Οι εμπορικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις το 2024, καθώς σχεδόν οι μισές δεν καταφέρνουν να αυξήσουν τα έσοδά τους, ενώ το λειτουργικό κόστος συνεχώς αυξάνεται.
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της ΕΣΕΕ, η στασιμότητα στον τζίρο παραμένει κυρίαρχο χαρακτηριστικό για τις περισσότερες επιχειρήσεις, ενώ οι μικρές και πολύ μικρές εστιάζουν κυρίως στην επιβίωσή τους, γεγονός που καθυστερεί τη μετάβασή τους σε πιο σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, όπως ο ψηφιακός και πράσινος μετασχηματισμός. Οι επιχειρηματίες, αν και προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της αγοράς, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δυσμενές περιβάλλον, καθώς οι καταναλωτές δαπανούν κυρίως για είδη πρώτης ανάγκης, γεγονός που περιορίζει την ανάπτυξη των εμπορικών επιχειρήσεων.
Η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης, αν και υπαρκτή, κατευθύνεται κυρίως προς τα είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα και φάρμακα, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις, όπως η άνοδος των τιμών των προμηθευτών, η οικονομική πίεση, η μειωμένη ρευστότητα και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού. Η αύξηση του κύκλου εργασιών για το 2023 ανήλθε μόλις στο 1,9%, ποσοστό χαμηλότερο από τον πληθωρισμό που φτάνει το 2,7%. Αν και οι επιχειρήσεις που εμπορεύονται προϊόντα ανελαστικής ζήτησης, όπως τρόφιμα, εμφάνισαν σχετικά καλύτερες επιδόσεις, η συνολική εικόνα είναι απογοητευτική για πολλές. Επιπλέον, συνεχίζεται η μείωση του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων, με μια πτώση 8,9%, κάτι που δείχνει την αποχώρηση των πολύ μικρών επιχειρήσεων από την αγορά. Παρ’ όλα αυτά, ο εμπορικός κλάδος παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης στην Ελλάδα, καλύπτοντας το 16,3% της συνολικής απασχόλησης και συγκεντρώνοντας το 26,5% των εργοδοτών της οικονομίας.
Η ανάπτυξη που παρουσίασαν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις το 2023 ανακόπηκε από τις διεθνείς κρίσεις και τις γεωπολιτικές εντάσεις, με αποτέλεσμα η αύξηση του κύκλου εργασιών και των κερδών τους να είναι περιορισμένη. Αντιθέτως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην αύξηση των εσόδων τους, κυρίως λόγω των οικονομικών πιέσεων και της αβεβαιότητας που επικρατεί στην αγορά.
Το ενεργειακό κόστος παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επηρεάζει τη βιωσιμότητά τους και αυξάνει το λειτουργικό τους κόστος. Η διεθνής οικονομική αβεβαιότητα ενδέχεται να καθυστερήσει επενδυτικά σχέδια και να συγκρατήσει τη καταναλωτική δαπάνη, κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει περαιτέρω την ανάπτυξη της αγοράς. Σε αυτό το δυσμενές οικονομικό τοπίο, η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγικές για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την αναστροφή αυτής της τάσης. Η μείωση του λειτουργικού κόστους, η ενίσχυση της ρευστότητας και η επιτάχυνση του ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού είναι βασικοί άξονες που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.
Για να μειωθεί το ενεργειακό κόστος, προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης και κίνητρα για τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά. Επίσης, η μείωση της φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα ενίσχυε τη ρευστότητά τους, επιτρέποντας τους να επενδύσουν στην ανάπτυξή τους. Η δημιουργία στοχευμένων προγραμμάτων επιδοτήσεων και η διευκόλυνση της πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση θα μπορούσαν να προσφέρουν ζωτική στήριξη για τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση ρευστότητας.
Ο ψηφιακός και πράσινος μετασχηματισμός είναι αναγκαίος για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Παρά το γεγονός ότι πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν καθυστερήσει στον τομέα αυτό, η υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων και αυτοματοποίησης μπορεί να μειώσει τα λειτουργικά έξοδα και να βελτιώσει την αποδοτικότητα. Η υποστήριξη της κατάρτισης των εργαζομένων και των επιχειρηματιών σε νέες τεχνολογίες είναι ζωτικής σημασίας για την πλήρη αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων. Επιπρόσθετα, η ενίσχυση της καταναλωτικής δαπάνης μέσω μέτρων, όπως η μείωση της φορολογίας και η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της ζήτησης και σε ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού παραμένει πρόβλημα για τις επιχειρήσεις, και η δημιουργία προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, η παροχή κινήτρων για την πρόσληψη προσωπικού, όπως η επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών, μπορεί να διευκολύνει τις επιχειρήσεις στη στελέχωση των θέσεών τους.
Εν κατακλείδι, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα βρίσκονται σε μια δύσκολη κατάσταση, αλλά με την κατάλληλη στήριξη και τις σωστές στρατηγικές, μπορούν να ανακάμψουν και να αναπτυχθούν. Η συνεργασία του κράτους, των επιχειρήσεων και των φορέων της αγοράς μπορεί να δημιουργήσει ένα ευνοϊκότερο οικονομικό περιβάλλον που θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.