Η στέγαση στην Ελλάδα εξελίσσεται σε έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους της καθημερινότητας. Οι τιμές των ενοικίων αυξάνονται με ρυθμούς που συχνά ξεπερνούν τις δυνατότητες των πολιτών, ενώ παράλληλα το φαινόμενο των «μαύρων» ενοικίων – δηλαδή, των ποσών που δίνονται χωρίς να δηλώνονται στην εφορία – έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις.
Αν κάποιος προσπαθήσει να αποτυπώσει το πραγματικό κόστος στέγασης στη χώρα, το πρώτο εμπόδιο που θα συναντήσει είναι η τεράστια απόκλιση ανάμεσα σε αυτό που πληρώνουν οι ενοικιαστές και σε αυτό που τελικά δηλώνεται στο Taxis. Η πραγματικότητα είναι πως σε πολλές περιπτώσεις, το μίσθωμα που αναγράφεται στο ηλεκτρονικό συμβόλαιο είναι σημαντικά μικρότερο από το συνολικό ποσό που καταβάλλεται κάθε μήνα. Το υπόλοιπο συμφωνείται “κάτω από το τραπέζι”, πληρώνεται με μετρητά και δεν δηλώνεται ποτέ.
Η αιτία είναι προφανής: φορολογικά συμφέρει και τις δύο πλευρές. Ο ιδιοκτήτης αποφεύγει μέρος της φορολογίας εισοδήματος, ενώ ο ενοικιαστής δεν έχει, πλέον, κάποιο ουσιαστικό φορολογικό όφελος από την επίσημη αναγραφή όλου του ποσού — αφού η δαπάνη ενοικίου δεν εκπίπτει από τη φορολογία. Αυτό δημιουργεί μια σιωπηρή συμφωνία: η εφορία μένει εκτός, και οι δύο πλευρές συνήθως «βολεύονται». Το κράτος όμως χάνει έσοδα, και τα επίσημα στοιχεία της αγοράς παρουσιάζουν μια παραμορφωμένη εικόνα.
Το Υπουργείο Οικονομίας σε συνεργασία με την ΑΑΔΕ παρουσίασε πρόσφατα αριθμούς που εκπλήσσουν: η μέση ετήσια δηλωμένη δαπάνη ενοικίου στην Ελλάδα είναι μόλις 3.058 ευρώ, δηλαδή περίπου 255 ευρώ τον μήνα. Ακόμα και μεταξύ φορολογουμένων με υψηλά εισοδήματα, οι οποίοι κατά τεκμήριο νοικιάζουν μεγαλύτερα και ακριβότερα σπίτια, το δηλωμένο ενοίκιο δεν ξεπερνά τα 6.000 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή περίπου 500 ευρώ μηνιαίως.
Οι αριθμοί αυτοί δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Μια απλή αναζήτηση στις δημοφιλείς πλατφόρμες αγγελιών επιβεβαιώνει την τεράστια διαφορά. Σε αρκετές περιοχές, το μέσο ζητούμενο ενοίκιο φτάνει περίπου τα 9 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Αυτό σημαίνει ότι για ένα διαμέρισμα 60 τ.μ., ο ενοικιαστής πληρώνει 540 ευρώ τον μήνα. Αν πάμε σε πιο “ακριβές” περιοχές, το ενοίκιο για ένα σπίτι 100 τ.μ. ξεπερνά τα 1.150 ευρώ.
Η αναντιστοιχία αυτή έχει σοβαρές συνέπειες. Αφενός, δυσχεραίνει τον σχεδιασμό και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, αφού το κράτος βασίζεται σε ελλιπή στοιχεία για να αξιολογήσει τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Αφετέρου, συμβάλλει στη γενικότερη αναξιοπιστία του φορολογικού συστήματος και ενισχύει το αίσθημα αδικίας για όσους δηλώνουν με συνέπεια τα εισοδήματά τους.
Ταυτόχρονα, οι τιμές των ενοικίων συνεχίζουν να ανεβαίνουν, χωρίς σαφή φραγμό. Η πίεση είναι ιδιαίτερα έντονη στις αστικές περιοχές και σε τουριστικά σημεία, όπου η βραχυχρόνια μίσθωση έχει περιορίσει σημαντικά την προσφορά κατοικιών για μακροχρόνια ενοικίαση. Με λιγότερα σπίτια διαθέσιμα και αυξημένη ζήτηση, το κόστος ανεβαίνει, και οι πολίτες — κυρίως νέοι, οικογένειες μεσαίου εισοδήματος και φοιτητές — δυσκολεύονται να βρουν οικονομική και αξιοπρεπή στέγη.
Στο μεταξύ, η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ποσοστό του εισοδήματος που καταναλώνεται για έξοδα στέγασης. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το ενοίκιο αποτελεί τη μεγαλύτερη μηνιαία επιβάρυνση, ξεπερνώντας σε πολλές περιπτώσεις το 40% του καθαρού εισοδήματος. Αυτό σημαίνει λιγότερα χρήματα για άλλες βασικές ανάγκες: διατροφή, υγεία, εκπαίδευση, ψυχαγωγία. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι οι μισθοί στην Ελλάδα δεν είναι υψηλοί και τα ενοίκια έχουν πάρει την ανιούσα.
Βέβαια, πέρα από τα όποια επιδόματα και τις ενισχύσεις από το κράτος, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την στεγαστική κρίση. Η αγορά θα πρέπει να ρυθμιστεί τόσο στην περιορισμένη προσφορά όσο και στην αυξημένη ζήτηση ακινήτων πριν οδηγηθούμε σε σοβαρότερες κοινωνικοοικονομικές συνέπειες.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.