Σε αλλοτινές εποχές, όπου το ρευστό έρεε άφθονο στην Ελλάδα, μία από τις λαοφιλέστερες διασκεδάσεις ήταν τα «μπουζούκια». Πανέρια με γαρύφαλλα έδιναν και έπαιρναν στα μαγαζιά. Οι αοιδοί -διασκεδαστές υμνούσαν το «θεό της νύχτας» και οι θαμώνες τους ζητωκραύγαζαν.
Σταδιακά οι μέρες της διασκέδασης άρχισαν να μειώνονται και τα λουλούδια στα πανέρια να μαραίνονται. Τουλάχιστον για κάποιους από τους κραταιούς επιχειρηματίες της εποχής αυτής. Κι εκεί που τα «μπουζούκια» δούλευαν πέντε φορές την εβδομάδα, οι μέρες λειτουργίας έγιναν τέσσερις, τρεις και τελικά δύο. Παρασκευή και Σάββατο. Όλη αυτή την ευμάρεια που όσοι ανήκουν στην γενιά των 40 και άνω γνώρισαν πριν την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, άρχισε να καταρρέει και μαζί της σαν χάρτινοι πύργοι και πολλοί από τους «ναούς» της νυχτερινής διασκέδασης.
Μεγάλα ονόματα της νύχτας άρχισαν να βρίσκονται στο περιθώριο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον αείμνηστο, Στηβ Κακέτση, του οποίου η «Νεράιδα» κατεδαφίστηκε – όπως και το όμορο Kitchen Bar – στο πλαίσιο ανάπλασης της Μαρίνας Αλίμου που πρόκειται να ξεκινήσει αργά ή γρήγορα.
Αλλά και ο Γιάννης Παπαθεοχάρης, βρέθηκε στη δίνη των εξελίξεων και της νέας εποχής καθώς τα περίφημα Αστέρια της Γλυφάδας έκλεισαν οριστικά, τουλάχιστον ως βραδινό διασκεδαστήριο μετά μουσικής, όπως τα γνωρίσαμε κάποτε, όπως και τα συγγενικά τους μαγαζιά, Balux Café, Baluxaki, Balux Seaside Escape. Τη θέση τους έλαβε το υπερπολυτελές ξενοδοχείο της Grivalia Hospitality, One & Only Aesthesis, με βασικό μέτοχο τον μεγαλοεπενδυτή, Prem Watsa, επικεφαλής του ομίλου Fairfax με συμμετοχή στη Eurobank, τα Praktiker, τη Mytilineos. Ταυτόχρονα, η GrivaliaHospitality απορρόφησε τη Ναυσικά Α.Ε. την εταιρεία του Παπαθεοχάρη που διαχειριζόταν όλα τα παραπάνω καταστήματα, με τον όμιλο Παπαθεοχάρη να διατηρεί πλέον τη διαχείριση στα εστιατόρια Ark, Βalux Family, Bungalow 7, που βρίσκονται εντός του ευρύτερου συγκροτήματος των Αστεριών.
To Διογένης Studio και το Αθηνών Αρένα
Όμως η παραπάνω περίπτωση δεν ήταν η μοναδική, κατά την οποία περιουσιακά στοιχεία που διαχειριζόταν ο όμιλος Παπαθεοχάρη, πέρασαν σε άλλους επιχειρηματίες ή επιχειρηματικά σχήματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των εταιρειών Δείγμα Επενδυτική Α.Ε. και Νίκη και Πολύμνια Α.Ε., εταιρείες στις οποίες υπάγονταν τα νυχτερινά κέντρα Διογένης Studio στη λεωφόρο Συγγρού και Αθηνών Αρένα στην οδό Πειραιώς. Και τα δύο αποκτήθηκαν από την Prodea Properties, η οποία πρόσφατα πούλησε το δεύτερο στον όμιλο του επιχειρηματία Γιάννη Παπαλέκα. Προοπτική είναι το άλλοτε μεγαλύτερο – εάν δεν απατώμαι – από πλευράς χωρητικότητας κέντρο διασκέδασης, το Αθηνών Αρένα, να μετατραπεί σε κτίριο γραφείων.
Για όσους θυμούνται καλύτερα, ο άλλοτε υπουργός της κυβέρνησης Παπανδρέου και δικηγόρος στο επάγγελμα, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, είχε πει ότι τα «μπουζούκια» αποτελούν «πολιτιστικά κέντρα». Πού αν το δει κανείς πιο μακροσκοπικά ίσως και να είχε δίκιο. Ίσως… Ωστόσο υπάρχει και η οπτική που λέει ότι τα «μπουζούκια» δεν είναι παρά ένας χώρος εφήμερης διασκέδασης. Πάντα όμως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση σε όλα αυτά.
Τα «μπουζούκια» στην Ελλάδα συνδυάστηκαν έντονα με μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο στην Ελλάδα και μάλιστα αρκετά μεγάλη. Πλέον αποτελούν ένα μικρότερο μέρος της διασκέδασης των Ελλήνων, και σε πολλές των περιπτώσεων έχουν αλλάξει χαρακτήρα με έμφαση σε μικρότερα και πιο “συγκεντρωμένα” από πλευράς χωρητικότητας μαγαζιά. Κάποιοι πάντως που γνωρίζουν τα πράγματα ή τα γνώρισαν από κοντά τις εποχές εκείνες, έχουν να θυμούνται και να περιγράφουν χαρακτηριστικές στιγμές, όπου τα χρήματα έβγαιναν από τα μαγαζιά μετά το κλείσιμο, στοιβαγμένα σε μαύρες σακούλες. Χρήματα που πιθανώς ξοδεύτηκαν με τη σειρά τους σε άλλες εφήμερες απολαύσεις και σε πολυτέλειες, που στην εποχή τους ήταν σχεδόν αυτονόητες αλλά και απαραίτητο στοιχείο κοινωνικού status, όχι μόνο για τους έχοντες αλλά και για τους μη έχοντες. Ο Κωστόπουλος, ο άλλοτε άρχων του περιοδικού τύπου, αναφερόταν σε κάποιο από τα περιοδικά του στους «χλιδάφραγκους». Εκείνους δηλαδή που ζούσαν τότε, ξοδεύοντας ένα μισθό που δεν τους περίσσευε για να αγοράσουν ένα παπούτσι Prada ή μία τσάντα Louis Vuitton.
Η εποχή λοιπόν της ευμάρειας – πλασματικής ή και όχι – παρήλθε. Και μαζί της ένα μεγάλο μέρος των άλλοτε κραταιών ναών της νυχτερινής διασκέδασης κατακρημνίστηκε. Στη θέση τους πια αναδύονται πολυτελή ξενοδοχεία αλλά και βιοκλιματικά γραφεία πιστοποιημένα κατά το διεθνές πρότυπο “LEED” για τα επονομαζόμενα πράσινα κτίρια. Όπως και αν το δει κανείς και τότε αλλά και τώρα, δεν είναι όλα αυτά παρά σημεία των καιρών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.