Βάσει των δεδομένων, μπορεί να φαίνεται αντιφατικό για τα εμπορικά brands να αγοράζουν καταστήματα σε μια εποχή μειωμένου αποτυπώματος φυσικών καταστημάτων και αυξανόμενων συναλλαγών ηλεκτρονικού εμπορίου. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες αυτή είναι μια λύση βιώσιμη, αλλά και συμφέρουσα. Οι μεγάλοι λιανοπωλητές γίνονται ιδιοκτήτες ακινήτων και επιδιώκουν να εξοικονομήσουν μακροπρόθεσμο κόστος.
Πρόκειται για μια στρατηγική που ιστορικά λειτούργησε με πολλά πολυκαταστήματα, αλλά πολλά από αυτά προσπαθούν τώρα να μειώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες είναι η Walmart, η οποία κατέχει και μισθώνει πάνω από 10 χιλιάδες ακίνητα παγκοσμίως. Στο τέλος του περασμένου έτους, η εταιρεία κατείχε 4.701 από τα 5.542 ακίνητά της στις ΗΠΑ, τα οποία περιλάμβαναν καταστήματα Walmart και Sam’s Club, καθώς και εγκαταστάσεις διανομής. Επιπλέον, η εταιρεία κατείχε 6.688 από τις 11.909 διεθνείς εγκαταστάσεις λιανικού εμπορίου και διανομής της.
Πρόκειται για έναν λιανοπωλητή με υλικοτεχνικό πλεονέκτημα τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς χρησιμοποιεί το μαζικό του αποτύπωμα λιανικής πώλησης για την εξυπηρέτηση των παραδόσεων. Ταυτόχρονα, κατέχει ένα τμήμα που ονομάζεται Walmart Realty και περιλαμβάνει εκατοντάδες ακίνητα διαθέσιμα προς αγορά ή μίσθωση, λειτουργώντας ως μια σαφής πρόσθετη ροή εσόδων για το εμπορικό σήμα.
Πολλές τοποθεσίες της Walmart είναι τόσο μεγάλες που διαθέτουν χώρο για να στεγάσουν άλλους ενοικιαστές, οι οποίοι πληρώνουν για να νοικιάσουν χώρο στα καταστήματά της. Η εταιρεία μισθώνει χώρο σε περισσότερες από 10.000 επιχειρήσεις, όπως franchise εστιατορίων όπως τα McDonald’s, κτηνιατρικές κλινικές, υποκαταστήματα τραπεζών και άλλα. Παρόλο που η εταιρεία δεν αναλύει πόσα έσοδα από ενοίκια κερδίζει, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα μικρό μέρος των συνολικών πωλήσεών της, η μίσθωση των ακινήτων της είναι ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο ο γίγαντας του λιανεμπορίου παράγει κέρδος για τους επενδυτές του.
Η απόκτηση ακινήτων ως επένδυση για τις καθιερωμένες μάρκες
Πολλές εταιρείες λιανικής πώλησης έχουν πουλήσει την ακίνητη περιουσία τους ή δεν είχαν ποτέ ακίνητη περιουσία, επειδή δεσμεύει κεφάλαια που επιβραδύνουν την ικανότητά τους να αναπτυχθούν. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος, η οποία είναι ότι η ακίνητη περιουσία μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για μια εταιρεία λιανικής πώλησης, επειδή μπορεί να προσφέρει μια συμπληρωματική ροή εισοδήματος καθώς και διάφορες άλλες επιλογές.
Παρά, λοιπόν, τη μεταβαλλόμενη ζήτηση για φυσικές τοποθεσίες λιανικής πώλησης, εξακολουθεί να υπάρχει ένα πλεονέκτημα στην ιδιοκτησία ακινήτων για τις πιο καθιερωμένες μάρκες. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και εάν διαθέτουν τα κεφάλαια, τότε η επένδυση σε ακίνητα έχει νόημα, καθώς έτσι θα εξοικονομήσουν ενοίκια, θα αποκτήσουν νέες ροές εσόδων από τις μισθώσεις και ενδεχομένως θα αποκομίσουν κέρδη από το ακίνητο με την πάροδο του χρόνου.
Αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος για τον οποίο η ΙΚΕΑ έχει αρχίσει να πραγματοποιεί κάποιες μεγάλες αγορές ακινήτων. Πρόσφατα αγόρασε την τοποθεσία Topshop στο Λονδίνο στη διασταύρωση της Oxford Street και της Regent Street. Η ΙΚΕΑ έχει προβεί στην απόκτηση κι άλλων ακινήτων στο κέντρο της πόλης, συμπεριλαμβανομένου του King’s Mall στο Λονδίνο και άλλα. Αυτές οι σημαντικές επενδύσεις έχουν νόημα για μια μάρκα που απαιτεί μεγάλες εκτάσεις και επιδιώκει να εξασφαλίσει τοποθεσίες στο κέντρο της πόλης.
Η κίνηση της ΙΚΕΑ αντανακλά τη συνεχιζόμενη αλλαγή κατεύθυνσης της, η οποία έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα χαρτοφυλάκιο καταστημάτων αστικής μορφής σε όλη την Ευρώπη. Αυτό εξυπηρετεί την φιλοδοξία της εταιρίας να γίνει πιο προσιτή και θέλει να συνδυάσει τα μεγάλα καταστήματα με μικρότερα που θα βρίσκονται πιο κοντά στο σημείο όπου οι άνθρωποι ζουν ή εργάζονται ή μετακινούνται. Αντίστοιχο παράδειγμα έχουμε στην Ελλάδα με το άνοιγμα καταστήματος IKEA στο Mall στην Αθήνα και άλλες τοποθεσίες.
Μια ευνοϊκή αγορά ακινήτων αποτελεί ευκαιρία για την εξασφάλιση θέσεων για flagship καταστήματα. Νωρίτερα φέτος, και η Uniqlo αγόρασε το flagship κατάστημα της στη Νέα Υόρκη. Μέχρι τώρα νοίκιαζε τον τριώροφο χώρο λιανικής πώλησης 17.000 τετραγωνικών μέτρων από το 2006 και αγόρασε το κτίριο από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του. Η παραπάνω περιοχή περιλαμβάνει τόσο κατοικίες όσο και γραφεία και θα αποφέρει πρόσθετα έσοδα για τη μάρκα. Η ευκαιρία μπορεί να οφειλόταν σε μια ευνοϊκή αγορά ακινήτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά το πιθανότερο ήταν οτι έγινε για να εξασφαλιστεί μια ζωτικής σημασίας τοποθεσία. Η εταιρία αυτή δεν είναι η μόνη με αυτή τη στρατηγική. Το 2020, η Chanel αγόρασε το flagship κατάστημα της στο Λονδίνο στην Bond Street.
Η αγορά καταστημάτων λιανικής πώλησης συνήθως συνεπάγεται την αγορά ενός πολύ μεγαλύτερου κτιρίου ή εμπορικού κέντρου. Η επένδυση κεφαλαίου είναι απίστευτα υψηλή, οπότε δεν είναι κάτι που θα συμβεί για τις νεοσύστατες μάρκες. Αλλά υπάρχει σαφές πλεονέκτημα στην απόκτηση ακινήτων λιανικής όταν υπάρχει το κεφάλαιο και το ακίνητο αποτελεί προστιθέμενη αξία για τη μάρκα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.