15 Απρ 2025
READING

Ακίνητα: Παλιά σπίτια και ανακαινίσεις ανάλογα με τα διαθέσιμα ..βαλάντια

4 MIN READ

Ακίνητα: Παλιά σπίτια και ανακαινίσεις ανάλογα με τα διαθέσιμα ..βαλάντια

Ακίνητα: Παλιά σπίτια και ανακαινίσεις ανάλογα με τα διαθέσιμα ..βαλάντια

Η εικόνα της κατοικίας στην Ελλάδα αντικατοπτρίζει με σαφήνεια τις συνέπειες που άφησε πίσω της η παρατεταμένη οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών. Η οικοδομική δραστηριότητα υπέστη έντονη κάμψη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη σχεδόν πλήρη επιβράδυνση της οικοδόμησης νέων κατοικιών.

Αν και η Ελλάδα γνώρισε περιόδους έντονης ανοικοδόμησης κατά τις δεκαετίες του 1960, 1970 και 1980, από το 2010 και μετά, οι νέες κατασκευές περιορίστηκαν δραστικά. Η γενικότερη αβεβαιότητα, οι δυσκολίες χρηματοδότησης, η μείωση της αγοραστικής δύναμης και η επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων στην ακίνητη περιουσία, οδήγησαν σε ένα περιβάλλον δισταγμού τόσο για κατασκευαστές όσο και για αγοραστές. Σήμερα, η πλειοψηφία των πολιτών εξακολουθεί να κατοικεί σε σπίτια που χτίστηκαν πριν από τέσσερις ή και πέντε δεκαετίες, τα οποία, αν και σε πολλές περιπτώσεις, διατηρούνται λειτουργικά, δεν ανταποκρίνονται πάντα στις σύγχρονες ανάγκες και τεχνολογικά πρότυπα.

Η στασιμότητα αυτή στη νέα δόμηση ενισχύει την εξάρτηση των πολιτών από το υπάρχον οικιστικό απόθεμα, το οποίο συνήθως περνά από γενιά σε γενιά. Η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα έχει έντονα οικογενειακό και συναισθηματικό χαρακτήρα. Οι περισσότερες κατοικίες δεν αποκτώνται μέσω αγοραπωλησίας, αλλά κληρονομούνται ή μεταβιβάζονται ενδοοικογενειακά. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα μοντέλο ιδιοκτησίας που δεν συναντάται εύκολα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε πολλές περιπτώσεις, η ακίνητη περιουσία αποτελεί την κύρια οικονομική βάση της οικογένειας και συμβολίζει σταθερότητα, ασφάλεια και συνέχεια. Δεν είναι ασυνήθιστο να συναντά κανείς οικογένειες που διαχειρίζονται περισσότερα από ένα ακίνητα, τα οποία έχουν προκύψει μέσα από τη συγκέντρωση πατρικών, εξοχικών ή αγροτικών κατοικιών, ειδικά στην επαρχία.

Η πολυϊδιοκτησία είναι πιο έντονη εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων, και ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Στην ελληνική επαρχία, ο οικογενειακός δεσμός με τη γη και η ύπαρξη κληρονομημένων κατοικιών οδηγούν συχνά σε μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκτησίας, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου τα εισοδήματα είναι χαμηλότερα. Οι αξίες των ακινήτων στην επαρχία, διαχρονικά πιο προσιτές, επέτρεψαν σε παλαιότερες γενιές να αποκτήσουν κατοικίες ή οικόπεδα που αργότερα μεταβιβάστηκαν στα παιδιά ή στα εγγόνια τους.

Πολλοί κάτοικοι της περιφέρειας διαθέτουν περισσότερα του ενός ακίνητα, ακόμα και αν δεν τα χρησιμοποιούν σε μόνιμη βάση. Αυτά τα ακίνητα μπορεί να λειτουργούν ως εξοχικά, να ενοικιάζονται περιοδικά ή απλώς να διατηρούνται ως περιουσιακό στοιχείο. Στον αντίποδα, στις μεγάλες πόλεις – και ειδικά στην Αττική – η πρόσβαση σε ιδιοκτησία είναι δυσκολότερη λόγω των υψηλότερων τιμών, του περιορισμένου χώρου και των πιεστικών αναγκών στέγασης. Εκεί, η πολυϊδιοκτησία περιορίζεται περισσότερο και η κατοχή ενός μόνο ακινήτου αποτελεί τον κανόνα.

Παρά την ύπαρξη σημαντικού αριθμού κατοικιών, η συντήρησή τους και η αναβάθμισή τους δεν ακολουθεί ανάλογους ρυθμούς. Οι ανακαινίσεις στην Ελλάδα παραμένουν επιλεκτικές και άνισες, επηρεαζόμενες από δύο καθοριστικούς παράγοντες: το διαθέσιμο εισόδημα του ιδιοκτήτη και τη χρήση που προορίζεται να έχει το εκάστοτε ακίνητο. Όταν πρόκειται για την κύρια κατοικία και υπάρχει οικονομική δυνατότητα, είναι πιο πιθανό να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές παρεμβάσεις: ενεργειακή αναβάθμιση, αλλαγή κουφωμάτων, ανανέωση εσωτερικών χώρων ή αντικατάσταση παλαιών εγκαταστάσεων. Αντίθετα, όταν το εισόδημα είναι περιορισμένο ή όταν η κατοικία χρησιμοποιείται περιστασιακά – όπως για παραθερισμό ή ενοικίαση – τότε οι εργασίες περιορίζονται στο απολύτως απαραίτητο ή αναβάλλονται επ’ αόριστον.

Η ανακαίνιση αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο όχι μόνο ως μέσο βελτίωσης της ποιότητας ζωής, αλλά και ως επένδυση που μπορεί να προστατεύσει ή και να αυξήσει την αξία ενός ακινήτου σε βάθος χρόνου. Σε περιόδους όπου η ανέγερση νέων κατοικιών είναι περιορισμένη και η αγορά κινείται με αβεβαιότητα, οι υφιστάμενες κατοικίες αποτελούν το βασικό μέσο κάλυψης στεγαστικών και επενδυτικών αναγκών. Οι ιδιοκτήτες που διαθέτουν τη σχετική οικονομική άνεση επιλέγουν να ανακαινίσουν για να ενισχύσουν τη λειτουργικότητα και την ενεργειακή απόδοση του σπιτιού τους, ενώ πολλοί προσανατολίζονται σε ανακαινίσεις με στόχο τη βραχυχρόνια ή μακροχρόνια ενοικίαση. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ακόμα και σημαντικά παλιά ακίνητα παραμένουν αναξιοποίητα, ακριβώς επειδή οι απαραίτητες παρεμβάσεις είναι οικονομικά απαγορευτικές για τους ιδιοκτήτες τους.

Η σημερινή ελληνική πραγματικότητα αποτυπώνει μια αντίφαση: ενώ η χώρα διαθέτει υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης και πολυϊδιοκτησίας, κυρίως στην περιφέρεια, το μεγαλύτερο μέρος του οικιστικού της αποθέματος είναι γερασμένο και, σε μεγάλο βαθμό, μη ανανεωμένο. Οι πολίτες συνεχίζουν, σε κάποιο βαθμό, να στηρίζονται σε περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από δεκαετίες, είτε μέσω αγοράς είτε μέσω κληρονομιάς, και επενδύουν στην ανακαίνιση κατά περίπτωση, με γνώμονα τις οικονομικές τους δυνατότητες και τον προορισμό του εκάστοτε ακινήτου. Η πρόκληση των επόμενων ετών δεν είναι μόνο η κάλυψη στεγαστικών αναγκών, αλλά η ουσιαστική αναβάθμιση του υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού, με τρόπο βιώσιμο, λειτουργικό και προσβάσιμο για όλους.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.