22 Νοέ 2024
READING

Έρευνα | Η βιομηχανία τροφίμων είναι απροετοίμαστη για τις μελλοντικές ελλείψεις νερού 

4 MIN READ

Έρευνα | Η βιομηχανία τροφίμων είναι απροετοίμαστη για τις μελλοντικές ελλείψεις νερού 

Έρευνα | Η βιομηχανία τροφίμων είναι απροετοίμαστη για τις μελλοντικές ελλείψεις νερού 

Σύμφωνα με την νέα έκθεση Feeding Ourselves Thirsty της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Ceres, η βιομηχανία τροφίμων είναι σε μεγάλο βαθμό απροετοίμαστη για μελλοντικές ελλείψεις νερού.

Η λειψυδρία είναι η έλλειψη επαρκούς διαθέσιμου πόσιμου και μη μολυσμένου νερού και έχει τεράστιο αντίκτυπο στην παραγωγή τροφίμων, καθώς χωρίς νερό δεν θα υπάρχει η δυνατότητα να ποτιστούν οι καλλιέργειες και να συντηρηθούν τα ζώα και, ως εκ τούτου, θα υπάρξει σημαντική δυσκολία στην παροχή τροφίμων για τον ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Διαχείρισης Υδάτων , η βιομηχανία τροφίμων, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 70% της παγκόσμιας χρήσης νερού, ανταγωνίζεται συνεχώς με τις οικιακές, βιομηχανικές και περιβαλλοντικές χρήσεις για τα λιγοστά αποθέματα νερού. 

Η λειψυδρία μπορεί να προκληθεί από την κλιματική αλλαγή, όπως η μεταβολή των καιρικών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των ξηρασιών ή των πλημμυρών, η αυξημένη ρύπανση και η αυξημένη ανθρώπινη ζήτηση και υπερκατανάλωση νερού. Στην προσπάθεια να διορθωθεί αυτό, η βιομηχανία τροφίμων βρίσκεται στην πρώτη γραμμή για την αντιμετώπιση του συνεχώς αυξανόμενου προβλήματος και είναι σημαντικό οι εταιρίες να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν πιο αποτελεσματικές μεθόδους διαχείρισης του νερού.

Τα ευρήματα της έρευνας

Στην έκθεση βαθμολογήθηκαν οι στρατηγικές 38 εταιρειών τροφίμων και ποτών  για τη λειψυδρία όσον αφορά τη διακυβέρνηση και την εταιρική εποπτεία, την αξιολόγηση των κινδύνων, τους στόχους μείωσης και την οικονομική στήριξη των καλλιεργητών. Ο μέσος όρος της βαθμολογίας ήταν 45 στα 100, γεγονός που δείχνει σημαντική έλλειψη ετοιμότητας εκ μέρους της βιομηχανίας αναφορικά με την προστασία των πόρων νερού.

Ωστόσο, υπήρξαν μερικές εταιρείες που σημείωσαν σχετικά υψηλή βαθμολογία στην κατάταξη. Η Coca-Cola έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία 90, ακολουθούμενη από την Unilever με 83. Η υψηλή βαθμολογία της Coca-Cola οφείλεται στους στόχους της εταιρείας για τη μείωση των υδάτων και η ανάλυση αξιολόγησης κινδύνων. Έχουν γίνει αναλύσεις για τον τρόπο με τον οποίο ο κολοσσός ποτών προσεγγίζει τη μείωση του νερού, σημειώνοντας ότι ήταν η πρώτη μεγάλη εταιρεία ποτών που αναπλήρωσε περισσότερο νερό από αυτό που χρησιμοποιεί το 2020. Η εταιρεία προσπαθεί να μειώσει την κατανάλωσή της μέσω της αναγεννητικής χρήσης νερού, μαζί με την προσπάθεια να επενδύσει στη βελτίωση των λεκανών απορροής από τις οποίες αντλεί νερό.

Ορισμένες από τις εταιρείες με τη χαμηλότερη βαθμολογία ήταν πάροχοι κρέατος, οι οποίοι έλαβαν βαθμολογία κάτω από 12. Μάλιστα, καμία από τις εταιρείες επεξεργασίας κρέατος που αναλύθηκαν στην έκθεση δεν έχει επί του παρόντος εισάγει στα πλάνα της κάποιο στόχο για τη μείωση του νερού στις αλυσίδες εφοδιασμού της γεωργίας της. Η έρευνα υπογράμμισε ότι είναι ζωτικής σημασίας για τους εν λόγω φορείς να το πράξουν λόγω των μοναδικών κινδύνων που ενέχουν για την παροχή νερού.

Βέβαια, ορισμένοι τύποι εταιρειών αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη ανάγκη να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους σχετικά με την κατανάλωση νερού και η μελέτη επεσήμανε τις αλυσίδες εφοδιασμού γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ως βασικό τομέα που χρήζει βελτίωσης, καθώς καταλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες νερό για τη συντήρηση των καλλιεργειών και των ζώων. Επιπλέον, η γεωργία αποστραγγίζει τους υδροφόρους ορίζοντες σε πολλές περιοχές του κόσμου και η παραγωγή κρέατος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρυπαντές των λεκανών απορροής παγκοσμίως, λόγω της ρίψης λιπασμάτων και άλλων χημικών ουσιών και της κακής διαχείρισης της κοπριάς. Είναι σημαντικό να σημειωθεί επιπλέον, ότι η κατανάλωση κρέατος και ζωικών προϊόντων αντιπροσωπεύει το 27% του συνολικού υδατικού αποτυπώματος στον κόσμο, σύμφωνα με τη μη κερδοσκοπική οργάνωση FoodPrint για τη βιωσιμότητα, με τη μεγαλύτερη χρήση να γίνεται για την παραγωγή ζωοτροφών.

Τομείς βελτίωσης 

Πάντως, ένας σημαντικός τομέας βελτίωσης, όπως φάνηκε από την έρευνα, αφορά τις δεσμεύσεις των εταιρειών να προμηθεύονται τα γεωργικά τους προϊόντα με βιώσιμο τρόπο. Σχεδόν 7 στις 10 έχουν πλέον δεσμευτεί, από 41% το 2015. Ωστόσο, περιγράφεται λεπτομερώς πώς το 1/3 των εταιρειών εξακολουθεί να μην έχει καμία δέσμευση. Ένας άλλος τομέας βελτίωσης είναι η σύνδεση των αποζημιώσεων των στελεχών με τους στόχους για το νερό και τη βιωσιμότητα: Το 53% των εταιρειών της βιομηχανίας τροφίμων κάνει αυτή τη σύνδεση, μια αύξηση 20% από το 2019. Ωστόσο, από τις γεωργικές εταιρείες που εξέτασε η Ceres, ελάχιστες είχαν συνδέσει τη στρατηγική τους για το νερό με τα κίνητρα αμοιβής. Τα σχέδια προστασίας των λεκανών απορροής, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν ένας άλλος τομέας βελτίωσης, με το 42% των εταιρειών να διαθέτουν ένα τέτοιο σχέδιο, σε σύγκριση με κανένα το 2015.

Εν κατακλείδι, ενώ το 71% των εταιρειών εξετάζει τους κινδύνους για το νερό στον επιχειρηματικό σχεδιασμό και τις επενδυτικές αποφάσεις τους, ένα σημαντικό ποσοστό δεν δίνει προτεραιότητα στο θέμα, σύμφωνα με την έρευνα. Αυτό είναι κρίσιμο, καθώς η ζήτηση νερού αναμένεται να αυξηθεί κατά 20% έως 30% έως το 2050, σύμφωνα με μια πρόβλεψη των Ηνωμένων Εθνών. 

Έτσι, ο οργανισμός Ceres κάλεσε τους επενδυτές των εταιρειών τροφίμων να συνεργαστούν άμεσα με την εταιρική ηγεσία και να διασφαλίσουν ότι οι κίνδυνοι έλλειψης νερού αντιμετωπίζονται κατάλληλα, προσφέροντας ευρήματα που μπορούν να υποστηρίξουν τις προσπάθειες διαχείρισης για την αλλαγή των εταιρικών πρακτικών και πολιτικών.

 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.