εκτός από αυτό, οι εθελοντικές αγορές άνθρακα δίνουν την ευκαιρία και στον ιδιωτικό τομέα να υποστηρίξει τόσο τις εταιρείες όσο και τις κυβερνήσεις ώστε να εκπληρώσουν τις παγκόσμιες δεσμεύσεις τους αναφορικά με τη καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Γι’ αυτό αρκετοί πιστεύουν πως η εθελοντική αγορά άνθρακα έχει ενηλικιωθεί, και ότι τώρα πλέον μπορεί συμμετάσχει σε ένα σύνολο οικονομικών ροών, βοηθώντας την κοινωνία να επιτύχει τους στόχους βιωσιμότητας που έχει θέσει τα τελευταία χρόνια.
Η αξία της συγκεκριμένης αγοράς
Τα επόμενα δέκα χρόνια η αποτίμηση της συγκεκριμένης αγοράς κυμαίνεται από 5 μέχρι και 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αξία ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα υπολογίζεται περίπου στα 15 δολάρια, χωρίς να είναι βέβαιο ότι χρόνο με το χρόνο θα αυξάνεται. Δεδομένου ότι πέρυσι παράχθηκαν 365 εκατομμύρια τόνοι Co2, έχουμε να κάνουμε με μία αύξηση 65% από έτος σε έτος.
Παρόλα αυτά η πιθανή αύξηση των τιμών, θα μπορούσε να απομακρύνει τις εταιρείες από τη συγκεκριμένη πρακτική, κάτι που από περιβαλλοντικής άποψης δεν είναι ιδιαίτερα περιοριστικό. Ίσως έτσι οι επιχειρήσεις στραφούν περισσότερο προς το να επενδύσουν σε πρακτικές που θα συμβάλλουν στη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται, παρά να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο σε κάποια πρακτική αντιστάθμισης.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι υψηλότερες τιμές μπορεί να βοηθήσουν στην ενίσχυση της βιωσιμότητας της βιομηχανίας αντιστάθμισης άνθρακα σε οικονομικό επίπεδο, ωφελώντας όλους τους εμπλεκόμενους (επιχειρήσεις, εθελοντές, εμπόρους κλπ.).
Άνθρωποι του χώρου λένε ότι οι αγορές άνθρακα προσφέρουν κάτι διαφορετικό, που άλλοι αντίστοιχοι τύποι χρηματοδότησης αδυνατούν: προσφέρουν εισόδημα, δεν αποτελούν απλώς ένα μέσο χρηματοδότησης, και αυτό είναι που κάνει αυτά τα προγράμματα βιώσιμα και επικερδή. Παρόλ’ αυτά και οι συμβατικές πρωτοβουλίες μείωσης του επιπέδου άνθρακα, εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Στην πραγματικότητα, χρειάζεται ένας συνδυασμός των δύο πρακτικών, ώστε φανεί επιτέλους θετικός αντίκτυπος στο περιβάλλον.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.