Το ποδόσφαιρο σήμερα δεν είναι απλώς ένα άθλημα, αλλά μια από τις πιο κερδοφόρες βιομηχανίες παγκοσμίως. Οι ομάδες λειτουργούν πλέον ως μεγάλες Ανώνυμες Εταιρείες με εντυπωσιακούς τζίρους, διαχειρίζονται πλήθος περιουσιακών στοιχείων, και οι ποδοσφαιριστές βρίσκονται στο επίκεντρο, αποτελώντας μερικούς από τους πιο ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες παγκοσμίως.
Η ραγδαία ανάπτυξη και η τεράστια αξία της αγοράς του ποδοσφαίρου μπορεί να γίνει εύκολα φανερή αν αναλογιστούμε τα ποσά που δαπανώνται πλέον για μεταγραφές, συγκρίνοντάς τα με προηγούμενες δεκαετίες.
Οι Ακριβότερες Μεταγραφές του Παρελθόντος
Αν κοιτάξει κανείς τις ακριβότερες μεταγραφές του ποδοσφαίρου πριν το 2010 θα βρει τις περιπτώσεις του Ζινεντίν Ζιντάν του Λουίς Φίγκο, του Ερνάν Κρέσπο και του Τζιαλουίντζι Μπουφόν να ξεχωρίζουν. Η Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία παραδοσιακά πρωταγωνιστεί στα μεταγραφικά παζάρια, είχε βγάλει από τα ταμεία της 77,5 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση του Ζιντάν τη σεζόν 2001-2002, ενώ μία χρονιά νωρίτερα είχε δαπανήσει 60 εκατομμύρια ευρώ για να ντύσει στα λευκά τον Πορτογάλο άσσο. Από την άλλη, ο Κρέσπο είχε «αναγκάσει» τη Λάτσιο να ξοδέψει παραπάνω από 56 εκατομμύρια ευρώ για να τον αγοράσει το καλοκαίρι του 2000, ενώ την επόμενη σεζόν η Γιουβέντους θα αποκτούσε τον Ιταλό τερματοφύλακα που θα αποτελούσε σύμβολο για την ομάδα για περίπου 20 χρόνια έναντι 53 εκατομμυρίων ευρώ.
Η Χαοτική Διαφορά με το Σήμερα
Αν συγκρίνουμε τα παραπάνω ποσά με τις κινήσεις που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στον χώρο του ποδοσφαίρου θα αντιληφθούμε πως η διαφορά είναι χαοτική. Για να έχουμε μία τάξη μεγέθους, αξίζει να αναφέρουμε και αντίστοιχα τις τέσσερις πιο ακριβές μεταγραφές για το διάστημα από το 2010 μέχρι και σήμερα.
Τις δύο πιο δαπανηρές κινήσεις στην ιστορία του ποδοσφαίρου τις έχει πραγματοποιήσει η Παρί Σεν Ζερμέν. Η γαλλική ομάδα, η οποία ανήκει στην υποστηριζόμενη εταιρεία από το κράτος του Κατάρ, Qatar Sports Investments, ξόδεψε παραπάνω από 220 εκατομμύρια ευρώ για την απόκτηση του Νεϊμάρ και άλλα 180 για την αγορά του Εμπαπέ. Στις επόμενες δύο κινήσεις βρίσκουμε τη Μπαρτσελόνα με τον ισπανικό σύλλογο να δαπανά μέσα στο ίδιο καλοκαίρι από 135 εκατομμύρια για την απόκτηση των Φιλίπε Κουτίνιο και Οσμάν Ντεμπελέ.
Η λίστα έχει προφανώς και συνέχεια με συνολικά παραπάνω από 15 μεταγραφές στα 15 τελευταία χρόνια που κόστισαν παραπάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ!
Υπάρχει Λογική Πίσω από Αυτά τα Τεράστια Ποσά;
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς αν εν τέλει υπάρχει κάποια λογική πίσω από αυτά τα υπέρογκα ποσά που δαπανούν οι ομάδες τα τελευταία χρόνια ή απλά εξυπηρετούν άλλους σκοπούς. Και η αλήθεια, όπως σχεδόν πάντα, φαίνεται να έχει δύο όψεις.
Από τη μία πλευρά, δεν είναι λάθος να υποστηρίξει κανείς πως με την αγορά του ποδοσφαίρου να έχει επεκταθεί τόσο πολύ και τη βιομηχανία του αθλήματος να έχει φτάσει σε δυσθεώρητα επίπεδα, είναι λογικό να υπάρχει και η αντίστοιχη υπεραξία σε συμβόλαια αθλητών, αμοιβές προπονητών, ποσά μεταγραφών και ούτω καθεξής. Αν ένας παίκτης είναι ικανός να αποφέρει στην εκάστοτε ομάδα έσοδα άνω των 300 εκατομμυρίων ευρώ, είτε άμεσα με την κατάκτηση τίτλων, είτε άμεσα με την προσέλκυση χορηγιών και διαφημίσεων, την πώληση φανελών και την αύξηση των εισιτηρίων, τότε δεν είναι παράλογο η ομάδα να πληρώσει για αυτόν 200 και 250 εκατομμύρια. Στο τέλος της ημέρας, οι ομάδες είναι εταιρείες και ένας από τους κύριους σκοπούς που έχουν είναι να εμφανίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη γίνεται.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως το φαινόμενο του «sports washing» αποτελεί τον ελέφαντα στο δωμάτιο που οι ιθύνοντες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου παριστάνουν πως δεν βλέπουν.
Αραβικές χώρες, όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιχειρούν εδώ και χρόνια να βελτιώσουν την εικόνα τους και να εισέλθουν στη δυτική κουλτούρα με όχημα το ποδόσφαιρο. Αγοράζοντας ευρωπαϊκές ομάδες, αναλαμβάνοντας τη διοργάνωση σημαντικών ποδοσφαιρικών τουρνουά και κλείνοντας χορηγικές συμφωνίες με κορυφαίους συλλόγους και διοργανώσεις, οι Αραβικές χώρες προσπαθούν να αποτελέσουν κομμάτι του δυτικού πολιτισμού, αξιοποιώντας τη δυναμική του αθλήματος και τη σύνδεση του φίλαθλου κοινού με τις ομάδες και τους ποδοσφαιριστές.
Προφανώς τέτοιου είδους πρακτικές ενδέχεται να έχουν μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες για το άθλημα. Η δημιουργία υπεραξιών που μπορούν να υποστηρίξουν μόνο ορισμένες ομάδες καταστρέφει τον ανταγωνισμό, εξαλείφει το ρομαντικό στοιχείο του αθλητισμού και εστιάζει αποκλειστικά στη δύναμη του χρήματος.
Το αποτέλεσμα είναι η απομάκρυνση από την ουσία του ποδοσφαίρου: το χτίσιμο μιας ομάδας βάσει ποδοσφαιρικών αρχών και ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας, τη σύνδεση με τους φιλάθλους και εν τέλει τη δημιουργία ισχυρών συναισθημάτων, το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί το βασικό ζητούμενο όλων των εμπλεκόμενων πλευρών – από τους παράγοντες μέχρι το φίλαθλο κοινό.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.