Οι πωλήσεις μεταχειρισμένων ενδυμάτων προβλέπεται ότι θα φτάσουν τα 77 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2025. Ο παράγοντας που φαίνεται να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτή την αύξηση είναι οι ιστότοποι μεταπώλησης. Οι εταιρείες λιανικής πώλησης έχουν αντιληφθεί αυτή την τάση και, έτσι, ορισμένες εντάσσουν αντίστοιχες ιστοσελίδες ανταλλαγής ή peer–to–peer μεταπώλησης στις προσφορές τους.
Οι υπηρεσίες peer-to-peer συνδέουν ανθρώπους και επιτρέπουν στους αγοραστές να πωλούν απευθείας ο ένας στον άλλον, με ελάχιστη δουλειά που απαιτείται από τη μάρκα. Συνήθως το brand χρειάζεται να εγκρίνει κάθε προϊόν προτού εισαχθεί στη λίστα, όμως όλα τα υπόλοιπα logistics τα χειρίζονται οι ίδιοι οι αγοραστές και οι πωλητές.
Διαβάστε επίσης: Η Peer-to-peer ενοικίαση στη μόδα
Η εταιρεία λιανικής πώλησης ειδών υπαίθριων δραστηριοτήτων REI επιτρέπει στους καταναλωτές να ανταλλάξουν τον παλιό εξοπλισμό τους με μια δωροκάρτα καταστήματος και η Madewell μεταπωλεί ελαφρώς μεταχειρισμένα τζιν. Ακόμα, η Urban Outfitters δημιούργησε τη δική της αγορά μεταπώλησης όπου οι αγοραστές μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν ρούχα.
Οι πρωτοβουλίες μεταπώλησης είναι ένα σημάδι ότι οι λιανοπωλητές ενδυμάτων συνειδητοποιούν επιτέλους τόσο την επιχειρηματική όσο και την περιβαλλοντική αξία της υιοθέτησης των μεταχειρισμένων ρούχων. Θα μπορούσε κανείς να πει πως μέχρι πρότινος, τα second-hand προϊόντα αποτελούσαν ανταγωνισμό για τις εταιρείες που πωλούσαν νέα κομμάτια. Με τις εταιρείες ένδυσης να αγκαλιάζουν την πώληση μεταχειρισμένων, ο ανταγωνισμός αυτός εξαλείφεται.
Η στροφή των καταναλωτών προς τα second–hand κομμάτια
Η γρήγορη μόδα ξεκίνησε να ακμάζει τη δεκαετία του 2010 με κινητήριο δύναμη κυρίως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η τάση αυτή υπαγόρευε ότι μια σταθερή ροή νέων ρούχων από κομμάτια που φοριούνται ελάχιστες φορές ήταν προτιμότερη από μερικά ποιοτικά κομμάτια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση ρούχων, τα οποία σύντομα απορρίπτονταν, κάτι το οποίο δε συμβαδίζει σε καμία περίπτωση με τις αρχές της βιωσιμότητας.
Το 2020 η παγκόσμια αγορά fast fashion έφτασε σε αξία τα 68,6 δισ. δολάρια. Η γρήγορη μόδα αναμένεται να αυξηθεί και να φτάσει τα 163,4 δισ. δολάρια την επόμενη πενταετία, με σταθερή αύξηση 19%, για να φτάσει στη συνέχεια τα 211,9 δισ. δολάρια το 2030. Προς το παρόν, η αγορά των ενηλίκων ήταν το μεγαλύτερο τμήμα της αγοράς γρήγορης μόδας, αντιπροσωπεύοντας το 85,9% του συνόλου το 2020. Μελλοντικά, ο τομέας των εφηβικών ενδυμάτων αναμένεται να είναι ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος τομέας, με ανάπτυξη 23,6% κατά την περίοδο 2020-2025.
Το θετικό είναι ότι τώρα όλο και περισσότεροι σημερινοί αγοραστές αναζητούν κάτι διαφορετικό. Η έρευνα της ThredUp για τους καταναλωτές μετά την πανδημία διαπίστωσε ότι οι αγοραστές ενδιαφέρονται περισσότερο για τη βιωσιμότητα και την ποιότητα από ότι στο παρελθόν. Το 51% δήλωσε ότι αισθάνεται περισσότερο αντίθετο με τα οικολογικά απόβλητα τώρα από ό,τι πριν από την πανδημία. Εξαιτίας αυτού, οι καταναλωτές στρέφονται στα μεταχειρισμένα ρούχα.
Οι καταναλωτές της γενιάς Z ηγούνται στην στροφή προς τη μεταπώληση. Ενώ εξακολουθούν να προτιμούν μάρκες μόδας όπως τη Zara και την εξαιρετικά οικονομική εταιρεία λιανικής πώλησης Shein, διαθέτουν επίσης ποσοστό 8% των αγορών τους στην αγορά μεταχειρισμένων ειδών. Στην πιο πρόσφατη έρευνα διαπιστώθηκε ότι το 51% των νέων έχουν αγοράσει μεταχειρισμένα ρούχα, ενώ το 62% έχουν πουλήσει κιόλας.
Η Γενιά Ζ είναι μια δημογραφική ομάδα με μεγάλη σημασία για τις επιχειρήσεις λιανικής πώλησης, καθώς εκτιμάται ότι έχει αγοραστική δύναμη στα 323 δισεκατομμύρια δολάρια. Μελέτη του Gist διαπίστωσε ότι οι αγοραστικές συνήθειες αυτών των αγοραστών μεταβλήθηκαν δραματικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η γενιά Z επενδύει τα χρήματά της περισσότερο από άλλες γενιές σε πιο βιώσιμους προορισμούς αγορών. Περίπου το 15% των καταναλωτών της Gen Z χρησιμοποιούν ιστοσελίδες μεταχειρισμένων ειδών, όπως το eBay ή το ThredUp. Βασικό παράγοντα για αυτήν την προτίμηση αποτελεί το γεγονός ότι οι νέοι καταναλωτές είναι αποφασισμένοι να κάνουν πιο συνειδητές επιλογές όσον αφορά τις αγορές τους, με κριτήριο το sustainability.
Τα μοντέλα μεταπώλησης
Η αγορά second hand προιόντων στην αγορά της μόδας μεγαλώνει κάθε χρόνο. Η είσοδος των brands στην αγορά μεταπώλησης αυξάνει την απήχησή τους στους νεαρούς αγοραστές που εκτιμούν τη βιωσιμότητα, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να ξοδέψουν τα χρήματά τους σε μάρκες που μοιράζονται αντίστοιχες αξίες. Για τις εταιρείες ένδυσης, αυτό σηματοδοτεί έναν νέο τρόπο εσόδων. Όταν μια μάρκα θέλει να μπει σε αυτή την αγορά έχει δύο επιλογές. Είτε να δημιουργήσει μια δική της πλατφόρμα πώλησης αυτών των προϊόντων είτε να αγοράσει ως υπηρεσία από έναν τρίτο προμηθευτή αυτήν τη πλατφόρμα. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Vedantam, οι μάρκες που ασχολούνται με τη μεταπώληση επιλέγουν συνήθως και μεταξύ δύο μοντέλων μεταπώλησης. Αυτά είναι ανταλλαγή ή η αγορά peer-to-peer.
Διαβάστε επίσης: Η αγορά second hand ως υπηρεσία
Το μοντέλο της ανταλλαγής, το οποίο χρησιμοποιείται από τις REI, Madewell, Patagonia και Eileen Fisher, επιτρέπει στους πελάτες να στέλνουν πίσω τα ανεπιθύμητα είδη τους και να λαμβάνουν εκπτώσεις ή δωροκάρτες σε αντάλλαγμα. Τα αντικείμενα που επιστρέφονται επισκευάζονται και μεταπωλούνται από την εταιρεία ή ανακυκλώνονται. Το μοντέλο peer-to-peer, το οποίο χρησιμοποιούν οι ASOS και Cos, που ανήκει στην H&M, επιτρέπει στους καταναλωτές να αναλάβουν την αγορά και την πώληση σε μια διαδικτυακή αγορά, ενώ ο λιανοπωλητής λαμβάνει προμήθεια από την πώληση.
Διαβάστε επίσης: Patagonia και REI και οι second-hand πωλήσεις
Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και στις δύο επιλογές. Το μοντέλο ανταλλαγής επιτρέπει στους λιανοπωλητές να έχουν μεγαλύτερο έλεγχο των προϊόντων τους και ενδεχομένως να χρεώνουν υψηλότερες τιμές. Ωστόσο, απαιτεί επίσης από τον λιανοπωλητή να δημιουργήσει ένα ολόκληρο δίκτυο υποδομών που να περιλαμβάνουν μια αποθήκη, το προσωπικό για τη διεκπεραίωση των επιστροφών και τις επισκευές και άλλα.
Αντίστοιχα, το μοντέλο peer-to-peer παρουσιάζει άλλες προκλήσεις. Ενώ οι λιανοπωλητές μπορούν να μεταθέσουν το βάρος της καταχώρισης, της επισκευής και της αποστολής των προϊόντων στον καταναλωτή, δεν έχουν κανέναν έλεγχο της ποιότητας των αντικειμένων. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο οι μάρκες πωλούν μεταχειρισμένα ρούχα, οποιοδήποτε μοντέλο μπορεί να είναι κερδοφόρο.
Ο ρόλος της μεταπώλησης στην προστασία του περιβάλλοντος
Η βιομηχανία ένδυσης είναι ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες ρύπανσης στον κόσμο σε όλα τα στάδια της παραγωγής μέχρι και την απόσυρση των ρούχων. Όταν τα ανεπιθύμητα ρούχα επιστρέφονται ή πετιούνται, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταλήξουν σε χωματερές. Μόνο από επιστροφές ρούχων λιανικής, 6 δισεκατομμύρια κιλά καταλήγουν σε χωματερές κάθε χρόνο. Για τα προϊόντα ένδυσης δεν υπάρχει καμία ρύθμιση για την ασφαλή απόρριψή τους, σε αντίθεση με τα ηλεκτρονικά και άλλα αντικείμενα.
Έτσι, όταν τα παλιά ρούχα μεταπωλούνται, μένουν μακριά από τις χωματερές, τουλάχιστον για μεγαλύτερο διάστημα. Ουσιαστικά, αγοράζοντας μεταχειρισμένα προϊόντα, αποφεύγεται η περιβαλλοντικά δαπανηρή διαδικασία παραγωγής ρούχων, ενώ κέρδος έχει και ο αγοραστής, καθώς αγοράζει προϊόντα πιθανότατα σε χαμηλότερη τιμή.
Αυτό σημαίνει ότι η άνοδος των second–hand ρούχων, υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει σωστά, μπορεί να αποδειχθεί κέρδος για τους καταναλωτές, τις μάρκες, αλλά και το περιβάλλον.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.