Περισσότεροι από τους μισούς (52%) των ερωτηθέντων καταναλωτών ανέφεραν ότι η υπερβολική έκθεση σε διαφημίσεις ήταν πιθανότερο να επηρεάσει αρνητικά την αντίληψή τους για ένα συγκεκριμένο εμπορικό σήμα, ενώ μόλις το 32% δήλωσε το ίδιο για τα μηνύματα που εμφανίζονται δίπλα σε αμφισβητήσιμο περιεχόμενο, σύμφωνα με τα ευρήματα από μία νέα μελέτη που διεξήχθη από την εταιρεία GWI και την ερευνητική εταιρεία WARC.
Επιπλέον, οι διαφημίσεις των ιστότοπων θεωρήθηκαν ως επί το πλείστον υπερβολικές (32%), αποπροσανατολιστικές (31%) και ενοχλητικές (27%), ενώ ελάχιστες(10%) ήταν οι αναφορές για διαφημίσεις που ξεχωρίζουν ως αξέχαστες, σύμφωνα με την ίδια μελέτη. Σε γενικές γραμμές, αυτή η τάση της απογοήτευσης των καταναλωτών απέναντι στις διαφημίσεις και το περιεχόμενο τους ενισχύθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο της πανδημίας δεδομένου ότι οι άνθρωποι περνούσαν περισσότερο χρόνο στα σπίτια τους και είχαν εκτεθεί περισσότερο σε διαφημιστικό περιεχόμενο.
Η έρευνα της GWI και της WARC τονίζει ότι η υπομονή των καταναλωτών και η στάση τους απέναντι στον βαρύ διαφημιστικό όγκο τείνει πια να εξαντληθεί, με πολλούς ανθρώπους να αισθάνονται ότι βομβαρδίζονται από τα ποικίλα διαφημιστικά μηνύματα. Ακόμη, οι αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες όσον αφορά τα μέσα ενημέρωσης ενδεχομένως επιδεινώνουν την κατάσταση, ενώ οι λύσεις για τους εμπόρους κρίνονται πλέον σχετικά περιορισμένες, καθώς οι λειτουργίες στόχευσης διαφημίσεων μειώνονται τους επόμενους μήνες.
Η έρευνα κάνει επίσης λόγο για το πώς ορισμένες μάρκες μπορεί να διατηρούν τις ίδιες προτεραιότητες. Επί παραδείγματι, η διασφάλιση της εκάστοτε εταιρείας αποτελεί πλέον έναν κρίσιμο παράγοντα για πολλές εταιρείες, καθώς προσπαθούν να αποφύγουν τις οποιουδήποτε είδους διασυνδέσεις με επιβλαβές περιεχόμενο. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται να αφορά ιδιαίτερα τους καταναλωτές, αφού ποικίλες εταιρείες έχουν αντιμετωπίσει κατά καιρούς αυξανόμενη κριτική όταν παραιτούνται από τις διχαστικές ειδήσεις της επικαιρότητας και δεν λαμβάνουν κοινωνική θέση στο όνομα των προτύπων ασφαλείας του ονόματός τους.
Έτσι, 4 στους 10 καταναλωτές που ερωτήθηκαν για τη μελέτη ισχυρίζονται ότι ελέγχουν τώρα το smartphone τους μία φορά κάθε λίγα λεπτά και το 32% των ερωτηθέντων θεωρούν τις διαφημίσεις των κοινωνικών μέσων ως υπερβολικές. Φαίνεται ότι η εμπλοκή με τα κοινωνικά μέσα και τις κινητές συσκευές έχει γενικά αυξηθεί ιδιαίτερα εν μέσω της πανδημίας, καθώς οι άνθρωποι επιθυμούν να παραμένουν συνδεδεμένοι και ενημερωμένοι και ξοδεύουν περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Πρόκειται για μια τάση που δημιουργεί ευκαιρίες για τους εμπόρους αλλά συνεπάγεται επίσης και κάποια μειονεκτήματα.
Ωστόσο, τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης απέδειξαν ότι διαθέτουν σαφή πλεονεκτήματα ως κανάλια marketing, με το 21% των ερωτηθέντων να υποστηρίζει ότι οι διαφημίσεις στο κανάλι αυτό είναι εξατομικευμένες σε σύγκριση με το 14% που δήλωσε το ίδιο για τους ιστοτόπους και μόλις το 9% που δήλωσε το ίδιο για την τηλεόραση. Αντίθετα, οι διαφημίσεις ιστότοπων θεωρούνταν ως επί το πλείστον υπερβολικές (32%), αποπροσανατολιστικές (31%) και ενοχλητικές (27%), με λίγες (10%) να αναφέρεται ότι ξεχώρισαν ως αξέχαστες. Είναι σαφές ότι επίπεδο αποστροφής για την ψηφιακή διαφήμιση μπορεί να οδηγήσει σε ενέργειες που θα μπορούσαν να βλάψουν περαιτέρω την εξατομίκευση στον τομέα marketing.
Πιο αναλυτικά, 3 στους 10 από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι διέγραψαν τα cookies από τη συσκευή τους όταν ρωτήθηκαν ποιες συγκεκριμένες δραστηριότητες κάνουν αφού έρθουν σε επαφή με διαφημιστικό περιεχόμενο. Επιπλέον, το 53% ανέφερε ότι παρέλειψε μια διαφήμιση βίντεο την περασμένη εβδομάδα από την χρονική στιγμή της έρευνας, ενώ το 40% παρακολούθησε ένα βίντεο μέχρι την ολοκλήρωση του. Συνολικά, το 37% των καταναλωτών λαμβάνουν διαφημίσεις που πιστεύουν απλώς ότι είναι άσχετες με τα ενδιαφέροντα τους.
Όσον αφορά το περιεχόμενο που οι καταναλωτές επιθυμούσαν τελικά να δουν, οι μισοί από τους ερωτηθέντες ήθελαν να δουν διαφημίσεις που προσφέρουν πληροφορίες για το εκάστοτε προϊόν, ανοίγοντας τον δρόμο για το λεγόμενο utilitarian marketing . Οι προσφορές και οι εκπτώσεις ήταν επιθυμητές από το 40% των ερωτηθέντων, ποσοστό που συναγωνίστηκε με την ζήτηση για διαφημίσεις ψυχαγωγικού περιεχομένου που αποτελούν το ζητούμενο για το 39% των ερωτηθέντων.
Ακόμη, μόνο το ένα τρίτο επιθυμούσε να δει διαφημίσεις που θα τους δίδασκε κάτι νέο, ενώ η προβολή γύρω από την πανδημία κατέλαβε ακόμη χαμηλότερη θέση, με μόλις το 12% να εκφράζει ενδιαφέρον για διαφημίσεις που σχετίζονται με την ανταπόκριση της εκάστοτε εταιρείας απέναντι στην πανδημία.
Η μελέτη υποδεικνύει σχηματικά ορισμένες από τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι εταιρείες, καθώς η διαδικτυακή στόχευση των καταναλωτών μέσα από τις διαφημίσεις γίνεται όλο και πιο δύσκολη με την κατάργηση των third party cookies και την απόφαση της Apple να καταστήσει το αναγνωριστικό για τους διαφημιζόμενους (IDFA) χαρακτηριστικό opt-in για τους χρήστες των κινητών συσκευών της. Το Facebook προσπαθεί να αλλάξει αυτές τις εξελίξεις αλλά μόνο η μελλοντική έκβαση των πραγμάτων θα δείξει τον αντίκτυπο αυτών των ενεργειών στον διαφημιστικό χώρο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.