Μπορεί η είδηση ότι η Johnson & Johnson σπάει σε δύο κομμάτια να έκανε αίσθηση τις τελευταίες μέρες – ίσως και επειδή είναι μία από τις εταιρείες των οποίων το όνομα ακούγεται πολύ, ως μίας από τις δημιουργούς εμβολίου για τον Covid-19 –, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι πρόκειται απλώς για την τελευταία σε μια σειρά μεγάλων οργανισμών που αποφάσισαν να «σπάσουν», γεγονός που καθιστά πλέον ξεκάθαρα αυτήν την επιχειρηματική κίνηση ένα σημαντικό trend.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της Johnson & Johnson έγινε ακριβώς μία μέρα μετά από εκείνην της General Electric ότι θα διαιρεθεί σε τρεις διαφορετικές εταιρείες μέσα στα επόμενα χρόνια. Η Toshiba προχώρησε σε ανάλογη ανακοίνωση επίσης αυτήν την εβδομάδα, η Dell και η IBM διαχώρισαν επίσης τους οργανισμούς τους, ενώ προς ανάλογη κατεύθυνση κινούνται και άλλες φαρμακευτικές, όπως η Pfizer, η Merck και η GlaxoSmithKline.
Αυτές οι αποφάσεις αποδεικνύουν ότι τελικά οι μεγάλες κοινοπραξίες υστερούν σε ευελιξία και απόδοση, ενώ και το ίδιο το χρηματιστήριο δεν τις ευνοεί, όπως παρατηρεί το CNN Business, καθώς δεν είναι εφικτό να αξιολογηθούν όπως πρέπει. Έτσι, αυτή η «διαίρεση» στόχο έχει να βοηθήσει τις εταιρείες να διαχωρίσουν τις λιγότερο από τις περισσότερο επικερδείς επιχειρήσεις τους, αυτές που επικεντρώνονται στην ανάπτυξη από εκείνες που επικεντρώνονται στο κέρδος, ώστε η καθεμία να λάβει την ανάλογη και εξειδικευμένη προσοχή.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η Johnson & Johnson θα διαχωρίσει το φαρμακευτικό, φαρμακοτεχνολογικό κομμάτι της από τα καταναλωτικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, επομένως θα απελευθερώσει τις επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από εκείνες που αναπτύσσονται με πιο αργούς ρυθμούς. Παρόλ’ αυτά, ακόμα και μετά από αυτήν τη διαίρεση, το φαρμακευτικό κομμάτι τής Johnson & Johnson θα παραμείνει η μεγαλύτερη εταιρεία υγειονομικών προϊόντων στον κόσμο, μια εταιρεία που η αξία της αυτήν τη στιγμή αποτιμάται στα 432,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Όπως όμως δηλώνει ο CEO της εταιρείας, Joe Wolk, η αξία του καταναλωτικού τμηματός της, που αποσπάται, δεν αντικατοπτριζόταν στη μετοχική αξία του οργανισμού, ενώ τώρα, μετά τη διάσπαση, είναι σαν, ουσιατικά, να ξεκλειδώνουν ουσιαστική αξία για τους μετόχους.
Εκτός από το ότι αποκτούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία και κατ’ απέκταση δυνατότητες ανάπτυξης οι επιμέρους τομείς κάθε μεγάλου οργανισμού, τους δίνεται επίσης η δυνατότητα να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στις κινήσεις και τις συνεργασίες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η IBM, ιο τεχνολογικός γίγαντας που δημιούργησε μία καινούρια εταιρεία με το όνομα Kyndryl, για τις υπηρεσίες ΙΤ που προσφέρει. Τώρα, η Kyndryl έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε στρατηγικές και επικερδείς σνεργασίες ακόμα και με εταιρείες που θα θεωρούνταν ανταγωνιστικές – όπως και έπραξε με τη νέα συμφωνία της με την Microsoft, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Επιπλέον, αυτές οι μελετημένες διαιρέσεις ανταποκρίνονται καλύτερα και στις απαιτήσεις των επενδυτών, που μπορεί να διαφωνούν με κάποια από τα πεδία στα οποία δραστηριοποιείται ένας οργανισμός, θεωρώντας ότι επιβαρύνουν το πορτφόλιό τους.Φαίνεται ότι μετά από μια εποχή με εταιρείες – μεγαθήρια, και με τη συνειδητοποίηση ότι πιο στοχευμένες πολιτικές μπορεί να αποδίδουν καλύτερα, οι μεγάλοι οργανισμοί μπαίνουν σε μια εποχή ευελιξίας που φιλοδοξούν ότι θα τους αποφέρει πολλά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.