Ο Πολ Κρούγκμαν, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας το 2008, καθηγητής σε κάποια από τα πιο διάσημα πανεπιστήμια του κόσμου, συγγραφέας και σχολιαστής, αποχαιρέτησε τους New York Times μετά από σχεδόν 25 χρόνια αρθρογραφίας.
Μιλάμε για έναν απ τους πιο ευφυής διανοητές του καιρού μας, με ολοένα και αυξανόμενο γνωστικό πεδίο, με ατρόμητο, συχνά καυστικό, λόγο, βαθιά και διαυγή σκέψη, πρωτοπόρο και οραματιστή που χάρις στο ταλέντο του στην παρουσίαση και ανάλυση των διεθνών εξελίξεων και των οικονομικών δομών με απλό, κατανοητό τρόπο, εγινε τόσο γνωστός και αναγνωρίσιμος παγκόσμια, όπως συμβαίνει, μόνο στους ποπ σταρ. Στο τελευταίο κείμενο ο Νέο – Υορκέζος ο Νομπελίστας έβαλε τίτλο, ενδεικτικό για τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εκτιμήσεις: «Η τελευταία μου στήλη: Βρίσκοντας ελπίδα σε μια εποχή έντονης δυσαρέσκειας». Σπούδασε στο Πρίνστον, στο London School of Economics, στο Γέιλ και στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και έχει διδάξει σε όλα τα παραπάνω Πανεπιστήμια, συν στο Καλιφορνέζικο Στάνφορντ, ενώ σήμερα είναι καθηγητής στο Πρίνστον. Συντεταγμένος με τη νεοκεϋνσιανή σχολή της οικονομικής επιστήμης, πιστεύει στην την αναδιανομή μέρους των κερδών του κεφαλαίου στις κατώτερες τάξεις, με τη μορφή κοινωνικών και άλλων παροχών, ώστε να διατηρείται κάποια ισορροπία που θα αποτρέπει την κοινωνική δυσαρέσκεια και τις αναταραχές. Ο ίδιος εισήγαγε και ανέπτυξε την Νέα Θεωρία του Εμπορίου, καταδεικνύοντας πως εμπόριο γινεται μεταξύ προϊόντων του ίδιου τύπου και μεταξύ των βόρειων χωρών, ενώ ενοποίησε τα πρωτύτερα διακριτά ερευνητικά πεδία του διεθνούς εμπορίου και της οικονομικής γεωγραφίας.
Την εμπειρία της αρθρογραφίας του, που αποφάσισε να διακόψει, αλλά και τις πεποιθήσεις του τονίζοντας πως «αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να αναλογιστούμε τι έχει αλλάξει τα τελευταία 25 χρόνια», αποδεχόμενος πως η ελπίδα που ένιωθε στις αρχές του νέου αιώνα έχει αντικατασταθεί από ένα αίσθημα αποθάρρυνσης. Υπήρξε σκληρός επικριτής του Ντόναλντ Τραμπ στη πρώτη θητεία του στον Λευκό Οίκο. Στάθηκε όμως σφοδρά αντίθετος στον Μπους τον Νεότερο, τον οποίο αποκαλούσε ψεύτη και εκλεγμένο δικτάτορα, ενώ κατήγγειλε τον συντηρητισμό, το μιλιταριστικό πνεύμα και την ακραία νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική του «που ξεθεμελίωσε το κοινωνικό status quo σε όφελος μιας ισχνής μειοψηφίας». Φυσικά του αντιτάχθηκε για τον πόλεμο στο Ιράκ. Όμως, στάθηκε αυστηρός και δεν χαρίστηκε, ούτε στον Μπαράκ Ομπάμα. Η αποχώρησή του απ την ανθογραφία γινεται λίγο πριν από την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, σα να λέει πως για ότι ήθελε να προειδοποιήσει, έχει ήδη συμβεί. «Αυτό που μου κάνει εντύπωση, κοιτάζοντας πίσω» σημειώνει, «είναι πόσο αισιόδοξοι ήταν τότε πολλοί άνθρωποι, τόσο εδώ όσο και σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, και πόσο αυτή η αισιοδοξία έχει αντικατασταθεί από θυμό και δυσαρέσκεια». Διευκρινίζει πως δεν μιλάει μόνο για τα μέλη της εργατικής τάξης που αισθάνονται προδομένοι από τις ελίτ και συνεχίζει: «Μερικοί από τους πιο θυμωμένους και πιο αγανακτισμένους ανθρώπους στην Αμερική αυτήν τη στιγμή –άνθρωποι που έχουν μεγάλη επιρροή στην επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ– είναι δισεκατομμυριούχοι που δεν αισθάνονται ότι τους θαυμάζουν επαρκώς! Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς πόσο καλά ένιωθαν οι περισσότεροι Αμερικανοί στις αρχές του 2000. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ένα επίπεδο ικανοποίησης από την κατεύθυνση της χώρας που μοιάζει σουρεαλιστικό με τα σημερινά δεδομένα. Πού πήγε αυτή η αισιοδοξία; Όπως το βλέπω εγώ, είχαμε μια συντριπτική κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις ελίτ: Το κοινό δεν πιστεύει πλέον ότι οι άνθρωποι που διοικούν τα πράγματα ξέρουν τι κάνουν ή ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ειλικρινείς».
Δεν περιορίζει την ελπίδας και την απογοήτευση να κυριαρχούν μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σημειώνει ότι και στην Ευρώπη, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, υπονόμευση, κάθε πίστη του κοινού ότι οι κυβερνήσεις ήξεραν πώς να διαχειρίζονται τις οικονομίες: «Το ευρώ ως νόμισμα επέζησε της ευρωπαϊκής κρίσης που κορυφώθηκε το 2012, η οποία οδήγησε ορισμένες χώρες σε επίπεδα Μεγάλης Ύφεσης. Αυτό που δεν επέζησε είναι η εμπιστοσύνη στους ευρωκράτες και η πίστη σε ένα λαμπρό ευρωπαϊκό μέλλον… Και δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του κοινού. Είναι εκπληκτικό να κοιτάξει κανείς πίσω και να δει πόσο πιο ευνοϊκά αντιμετωπίζονταν οι τράπεζες πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση». Άλλωστε, ο συγγραφέας 20 βιβλίων και μέγας φιλέλληνας με τακτικές επισκέψεις στην Ελλαδα, έχει επικρίνει συχνά τη γερμανική πολιτική στην ΕΕ, θεωρώντας πως επιχείρησε να εκβιάσει την Ελλάδα, όπως έκανε και με την Ιρλανδία το 2010, όταν την υποχρέωσε να μπει σε μνημόνιο, δημιουργώντας έτσι μια «Βαϊμάρη στο Αιγαίο». Χρεώνει την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στην ανευθυνότητα τόσο των δανειζόμενων, όσο και των δανειστών. Σε ένα από τα βιβλία του 2012, το End This Depression Now!, ακτινογραφώντας όλες τις οικονομικές ρυθμίσεις και πολιτικές που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα, εκτιμά ότι η εμμονή στη λιτότητα και τις περικοπές μισθών αποστερεί την οικονομία από πολύτιμα έσοδα που μπορούν στη συνέχεια να ανακυκλωθούν. Οι αγορές, λέει, δεν αναπτύσσονται αν ο φτωχός κόσμος δεν έχει να ξοδέψει, ούτε για τα βασικά, ενώ η υψηλή ανεργία περιορίζει επιπλέον την κατανάλωση. Βρίσκει αναγκαία τη μείωση του χρέους αλλά πιστεύει ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται σε φάση οικονομικής ευημερίας και όχι ύφεσης, τονίζοντας πως «αν τόσο ο ιδιωτικός, όσο και ο δημόσιος τομέας αποτύχουν να τονώσουν την οικονομία, η κρίση θα επιμηκυνθεί και θα χειροτερέψει».
Τοποθετώντας πολιτικά τον εαυτό στους φιλελεύθερους, που «στην Αμερική είναι κάτι αντίστοιχο με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες», όπως έχει εξηγήσει αστειευόμενος, στο τελευταίο του άρθρο αναρωτάται αν «υπάρχει λοιπόν διέξοδος από τη ζοφερή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;». Λίγο πριν το τέλος του κειμένου άπαντά πως «αυτό που πιστεύω εγώ είναι ότι ενώ η δυσαρέσκεια και η πικρία μπορεί να φέρει κακούς ανθρώπους στην εξουσία, μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να τους κρατήσει εκεί. Κάποια στιγμή το κοινό θα συνειδητοποιήσει ότι οι περισσότεροι πολιτικοί που καταφέρονται εναντίον των ελίτ είναι στην πραγματικότητα ελίτ οι ίδιοι με κάθε έννοια του όρου, και θα αρχίσει να τους καθιστά υπεύθυνους για την αποτυχία τους να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Και σε εκείνο το σημείο το κοινό μπορεί να είναι πρόθυμο να ακούσει ανθρώπους που δεν δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά προσπαθούν να πουν την αλήθεια όσο καλύτερα μπορούν». Σαν να προβλέπει το μέλλον, ο Πολ Κρούγκμαν, τελειώνει με το άρθρο του και την αρθρογραφία, δραματικά ειλικρινά:
«Ίσως να μην ανακτήσουμε ποτέ το είδος της εμπιστοσύνης στους ηγέτες μας που είχαμε κάποτε. Ούτε και θα έπρεπε. Αλλά αν αντισταθούμε στην κακιστοκρατία –την κυριαρχία των χειρότερων– η οποία αναδύεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μπορεί τελικά να βρούμε το δρόμο μας πίσω σε έναν καλύτερο κόσμο».
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.