Ορισμένες μάρκες βρίσκονται και πάλι στην επικαιρότητα για θέματα υπευθυνότητας. Παρά όλα τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι οι καταναλωτές της γενιάς Z πιστεύουν σε μεγάλο βαθμό ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να κάνουν πράξη αυτό που κηρύττουν, ορισμένες εταιρίες εξακολουθούν να μην το κάνουν αυτό, με αποτέλεσμα όλοι να μιλούν για αυτές- αλλά για τους λάθος λόγους.
Πρόσφατα, η εταιρία μόδας Coach κλήθηκε να αποδεχθεί ότι κατέστρεψε περισσευούμενα εμπορεύματα, ωστόσο αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που μια μάρκα πολυτελείας εντοπίζεται να καταστρέφει τα ίδια της τα εμπορεύματα. Το 2018, η Burberry έγινε αντικείμενο μεγάλων αντιδράσεων για την πρακτική της να καταστρέφει τα απούλητα αποθέματα στο τέλος της σεζόν καίγοντας τα.
Σε μια βιομηχανία που μόλις πρόσφατα άρχισε να λαμβάνει υπ όψιν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στις επιχειρηματικές της αποφάσεις, η πρακτική της καταστροφής πλεοναζόντων προϊόντων αποτελεί εδώ και καιρό συνήθη πρακτική. Μάρκες από την Louis Vuitton έως τη Nike, έχει φανεί στο παρελθόν να τη χρησιμοποιούν.
Για τις μάρκες πολυτελείας, η καταστροφή των μη πωληθέντων προϊόντων εξασφαλίζει τη διατήρηση της αξίας της μάρκας μέσω της αποκλειστικότητας και είναι επίσης φθηνότερο να καταστρέφεται το πλεονάζον προϊόν αντί να δαπανηθούν πόροι για την εξεύρεση τρόπων επαναχρησιμοποίησης ή ανακύκλωσής του. Επιπλέον, η πρακτική αυτή παρέχει το πλεονέκτημα των φορολογικών πιστώσεων. Ως αποτέλεσμα, εταιρίες καταστρέφουν πλήρως τα προϊόντα τους και καταγράφουν τη διαδικασία ως απόδειξη της καταστροφής. Οι δύο κυριότερες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται έτσι είναι η καύση και ο τεμαχισμός σε αντίθεση με την υγειονομική ταφή ή οποιαδήποτε άλλη μέθοδο διαχείρισης αποβλήτων.
Όλες οι μάρκες έχουν να αντιμετωπίσουν περίσσευμα προϊόντων, είτε πρόκειται για αποθέματα που δεν έχουν πωληθεί, είτε για κατεστραμμένα προϊόντα είτε για επιστροφές πελατών και ο κλάδος δεν έχει ακόμη δημιουργήσει αρκετές λύσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Το πρόβλημα έχει επιδεινωθεί από την αύξηση των επιστροφών προϊόντων που συνδέεται με την άνοδο των διαδικτυακών πωλήσεων, καθώς τα επιστρεφόμενα προϊόντα μπορεί να είναι δύσκολο να μεταπωληθούν, επειδή πολλές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή ή τεχνολογική ικανότητα.
Το κοινό εξοργίστηκε όταν έμαθε ότι αυτή η πρακτική ήταν διαδεδομένη στον κόσμο της πολυτέλειας, γεγονός που οδήγησε σε έντονη κατακραυγή σχετικά με τα απόβλητα, την υπερπαραγωγή προϊόντων και την υπερκατανάλωση. Η γαλλική κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να ψηφίσει νόμο που απαγορεύει την καύση ή την καταστροφή των πλεοναζόντων αποθεμάτων.
Το χειρότερο μέρος αυτού του φιάσκου δημοσίων σχέσεων είναι τα αντικρουόμενα μηνύματα που δημιουργούν ορισμένες εταιρίες, προβάλλοντας τη βιωσιμότητα αλλά πράττοντας εντελώς αντιφατικά καταστρέφοντας τα πλεονάζοντα αποθέματα. Για παράδειγμα, ο ιστότοπος της Coach από τη μία πλευρά ενθαρρύνει τους πελάτες να επισκευάζουν και να αναπαλαιώνουν τα προϊόντα Coach, αλλά από την άλλη, ανέχεται τους συνεργάτες των καταστημάτων να καθιστούν σκόπιμα ορισμένες επιστροφές εντός του καταστήματος μη πωλήσιμες.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, μετά από αυτές τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Coach δήλωσε ότι έπαψε να καταστρέφει τις επιστροφές εντός του καταστήματος και θα επιδιώξει την ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση των πλεοναζόντων ή κατεστραμμένων προϊόντων. Ωστόσο, οι μάρκες πρέπει να παραμείνουν σε επαγρύπνηση προκειμένου να προστατεύσουν τις εικόνες τους. Είναι ζωτικής σημασίας σήμερα οι εταιρείες να τηρούν τις υποσχέσεις που δίνουν στους καταναλωτές.
Αν εταιρίες, όπως η Coach, έδιναν περισσότερη σημασία στο τι θέλουν οι πελάτες και στο γεγονός ότι οι καταναλωτές πλέον νοιάζονται πολύ για τα απόβλητα και τη βιωσιμότητα, θα ήταν σε θέση να προστατεύσουν την εικόνα τους. Οι μάρκες με αυτό τον τρόπο, έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν θετικά μηνύματα γύρω από την ανακύκλωση ή την επισκευή των φθαρμένων αντικειμένων της.
Καθώς η γενιά Z δυναμώνει και, μάλιστα, προβλέπεται ότι θα καταλάβει την οικονομία μέχρι το 2030, η σύζευξη των εμπορικών στόχων με τη διαφανή ηθική θα γίνεται όλο και πιο σημαντική για όλες τις μάρκες. Οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές πρέπει να αρχίσουν να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους ώστε να αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη πολιτική, κοινωνική και οικονομική επιρροή της Gen Z.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη φάνηκε η αυξανόμενη υιοθέτηση για βιώσιμες αγορές, με τη γενιά Z να επηρεάζει τις άλλες γενιές προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας. Η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αγοραστών της γενιάς Z δηλώνει ότι η βιωσιμότητα είναι πιο σημαντική από την επωνυμία της μάρκας όταν λαμβάνει αποφάσεις αγοράς.
Για να σταματήσουν οι μάρκες να εκτίθενται επειδή δεν εφαρμόζουν αυτά για τα οποία δεσμεύονται, πρέπει να είναι σε μεγαλύτερη επαγρύπνηση και να ενεργούν σύμφωνα με τις αξίες των καταναλωτών. Η ακρόαση της φωνής του πελάτη είναι ο καλύτερος και πιο οικονομικά βιώσιμος τρόπος για τη διατήρηση των εμπορικών σημάτων, ενώ παράλληλα θα προχωρήσουμε σε ένα μέλλον με μεγαλύτερη διαφάνεια και υπευθυνότητα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.