Πόσο ραγδαία μετασχηματίζεται ο κόσμος γύρω μας, και πόσο βαθιά επηρεάζει αυτή η μεταμόρφωση την καθημερινότητά μας, την ταυτότητά μας, ακόμα και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Μόλις μερικά χρόνια πριν, το 2019, έννοιες όπως ο «Καπιταλισμός της Επιτήρησης φάνταζαν σχεδόν εξωπραγματικές για το ευρύ κοινό.
Η ιδέα ότι οι σκέψεις μας, οι διαδικτυακές μας επιλογές, τα “likes” που χαρίζουμε πρόχειρα και ασυναίσθητα, ακόμα και τα δεδομένα γεω-εντοπισμού μας, θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπορεύσιμο αγαθό, ήταν για πολλούς είτε υπερβολική είτε απλώς θεωρητική.
Ωστόσο, η πραγματικότητα κινήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και, όπως συχνά συμβαίνει με την τεχνολογική πρόοδο, ξεπέρασε κάθε προσδοκία, θετική ή αρνητική. Η καθημερινή μας δραστηριότητα στον ψηφιακό χώρο έγινε πεδίο παρατήρησης, επεξεργασίας, ταξινόμησης και, εντέλει, αξιοποίησης προς οικονομικό όφελος. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες παρουσιάστηκαν ως δωρεάν μέσα επικοινωνίας, ψυχαγωγίας και σύνδεσης, αποδείχθηκαν εξαιρετικά επικερδείς επιχειρήσεις, όχι επειδή παρείχαν υπηρεσίες, αλλά επειδή εμείς ήμασταν το προϊόν. Η άνεση και η διασυνδεσιμότητα που μας προσφέρθηκαν, έγιναν το τίμημα για την ιδιωτικότητά μας, την οποία πολλοί παραχώρησαν απερίσκεπτα, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Μπαίνοντας στο 2025, βρισκόμαστε ενώπιον ενός κρίσιμου σταυροδρομιού. Η κοινωνία δείχνει σημάδια αφύπνισης. Ο δημόσιος διάλογος γύρω από τα ψηφιακά δικαιώματα, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, την αλγοριθμική διαφάνεια και την τεχνολογική ηθική αρχίζει να αποκτά υπόσταση, έστω και ανομοιογενώς. Αν η προηγούμενη δεκαετία χαρακτηρίστηκε από μια αφελή και παιδική σχέση με την τεχνολογία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα διανύουμε μια περίοδο ψηφιακής ενηλικίωσης, γεμάτη ερωτήματα, προβληματισμούς και την πρώτη αίσθηση ευθύνης.
Καταλύτης σε αυτή την αλλαγή υπήρξε, αναμφίβολα, η πανδημία του κορονοϊού. Η κρίση αυτή ανάγκασε κοινωνίες και επιχειρήσεις να στραφούν μαζικά σε ψηφιακά μέσα. Τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, εικονικά συνέδρια και ψηφιακές υπηρεσίες έγιναν αναγκαστική πραγματικότητα. Τα εργαλεία που προσέφεραν ευκολία και αποδοτικότητα, συντέλεσαν παράλληλα και στην εδραίωση νέων μορφών επιτήρησης. Η παρακολούθηση εργαζομένων μέσω καμερών, η καταγραφή χρόνου, τοποθεσίας, ακόμα και η βιομετρική ταυτοποίηση, εγκαταστάθηκαν σχεδόν αθόρυβα σε πολλές πτυχές της ζωής μας.
Σταδιακά, αυτή η νέα κανονικότητα άρχισε να προκαλεί αντιδράσεις. Οι πολίτες, ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν ελάχιστα σκεφτεί τις επιπτώσεις των τεχνολογικών εξελίξεων, άρχισαν να αφυπνίζονται. Η ευκολία παραχώρησης των δεδομένων αντικαταστάθηκε από αυξανόμενη δυσπιστία. Σκάνδαλα που σχετίζονταν με παραβιάσεις ιδιωτικότητας, μεγάλες επιθέσεις σε βάσεις δεδομένων και η ανακάλυψη ότι τίποτα δεν ξεχνιέται πραγματικά στο διαδίκτυο, διαμόρφωσαν ένα νέο, πιο συνειδητοποιημένο κοινό. Ιδιαίτερα οι γονείς έγιναν πιο προσεκτικοί όσον αφορά την έκθεση των παιδιών τους στον ψηφιακό κόσμο, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο της υπερέκθεσης, αλλά και της διαμόρφωσης της προσωπικότητας μέσα από αλγοριθμικά φίλτρα.
Η αφύπνιση αυτή συνοδεύτηκε και από θεσμικές παρεμβάσεις. Στην Ευρώπη, ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR) αποτέλεσε ορόσημο για τη θεμελίωση ψηφιακών δικαιωμάτων. Αντίστοιχα, ο Νόμος για τα Δικαιώματα Ιδιωτικότητας στην Καλιφόρνια (CPRA) έθεσε νέα πρότυπα προστασίας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πλέον, η πίεση προς τις κυβερνήσεις για διαφάνεια και ουσιαστική ρύθμιση των τεχνολογικών κολοσσών αυξάνεται, αν και η ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των πολιτών και την κρατική αυθαιρεσία παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη. Οι αποκαλύψεις για πιέσεις προς πλατφόρμες προκειμένου να περιοριστεί η ροή πληροφοριών, φανερώνουν ότι ούτε οι κυβερνήσεις είναι άμοιρες ευθυνών.
Στο επίκεντρο όλων αυτών των μετασχηματισμών βρίσκεται πλέον η τεχνητή νοημοσύνη. Από το να αποτελεί πεδίο επιστημονικής φαντασίας, έχει μετατραπεί σε βασικό μοχλό διαμόρφωσης του κόσμου μας. Η ΑΙ λειτουργεί ως επιταχυντής τόσο της δημιουργίας όσο και της επιτήρησης. Από τη μία, ενισχύει τα εργαλεία πρόβλεψης και ανάλυσης συμπεριφοράς που στηρίζουν τον καπιταλισμό της επιτήρησης. Από την άλλη, προσφέρει ελπίδα, καθώς τεχνολογίες βασισμένες σε τεχνητή νοημοσύνη και blockchain υπόσχονται να επιστρέψουν τον έλεγχο των δεδομένων στα χέρια των χρηστών. Η θεωρητική δυνατότητα για ατομική κυριαρχία επί των ψηφιακών μας ιχνών δεν είναι πια ουτοπία, έστω κι αν παραμένει εν μέρει ανεκπλήρωτη.
Το κρίσιμο ερώτημα του σήμερα δεν είναι μόνο τεχνικό, αλλά βαθιά πολιτικό και ηθικό: ποιος θα κατευθύνει το μέλλον της τεχνητής νοημοσύνης; Θα συνεχίσουν να ηγούνται οι πολυεθνικές εταιρείες με κίνητρο το κέρδος; Θα παρέμβουν δυναμικά οι κυβερνήσεις με σκοπό τον έλεγχο και την εθνική ασφάλεια; Ή θα καταφέρει η κοινωνία των πολιτών να διεκδικήσει και να διαμορφώσει ένα δημοκρατικότερο και πιο ανθρώπινο ψηφιακό τοπίο;
Η απάντηση δεν είναι απλή. Ο ανταγωνισμός μεταξύ υπερδυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα έχει ήδη προσδώσει γεωπολιτική χροιά στη μάχη για την τεχνολογική υπεροχή. Η συζήτηση δεν αφορά μόνο το ποιος θα καινοτομήσει πρώτος, αλλά και το ποιο σύστημα αξιών θα επικρατήσει: η ελευθερία, η αυτοδιάθεση και η διαφάνεια ή η παρακολούθηση, ο έλεγχος και η προπαγάνδα.
Η επιστροφή σε μια “πιο απλή” εποχή δεν είναι εφικτή. Η τεχνολογία δεν είναι απλώς εργαλείο. Είναι υποδομή της ζωής, της πολιτικής, της οικονομίας, ακόμα και της ίδιας της ύπαρξής μας. Το διακύβευμα δεν είναι αν θα την αποδεχτούμε ή όχι, αλλά πώς θα τη διαμορφώσουμε ώστε να υπηρετεί τον άνθρωπο, αντί να τον υποδουλώνει.
Η νέα γενιά, μεγαλωμένη στη σκιά της πανδημίας, έχει ένα μοναδικό προνόμιο, αλλά και μια ευθύνη. Αν και στερήθηκε φυσιολογικές εμπειρίες, απέκτησε νωρίς μια οξυμένη ευαισθησία απέναντι στους κινδύνους της ψηφιακής εξάρτησης και της συγκέντρωσης εξουσίας. Μπορεί, και ίσως οφείλει, να γίνει ο θεματοφύλακας μιας τεχνολογικής ανθρωπιστικής επανάστασης.
Η κοινωνική ωρίμανση, όπως και η προσωπική, περνά μέσα από προκλήσεις και κρίσεις. Οι τελευταίες έξι χρονιές αποτέλεσαν για την παγκόσμια κοινότητα μια παρατεταμένη περίοδο μετάβασης. Όπως ο έφηβος μαθαίνει μέσα από τις συγκρούσεις, έτσι και οι κοινωνίες διαμορφώνουν τη συλλογική τους σοφία μέσα από εμπειρίες, συχνά επώδυνες. Από την επανάσταση της αμφισβήτησης, περνάμε στην εξέλιξη της ευθύνης.
Το ζητούμενο δεν είναι πλέον να φωνάζουμε απλώς ενάντια στο σύστημα, αλλά να οικοδομούμε με ωριμότητα, σύνεση και όραμα έναν κόσμο που θα σέβεται και θα υπηρετεί τον άνθρωπο. Έναν κόσμο όπου η τεχνολογία θα είναι μέσο απελευθέρωσης και όχι υποταγής.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.