Η κτηνοτροφία παρουσιάζεται σχεδόν μαζί με το ανθρώπινο είδος και στην Ελλάδα καταγράφεται απ τα ομηρικά ήδη έπη. Κάποτε σχεδόν όλος πληθυσμός, λίγο ή πολύ είχε πρόβατα ή κατσικούλες για την ίδια την διατροφή της οικογένειας. Και υπήρχε και η νομαδική κτηνοτροφία. Από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία σαν του δωρικής καταγωγής Σαρακατσαναίους ή τους λατινόφωνους Βλάχους. Η κτηνοτροφία δεν είναι επάγγελμα, είναι τρόπος ζωής, λένε όσοι ασχολούνται μαζί της σήμερα.
Είτε σταθεροί, είτε νομάδες οι κτηνοτρόφοι, στα νησιά ή στους ορεινούς όγκους και τους κάμπους, είναι συνυφασμένοι με την ελληνική παράδοση, όσο λίγοι άλλοι κλάδοι εργασιακοί. Με ελεύθερο πνεύμα και όχι εξαρτημένοι από τη γη προσφέραν εκτός από μαλλί και κρέας, μοναδικής γεύσης και επινοητικότητας γαλακτομικά προϊόντα, φημισμένα σε όλο τον κόσμο. όπως η φέτα ή το ελληνικό γιαούρτι. Αφήνοντας κατά μέρος την ιστορίας του, που μελετάται σε ακαδημαϊκό επίπεδο και αποτελεί πεδίο έρευνας και συγγραφής σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ακόμη και ξένων διανοουμένων όπως ο Δανός γλωσσολόγος Κάρστεν Χεγκ ή ο Βρετανός συγγραφέας Πάτρικ Λη Φέρμορ, βλέπουμε πως η κτηνοτροφία έθρεψε την Ελλάδα μέχρι τις μέρες μας. Πριν 30 χρόνια στη χώρα είχαμε το 30% του πληθυσμού στην πρωτογενή παραγωγή και το 12% του ΑΕΠ από αυτή. Πριν δέκα χρόνια, το 2015, το 85% του ΑΕΠ ήταν κατανάλωση και μόνο το 15% παραγωγή, ενώ βοοειδή, χοίροι, αίγες, πρόβατα και οι μονάδες εκμεταλλεύσεις τους, είχαν μειωθεί δραματικά. Σήμερα αφορούν στο 11,4% του πληθυσμού και το 3,5% του ΑΕΠ. Και τα χρόνια μετα την κρίση οι φωνές πως η κτηνοτροφία στη χώρα αργοπεθαίνει και πως βρίσκεται σε οριακό δραματικό σημείο, πληθαίνουν.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή για την συνέχιση της παραγωγικής τους δραστηριότητας οι κτηνοτρόφοι και εξέπεμπαν σήμα κινδύνου, με κάθε ευκαιρία, προειδοποιώντας ότι η χώρα θα αντιμετωπίσει ακόμα και διατροφικό πρόβλημα στο μέλλον. Κάναν τη δουλειά τους σε συνθήκες ασφυξίας, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την εκτόξευση του κόστους παραγωγής, την εκτίναξη του κόστους ενέργειας, αλλά και από την έλλειψη εργατικών χεριών. Έκαναν λίγο για τις υψηλές τιμές των ζωοτροφών, του ενεργειακού κόστους καθώς και η μείωση του παραγόμενου αιγοπρόβειου και αγελαδινού γάλακτος, που συνθλίβουν το εισόδημα των κτηνοτρόφων, βάζοντας ουσιαστικά, ταφόπλακα σε έναν παραγωγικό κλάδο, που στηρίζει την ύπαιθρο, τις τοπικές οικονομίες αλλά και την εθνική οικονομία. Η εικόνα των «λουκέτων» σε κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και φάρμες γαλακτοπαραγωγής, η μείωση των κοπαδιών ή ακόμα και η εγκατάλειψη του επαγγέλματος σχηματίζουν την εικόνα ενός δυσοίωνου μέλλοντος, που στην Ελλάδα δεν θα υπάρχει ούτε γάλα, ούτε κρέας, ούτε βασικά γαλακτομικά προϊόντα. Χαρακτηριστική και οδυνηρή είναι η πραγματικότητα που φαίνεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο από το 2009 έως το 2020, όπου οι αμιγώς κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν κατά 20% και από 16.210 έφτασαν να λειτουργούν οι 12.974.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για την μείωση των κτηνοτροφικών από το 2009 έως το 2020, με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται σε αυτά με τους χοίρους και τα πουλερικά. Ειδικότερα, μειωμένες κατά 69,4% είναι οι χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις, κατά 66,3% οι πτηνοτροφικές, κατά 48,3% οι εκμεταλλεύσεις με αίγες, κατά 38,3% με πρόβατα και κατά 34,9% με βοοειδή. Αντίστοιχα, λιγότερα είναι και τα ζώα κατά είδος την τελευταία 10ετία. Η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στα πουλερικά κατά 26,7% και ακολουθούν οι αίγες κατά 25,3%. Στο 21,6% είναι οι απώλειες στους χοίρους, στο 15,7% στα προβατοειδή και στο 3,7% στα βοοειδή. Αν χαθεί και άλλο παραγωγικό ζωικό κεφάλαιο, όπως επανειλημμένα προειδοποιούν οι κτηνοτροφικές οργανώσεις, θα αυξηθούν οι εισαγωγές σε γαλακτοκομικά προϊόντα, θα χαθούν θέσεις εργασίας πέραν των κτηνοτρόφων και από την μεταποίηση, ενώ ο τελικός αποδέκτης, ο καταναλωτής δεν θα έχει πρόσβαση σε φθηνά, αγνά, ελληνικά ποιοτικά προϊόντα.
Φτάνοντας στην αρχή του 2025, τα οξυμένα προβλήματα μοιάζουν, όπως η πτώση των τιμών και η αύξηση του κόστους παραγωγής, την ώρα που οι ενισχύσεις περιορίζονται και οι νέοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο, μοιάζουν πιο δραματικά από ποτέ. Μα πάνω απ όλα και αυτό που ζητά άμεσα λύση είναι το ότι τα ζώα μειώθηκαν και συνεχίζουν να μειώνονται σε σημείο που αρχίζει η τραγωδία. Η ευλογιά έχει οδηγήσει σε θανάτωση σχεδόν 90.000 αιγοπρόβατα, με 400 εκμεταλλεύσεις να έχουν υποστεί ολική καταστροφή και με την Ξάνθη και την Κομοτηνή να έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες, πάνω από 80% του ζωικού κεφαλαίου τους. Είχε προηγηθεί η πανώλη, από την οποία χάθηκαν άλλα 34.000 ζώα, ανεβάζοντας τις θανατώσεις από ζωονόσους σε σχεδόν 124.000. Σ αυτά θα πρεπει να προστεθούν οι παλαιότερες απώλειες από την πλημμύρα στη Θεσσαλία, όπου πνίγηκαν πάνω από 40.000 ζώα, με το σύνολο των απωλειών σε δύο χρόνια να αγγίζει τα 173.000! Και βέβαια οι απώλειες τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και τις θεομηνίες Ιανός και Elias, μας φτάνουν στα 250.000 χαμένα ζώα. Πρόκειται για μεγάλο πλήγμα στον πληθυσμό αιγοπροβάτων της χώρας, που βαίνει μειούμενος τα τελευταία χρόνια, όπως και οι εκμεταλλεύσεις, με μέσο ετήσιο ρυθμό πτώσης περίπου 6%. Αυτό βέβαια είναι μια τεράστια σημεία για την επάρκεια κρεάτων και γαλακτοκομικών εγχώριας προέλευσης για κατανάλωση και τροφοδοσία της βιομηχανίας.
Οι τιμές παραγωγού υποχωρούν σε κρέας και γάλα και οι σύνδεσμοι και οι οργανώσεις των κτηνοτρόφων το λένε και το επαναλαμβάνουν, ξανά και ξανά. Ανάμεσα στα πολλά που έπρεπε να έχουν γίνει και που έχουν ζητηθεί, συζητηθεί και αναλυθεί τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι η επιτακτική ανάγκη αποζημιώσεων για τα κοπάδια που έχασαν οι κτηνοτρόφοι και η στήριξη που έχουν ανάγκη ώστε να καλύψουν το κόστος των ζωοτροφών κατά το διάστημα που τα ζώα τους είναι σε καραντίνα για τις νόσους. Οι παραγωγοί μιλούν για πτώση πάνω από 30% στο κρέας και 15% στο γάλα. Σημειώνεται ότι οι ζωονόσοι έχουν αποθαρρύνει τους καταναλωτές από το αρνί και το κατσίκι και στρέφονται στο κοτόπουλο ή σε άλλα είδη κρέατος, ενώ λόγω της καραντίνας των ζώων, χάθηκαν και οι αγορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο κρέας, από τα 7,5-8 ευρώ το κιλό πριν από έναν χρόνο, σήμερα οι τιμές δεν ξεπερνούν τα 6-6,5 ευρώ για τον κτηνοτρόφο. Επίσης, χάνουν περίπου 20 λεπτά στην τιμή του γάλακτος, το οποίο διαθέτουν σε τιμές κάτι παραπάνω από 1,40 ευρώ το λίτρο, από 1,60 ευρώ πριν από έναν χρόνο.
Έχοντας να αντιμετωπίσουν μια σειρά από δυσεπίλυτα προβλήματα και σκληρές συνθήκες εργασίας οι Έλληνες κτηνοτρόφοι μόνο προσφέρουν στη χώρα όχι μόνο τρέφοντας την και σε οικονομικό επίπεδο απ τις εξαγωγές, αλλά και στη διάσωση του πολιτιστικού πλούτου, στο θετικό οικολογικό αποτύπωμα, στην προστασία από φυσικές καταστροφές, στην βοήθεια στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, στη διατήρηση του χαρακτηριστικού ελληνικού τοπίου. Αξία; Ανεκτίμητη!
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.