Είναι γνωστό πως η Ελλάδα είναι από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης µε τη μεγαλύτερη παραγωγή νημάτων, υφασμάτων και έτοιμου ενδύματος και πως παρά την παρατεταμένη κρίση που έπληξε τον κλάδο από τη δεκαετία του 1980 και µετά, παραμένει αναμεσά στους κλάδους µε τη µεγαλύτερη συμβολή στην απασχόληση, στο εθνικό προϊόν και στις εξαγωγές.
Η κλωστοϋφαντουργία και η βιομηχανία ένδυσης αντιπροσωπεύουν το 23% περίπου του συνόλου των εξαγομένων προϊόντων ή το 47% των εξαγομένων βιομηχανικών προϊόντων. Συμμετέχει, λοιπόν, με ποσοστό 28% περίπου στη βιομηχανική παραγωγή της χώρας, αξιοποιώντας την εγχώρια πρώτη ύλη, το βαμβάκι, που καλλιεργείται σε 17 νομούς της χώρας. Οι εξαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, έχοντας καλύψει τις µεγάλες απώλειες της προηγούμενης δεκαετίας, σημείωσαν σημαντική ανάκαμψη. Σημειώνεται πως ο κλάδος απασχολεί περισσότερους από 200.000 εργαζόμενους. Οι επιχειρήσεις, βιομηχανικές και βιοτεχνικές, αυξάνονται συνεχώς, µε τη σημασία των µικρών και µεσαίων επιχειρήσεων να γίνεται ολοένα µεγαλύτερη.
Κατά τη διάρκεια του 2024 όμως, ο κλάδος σημείωσε κάμψη 11% και οι εξαγωγές ενδυμάτων διαμορφώθηκαν σε 768 εκατ. ευρώ, σύμφωνα, πάντα με στοιχεία του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής – Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος, ή ΣΕΠΕΕ. Ακόμη, οι εξαγωγές της κλωστοϋφαντουργίας διαμορφώθηκαν σε 435 εκατ., σημειώνοντας μείωση 15,7%. Στα θετικά σημεία καταγράφεται η -μικρή- αύξηση στις εξαγωγές βαμβακιού της τάξεως του 1,1% με 455 εκατ. ευρώ στα ταμεία. Στην ένδυση οι εξαγωγές υφαντών ενδυμάτων σε αξία έφθασαν σχεδόν τις εξαγωγές πλεκτών ενδυμάτων. Το 75% της αξίας εξαγωγών ενδυμάτων κατευθύνεται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως σε Γερμανία, Κύπρο, Ιταλία, Αγγλία, Γαλλία και Ισπανία. Τα ελληνικά ρούχα, για δεκαετίες, πωλούνταν κυρίως µε ιδιωτική ετικέτα για λογαριασμό ξένων εταιρειών, αλλά τα τελευταία χρόνια εξάγονται σε µεγάλο βαθµό µε το δικό τους brand. Τα ρούχα ιδιωτικής ετικέτας ή private label, τα οποία ράβονται στην Ελλάδα για λογαριασμό ξένων εταιρειών, κατείχαν σημαντικά υψηλότερο µερίδιο στις ελληνικές εξαγωγές σε σχέση µε τα επώνυμα, αλλά τα τελευταία χρόνια το άνοιγμα της ψαλίδας κλείνει µε ταχύ ρυθμό, µε αποτέλεσμα οι δύο κατηγορίες να έχουν πλέον σχεδόν εξισωθεί.
Το ποσοστό εξαγωγών για την κλωστοϋφαντουργία ανέρχεται σε 69% και για το βαμβάκι σε 6%. Παρ’ όλα αυτά, μικρότερη είναι η μείωση, που καταγράφηκε το 2024 στις εισαγωγές. Η αξία των εισαγωγών της αλυσίδας ένδυσης και κλωστοϋφαντουργίας διαμορφώθηκε σε 3,3 δισ. σημειώνοντας μείωση 2%. Και ενώ, παρά τις απώλειες του 2024, στο εξωτερικό το ελληνικό ένδυμα πάει καλά, στο εσωτερικό συνεχίζει να καταγράφει απώλειες, τόσο στις πωλήσεις χονδρικής, όσο και της λιανικής, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των Ελλήνων καταναλωτών.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πλεκτικής – Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος, η μείωση των εξαγωγών το 2024 οφείλεται κυρίως στην συνεχιζόμενη στασιμότητα της κατανάλωσης ενδυμάτων λόγω πληθωρισμού στις περισσότερες αγορές, αλλά και λόγω των αλλαγών στην καταναλωτική συμπεριφορά. Σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με όλες τις πρόσφατες έρευνες των σημαντικών εταιρειών, όπως η Focus Bari, δηλώνεται μεγάλη αδυναμία κοινού, που βιώνει πτώση της αγοραστικής του δύναμης. Ακόμη, είναι μεγάλη η ανησυχία για τον αντίκτυπο του υψηλού πληθωρισμού στο μέλλον. Λόγω αυτού ακριβώς του πληθωρισμού και της ακρίβειας, οι καταναλωτές δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα και παρατηρούν πολύ περισσότερο τις τιμές των προϊόντων σε σχέση με παλιότερα. Οι Ευρωπαίοι έχουν βάλει όρια στα χρήματα, που δαπανούν σε κάθε προϊοντική κατηγορία και σκοπεύουν να συνεχίσουν έτσι και στο μέλλον. Τα τρόφιμα είναι ο μεγάλος κερδισμένος, ενώ ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ γίνονται ο μεγάλος χαμένος.
Επιπλέον, οι καταναλωτικές συνήθειες στην ένδυση έχουν αλλάξει με ειδικά τα νέα άτομα, να αγοράζουν από τις εκπτωτικές πλατφόρμες πολύ φτηνά προϊόντα. Άλλοι πάλι, που νοιάζονται για την βιωσιμότητα και την ηθική των εταιρειών, αποκηρύσσουν τις κολοσσιαίες, κινέζικες πλατφόρμες. Είναι οι ενήμεροι για την κλιματική αλλαγή και για το ότι η κλωστοϋφαντουργία είναι, σύμφωνα και με την Ecowatch, ο δεύτερος πιο ρυπογόνος βιομηχανικός κλάδος, μετά από εκείνον του πετρελαίου. Αυτοί είναι που επιλέγουν, πλέον, να καταναλώνουν ποιοτικά καλύτερα προϊόντα με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, ή αγοράζουν μεταχειρισμένα, από δεύτερο χέρι ενδύματα, ή επιδιορθώνουν τα παλαιότερα δικά τους κομμάτια. Είναι αυτοί, που αν έχουν να πάνε κάπου με απαιτήσεις, ενοικιάζουν ρούχα από ειδικά μαγαζιά on line ή φυσικά.
Για παράδειγμα, η Γαλλία που αν και είναι απ τις πρωταγωνιστικές υπερδυνάμεις στη παγκόσμια μόδα, εισάγει έτοιμα ενδύματα απ την Ελλάδα, αλλά, πλέον 60% των Γάλλων έχει μείωσε τις αγορές καινούργιων ρούχων λόγω ελλείψεως χρημάτων. Το 30% των Γάλλων καταναλωτών αγοράζει ρούχα μεταχειρισμένα και το 40% έχει αποκτήσει άλλες καταναλωτικές συνήθειες και ιδεολογικές πεποιθήσεις, σύμφωνα με το Γαλλικό Ινστιτούτο Μόδας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.