Ένα από τα μικρότερα ποσοστά συνέχισης της εργασίας μετά τη συνταξιοδότηση παρουσιάζει η Ελλάδα μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό προκύπτει από στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού που επικαλείται η Eurostat, βάσει των οποίων στη χώρα μας το 2023 μόλις το 4,2% των εργαζομένων ηλικίας 50 έως 75 ετών που συνταξιοδοτήθηκαν, συνεχίζουν να εργάζονται.
Ένα μέρος όσων επιλέγουν να συνεχίσουν να εργάζονται στην Ελλάδα παρά τη συνταξιοδότησή τους, απαντούν ότι το κάνουν επειδή χρειάζονται τα χρήματα από τη συγκεκριμένη απασχόληση και ένα σχετικά μικρό ποσοστό, επειδή τους ευχαριστεί η δουλειά που έκαναν πριν συνταξιοδοτηθούν και θέλουν να τη συνεχίσουν να την κάνουν. Με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού που διενεργήθηκε το 2023, η πλειονότητα των ατόμων δεν εργάστηκε (22,4%) ή σταμάτησε να εργάζεται (64,7%) στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τους 6 μήνες μετά τη λήψη της σύνταξης γήρατος. Μόνο το 13% συνέχισε να εργάζεται. Μεταξύ εκείνων που συνέχισαν να εργάζονται, περίπου οι μισοί συνέχισαν όπως πριν, ενώ για τους άλλους μισούς υπήρξαν αλλαγές, όπως αλλαγή εργασίας, λιγότερες ώρες εργασίας ή εργασία σε δεύτερη δουλειά ενώ σταμάτησαν την πρώτη δουλειά. Το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που συνέχισαν να εργάζονται βρέθηκαν στις χώρες της Βαλτικής, την Εσθονία (54,9%), τη Λετονία (44,2%) και τη Λιθουανία (43,7%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στη Ρουμανία (1,7%), την Ελλάδα (4,2%). ) και την Ισπανία (4,9%). Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι συνεχίζουν να εργάζονται μετά τη λήψη σύνταξης γήρατος ήταν επειδή τους άρεσε να εργάζονται και να είναι παραγωγικοί, όπως τουλάχιστον δηλώνει το 36,3% των ανθρώπων που ερωτήθηκαν ή λόγω οικονομικής ανάγκης όπως απαντά το 28,6%. Άλλοι παράγοντες που οδηγούν τους συνταξιούχους στην απόφαση να συνεχίσουν να εργάζονται, είναι η επιθυμία διατήρησης της κοινωνικής ένταξης (11,2%) και η οικονομική ελκυστικότητα της εργασίας (9,1%). Αναφέρθηκαν επίσης ως λόγοι για τη συνέχιση της εργασίας για το 3,5%, το ότι ο σύντροφος ή η σύντροφός κάποιου που βγήκε σε σύνταξη, εξακολουθούσε να εργάζεται. Η Δανία με 61%, η Ολλανδία με 59,6% και η Ιταλία με 51,7% είχαν το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που συνέχισαν να εργάζονται επειδή τους άρεσε. Αντίθετα, το μικρότερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν αυτόν τον λόγο ήταν στην Ισπανία (17,9%), την Κύπρο (19,1%) και τη Σλοβακία (20,4%). Από την άλλη, η οικονομική αναγκαιότητα ήταν ο κύριος λόγος για τη συνέχιση της εργασίας στην Κύπρο (68,6%), τη Ρουμανία (54,3%) και τη Βουλγαρία (53,6%), ενώ η Σουηδία (9,4%), η Τσεχία (12,4%) και το Λουξεμβούργο (14,4%) %) κατέγραψε το χαμηλότερο μερίδιο σε αυτό το πεδίο.
Το μεγαλύτερο ποσοστό κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα για παροχές γήρατος
Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει το γεγονός ότι στη χώρα μας το μεγαλύτερο ποσοστό κοινωνικών παροχών, αντιστοιχεί σε δαπάνες για παροχές γήρατος. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρουν ότι οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας την Ελλάδα, κατανέμονται στις εξής οκτώ κατηγορίες: ασθένεια, αναπηρία, γήρας, επιζώντες/χηρεία, οικογένεια/τέκνα, ανεργία, στέγαση και κοινωνικός αποκλεισμός. Συνολικά, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας για το έτος 2022 ανήλθαν σε 49.614 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2,1% σε σχέση με το 2021. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών αφορά σε δαπάνες για παροχές γήρατος, οι οποίες για το έτος 2022 αποτελούσαν το 51,8% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας και παρουσίασαν αύξηση 1,3% σε σχέση με το 2021. Ακολουθούν, κατά φθίνουσα σειρά, οι δαπάνες για παροχές ασθένειας, οι οποίες για το έτος 2022 αποτελούσαν το 22,9% των συνολικών δαπανών, αυξημένες κατά 5,0% σε σχέση με το 2021 και οι δαπάνες για παροχές σε επιζώντες/χηρεία, οι οποίες αποτελούσαν το 9,9%, αυξημένες κατά 1,7% σε σχέση με το 2021.Τα έσοδα για την κοινωνική προστασία ανήλθαν σε 52,84 εκατομμύρια ευρώ το 2022, αυξημένα κατά 3,5% σε σχέση με το 2021. Επιπλέον, το 2022, το 47,1% των εσόδων προήλθε από ασφαλιστικές εισφορές (εργοδοτών και ασφαλισμένων) ενώ το 48,1% προήλθε από συνεισφορές του κράτους.
Οι δικαιούχοι κύριας σύνταξης το 2022 στην Ελλάδα
Εκτός από τα ποσοστικά στοιχεία εσόδων και δαπανών κοινωνικής προστασίας το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Στατιστικών Κοινωνικής Προστασίας (ESSPROS-European System of Integrated Social Protection Statistics-Core System) που επικαλείται η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει και τον αριθμό δικαιούχων σύνταξης.
Για το 2022 ο συνολικός αριθμός δικαιούχων κύριας σύνταξης, χωρίς διπλή καταγραφή (δηλαδή καταμετρώντας μία μόνο φορά δικαιούχους με πολλαπλές συντάξεις), ανήλθε σε 2.431.715 άτομα έναντι 2.419.479 το 2021 παρουσιάζοντας αύξηση 0,5%.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.