Το lockdown ήταν μια εποχή άνθησης για τις εφαρμογές γνωριμιών. Και τώρα που ο κόσμος επιτέλους επιστρέφει και πάλι στην κανονικότητα, οι ελεύθεροι άνθρωποι σπεύδουν ακόμα περισσότερο – το Hinge ανέφερε ότι οι λήψεις του αυξήθηκαν κατά 63% από το 2019 και τα έσοδα τριπλασιάστηκαν το 2020, ενώ μόνο τον Μάιο του 2021 περισσότεροι από 6,5 εκατομμύρια άνθρωποι κατέβασαν το Tinder.
Όμως, το να βρίσκεται κανείς σε μια εφαρμογή γνωριμιών φαίνεται να αποτελεί ένα μάταιο κύκλο swiping, matching, αρχικού ενδιαφέροντος και σχεδόν αναπόφευκτης απογοήτευσης.
Το Tinder και το Grindr κατατάσσονται στην πρώτη δεκάδα των εφαρμογών που είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν θλίψη στους χρήστες ενώ ούτε μία εφαρμογή γνωριμιών δεν μπήκε στην λίστα με τις 15 εφαρμογές που συντελούν περισσότερο στην ευτυχία των χρηστών).
Οι μεγάλες εφαρμογές γνωριμιών έχουν matching αλγόριθμους αλλά οι περισσότερες βασίζονται σε έναν συνδυασμό των προτιμήσεων που δηλώνουν οι χρήστες – αυτά που αναφέρουν ότι ζητούν από τον σύντροφό τους, είτε ρητά στις ρυθμίσεις τους είτε σιωπηρά μέσω του engagement – και κάτι που ονομάζεται collaborative filtering. Αυτό σημαίνει ότι μια εφαρμογή αναζητά μοτίβα σε αυτούς στους οποίους οι χρήστες έχουν πει ναι ή όχι, και στη συνέχεια προσπαθεί να υπολογίσει πόσο μοιάζουν με άλλους χρήστες για να κάνει προβλέψεις σχετικά με το ποιος τελικά θα συμπαθήσει ποιον.
Όμως, όταν πρόκειται για ραντεβού, αυτοί οι αλγόριθμοι κάνουν τρομερά κακή δουλειά. Μια μελέτη του 2016 σχετικά με τα ποσοστά ταιριάσματος σε όλους τους σεξουαλικούς προσανατολισμούς στο Tinder που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου αποκάλυψε εντυπωσιακά χαμηλά ποσοστά αμοιβαίου ενδιαφέροντος: το ποσοστό ταιριάσματος ήταν 10,5% για τις γυναίκες και μόλις 0,6% για τους άνδρες.
Οι μηχανές μπορούν να δουλέψουν μόνο με αυτά που τους δίνουμε. Κάποια πράγματα είναι εξαιρετικά προβλέψιμα, κάποια άλλα όχι – και απλώς δεν έχουμε βρει τον τρόπο για μπορέσουμε να προβλέψουμε την έλξη μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό συμβαίνει, κυρίως, επειδή η στάθμιση των προτιμήσεων που κάνουμε ενώ προσπαθούμε να καταλάβουμε αν μας αρέσει κάποιος δεν είναι μια απλή και ξεκάθαρη διαδικασία. Οι άνθρωποι μπορεί να ντρέπονται για κάτι που τους ελκύει ή ακόμη και να αγνοούν εντελώς μια προτίμηση που μπορεί να έχουν, ακόμη και αν αυτή διαμορφώνει τη συμπεριφορά τους.
Κάποιος που συμμετέχει σε μια εφαρμογή μπορεί να αναφέρει ότι χαρακτηριστικά όπως το ύψος και το επίπεδο εκπαίδευσης δεν είναι διαπραγματεύσιμα για αυτόν. Παρολαυτά, όταν συναντάμε κάποιον στην πραγματική ζωή, αυτά δεν είναι στην πραγματικότητα τα κριτήρια που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε αν υπάρχει έλξη. Η συμβατότητα και η επιθυμία μπορεί να απέχουν μεταξύ τους.
Το γεγονός ότι οι επιλογές που είναι ενσωματωμένες στο collaborative filtering είνα περιορισμένες είναι ιδιαίτερα μη-ρομαντικό. Με αυτόν τον τρόπο, οι προτιμήσεις των χρηστών “κλειδώνονται” από νωρίς, πράγμα που έχει μεν στατιστικό νόημα, αλλά δεν οδηγεί απαραίτητα σε τυχαία αποτελέσματα. Όταν οι εφαρμογές γνωριμιών συμπεριφέρονται έτσι, οι χρήστες απλώς βλέπουν όλο και περισσότερους χρήστες που αντιπροσωπεύουν τον ίδιο τύπο ανθρώπου. Αυτό το είδος της απομάκρυνσης της επιθυμίας είναι το αντίθετο από το πώς τείνει να λειτουργεί η ερωτική έλξη στην πραγματικότητα.
Οι προγραμματιστές, αντί να προσπαθούν να δημιουργήσουν μεγαλύτερες και πιο εξελιγμένες βάσεις δεδομένων με single ανθρώπους, ίσως θα έπρεπε να κάνουν το αντίθετο. Είναι πολύ απογοητευτικό να προσπαθείς να ξεχωρίσεις δεκάδες προφίλ που δεν δίνουν τις πληροφορίες που πραγματικά χρειάζεσαι. Καταλήγεις να πρέπει να τα φιλτράρεις χρησιμοποιώντας κριτήρια που στην πραγματικότητα δεν σε ενδιαφέρουν τόσο πολύ. Ίσως, μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση θα ήταν καλύτερη – μια προσέγγιση που να μιμείται περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αξιολογούν ο ένας τον άλλον στην πραγματική ζωή, με χαρακτηριστικά προφίλ όπως φωνητικά μηνύματα και σύντομα βίντεο, ή ακόμη και έναν εικονικό χώρο στον οποίο θα μπορούσαν να αλληλεπιδρούν τα άβαταρ των χρηστών.
Παρόλο που οι εφαρμογές γνωριμιών είναι καλές στο να συστήνουν τους χρήστες ανθρώπους που ίσως δεν θα είχαν συναντήσει ποτέ υπό άλλες συνθήκες, κανένας αλγόριθμος δεν έχει αποδειχθεί ποτέ ότι είναι καλός στο matching των χρηστών και αν κάποιος το κατάφερνε, θα εξαφάνιζε αμέσως όλους τους άλλους.
Ο έρωτας είναι μια “χαοτική” διαδικασία και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει. Αλλά ακόμη και αν οι ίδιες οι εφαρμογές γνωριμιών δεν έχουν γίνει καλύτερες στην εύρεση του κατάλληλου ζευγαριού τους τελευταίους 18 μήνες, οι χρήστες μπορεί να το έχουν καταφέρει. Οι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να ανταλλάσσουν φωνητικά μηνύματα και να κάνουν βιντεοκλήσεις προτού συναντηθούν, ομαλοποιώντας έτσι μορφές επαφής που μπορούν να καθοδηγήσουν καλύτερα την ερωτική έλξη. Και ίσως οι μήνες που περάσαμε μαθαίνοντας τους εαυτούς μας να μας βοήθησαν να γίνουμε πιο αποφασιστικοί – ή τουλάχιστον να έχουμε επίγνωση – του τι πραγματικά χρειαζόμαστε από τους συντρόφους μας. Στον έρωτα, όπως και σε όλα τα άλλα, η τύχη ευνοεί τους γενναίους.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.