Σαν την επισημοποίηση ενός προδιαγεγραμμένου τέλους έγινε γνωστή η είδηση ότι η ιστορική οινοποιία Τσάνταλης κατέθεσε αίτηση πτώχευσης, σηματοδοτώντας το τέλος μιας μακράς και επιτυχημένης πορείας στον ελληνικό οινοποιητικό κλάδο.
Μια είδηση που μπορεί να αποτελεί σίγουρα μία πολύ δυσάρεστη εξέλιξη, ήταν όμως σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη, καθώς, με χρέη που υπερβαίνουν τα 65 εκατομμύρια ευρώ, η εταιρεία δύσκολα θα κατάφερνε να επιβιώσει από τα οικονομικά της προβλήματα. Συγκεκριμένα, η Τσάνταλης παρουσιάζεται να χρωστάει πάνω από 65 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα περισσότερα στις τράπεζες, με το ποσό να ξεπερνάει τα 28 εκατ. ευρώ. Μεγάλα χρέη, πάνω από 18 εκατ. ευρώ, φαίνεται να έχει και σε ΕΦΚΑ και εφορία, ενώ και προς τους 300 εργαζόμενους, οφείλονται άνω από 2,7 εκατ. ευρώ.
Τα οικονομικά προβλήματα και η εξαγορά που δεν έγινε
Γίνεται αντιληπτό ότι τα τελευταία χρόνια, η Τσάνταλης βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και παρά τις προσπάθειες εξυγίανσης και την αναζήτηση αγοραστή, η εταιρεία δεν κατάφερε να βρει βιώσιμη λύση.
Το οινοποιείο στον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής έκλεισε και οι 70 εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε επίσχεση εργασίας. Η φετινή χρονιά ήταν η πρώτη στην ιστορία της εταιρείας που δεν έγινε τρύγος, με αποτέλεσμα την αδυναμία εμφιάλωσης και διάθεσης προϊόντων.
Η πρόταση από τα «Ελληνικά Οινοποιεία» των αδελφών Ηλία και Θωμά Γεωργιάδη, που είχαν αποκτήσει την εταιρεία Μπουτάρης, δεν προχώρησε, αφήνοντας την Τσάνταλης χωρίς θετική λύση. Η αίτηση πτώχευσης και στάσης πληρωμών κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και αναμένεται να συζητηθεί στις 11 Οκτωβρίου
Ανατρέχοντας στις πιο πρόσφατες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, αυτές αφορούν στη χρήση του 2021. Εκεί, παρατηρούμε ότι ο κύκλος εργασιών της εταιρείας Τσάνταλη αυξήθηκε στα 24,26 εκατ. ευρώ έναντι 22,34 εκατ. ευρώ το 2020, με το τελικό αποτέλεσμα όμως να είναι ζημίες και πάλι ζημίες, ύψους, 2,2 εκατ. ευρώ, περιορισμένες πάντως σε σχέση με τις ζημιές των 4,7 εκατ. ευρώ το 2020. Τότε, οι συσσωρευμένες ζημίες έφταναν τα 41,4 εκατ. ευρώ, τα δάνεια υπερέβαιναν συνολικά τα 33 εκατ. ευρώ ενώ το σύνολο των υποχρεώσεων ξεπερνούσε τα 55,3 εκατ. ευρώ.
Πλέον, η εταιρεία, σύμφωνα με πληροφορίες, υπολειτουργεί, ενώ μπορεί να πουλάει τα προϊόντα της μόνο σε πελάτες στην Ελλάδα που δεν είναι εγκεκριμένοι αποθηκευτές, δηλαδή σε σούπερ μάρκετ και κάβες. Πάντως, σύμφωνα με μαρτυρίες εργαζομένων, οι πωλήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας προς τα σούπερ μάρκετ ήταν σημαντικές σε μέγεθος, ενώ αρνητικά φαίνεται να επίδρασε και ο πόλεμος στην Ουκρανία, με το «κλείσιμο» της ρωσικής αγοράς. Σημειώνεται ότι η Τσάνταλης είχε βραβευτεί στη Ρωσία με το κρασί της από τους αμπελώνες του Αγίου Όρους να έχει μεγάλη απήχηση στους υψηλούς αξιωματούχους του Κρεμλίνου.
Η ιστορική διαδρομή προς την επιτυχία
Η ιστορία της οικογένεια Τσάνταλη στην καλλιέργεια αμπελιών και την παραγωγή κρασιού και αποσταγμάτων ξεκίνησε, ουσιαστικά το 1890, με τον παππού Γιωργάκη να έχει γίνει γνωστός επειδή «έβγαζε το καλύτερο σταφύλι». Ο, γεννημένος το 1913, Ευάγγελος Τσάνταλης, ιδρυτής της εταιρείας, άνοιξε το πρώτο οινοποιείο στις Σέρρες το 1938.
Η μεταφορά της εταιρείας στη Θεσσαλονίκη το 1945 και το άνοιγμα αποστακτηρίου ούζου αποτέλεσαν σημαντικά ορόσημα στην πορεία της. Το 1948, δημιουργήθηκε το οινοποιείο στη Νάουσα, και το 1962 ξεκίνησαν οι πρώτες εξαγωγές, ενώ 7 χρόνια αργότερα αρχίζει η αναβίωση Αγιορείτικου Αμπελώνα.
Tο 1971 η ατομική επιχείρηση του Ευάγγελου Τσάνταλη μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρεία με έδρα τον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής.
Η εταιρεία έφτασε στο απόγειο της φήμης της τη δεκαετία του 1970 και του 1980 με τα κρασιά Agioritikos και Μακεδονικός, ενώ το 1991 ανέλαβε το οινοποιείο Ραψάνη, που μέχρι τότε άνηκε στο υπουργείο Γεωργίας, ενώ το 1995 αναβίωσε τον ιστορικό αμπελώνα στη Μαρώνεια Θράκης και ξεκίνησε η καλλιέργεια των αμπελώνων Τσάνταλη με «βιολογικές μεθόδους» κατά το πρότυπο της Ε.Ε.
Η μεγάλη κληρονομιά της Τσάνταλης
Η Τσάνταλης ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο γνωστές ελληνικές οινοποιίες, με παρουσία σε 50 χώρες παγκοσμίως. Η εταιρεία είχε επενδύσει σε εκατοντάδες στρέμματα αμπελώνων σε περιοχές όπως το Άγιο Όρος, η Νάουσα, η Ραψάνη, η Χαλκιδική και η Μαρώνεια Θράκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην έκδοση 2015 – 2016 “Families of Wine” του εκδοτικού οίκου Meininger, η οικογένεια Τσάνταλη βρίσκεται ανάμεσα στις 59 κορυφαίες οικογένειες του κλάδου από όλο τον κόσμο.
Στο παρελθόν η μέση ετήσια παραγωγή έφτανε στα 8.964.000 μπουκάλια και 1.863.000 αποστάγματα. Κατείχε το 31% από το σύνολο των εξαγωγών κρασιού, ενώ το 55% της ετήσιας παραγωγής της «ταξίδευε» στο εξωτερικό και σε 55 χώρες.
Το δέσιμο της οικογένειας Τσάνταλη με τα αμπέλια φαίνεται χαρακτηριστικά στα λόγια του Ευάγγελου Τσάνταλης, κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνέντευξης που είχε δώσει, το 1996, στο περιοδικό «Γεύση». «Η μοναδική δουλειά που γνώρισα από παιδί ήταν το κρασί, το τσίπουρο και το ούζο. Και όταν αγαπάς πολύ μια δουλειά καταλήγεις να γίνεις σκλάβος της. Ας είναι όμως, αν ο Θεός μου χάριζε κι άλλα χρόνια, πάλι αμπέλια θα φύτευα», είχε δηλώσει, λίγο μόλις διάστημα πριν φύγει από τη ζωή.
Σημειώνεται ότι παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε τα προηγούμενα χρόνια, πριν την εμφάνιση των προβλημάτων, η Τσάνταλης παραμένει μία οικογενειακή επιχείρηση. Συγκεκριμένα, από 37% μοιράζονται ως μετοχικό ποσοστό οι κόρες του Eυάγγελου Tσάνταλη, Iωάννα και Xάιδω, και ένα 25% κατέχει ο ανιψιός του Γιώργος, ο οποίος στάθηκε πολύ στο πλευρό του.
Τα τελευταία χρόνια την διοίκηση της επιχείρησης είχαν η Ιωάννα Τσάνταλη και ο Άγγελος Δημητριάδης, σύζυγος της Χάιδως Τσάνταλη. Ο κ. Δημητριάδης είναι ένας άνθρωπος με γνώσεις τόσο στο κρασί, αφού η οικογένειά του είχε ένα μικρό οινοποιείο, όσο στις επιχειρήσεις, στον οποίο «έπεσε ο κλήρος» να διαχειριστεί μερικές πολύ δύσκολες και δυσάρεστες αποφάσεις.
Ο ίδιος είχε περιγράψει την γνωριμία του με τον Ευάγγελο Τσάνταλη και στο στοιχείο που τους έφερε κοντά: «Γνωριστήκαμε σε μία κοινωνική εκδήλωση το 1978. Ήξερε ότι είχα οικογενειακούς δεσμούς με το κρασί, αλλά νομίζω ότι εντυπωσιάστηκε από το ότι μιλούσα συνεχώς, και με πάθος, για το κρασί. Από τότε, ήθελε να είμαι πάντα δίπλα του. Είμαι τυχερός, που είχα έναν μεγάλο δάσκαλο, άριστο γνώστη του οίνου, κοντά μου για 20 σχεδόν χρόνια».
Η αγάπη του για το κρασί άλλωστε ήταν φανερή και στα λόγια με τα οποία περιέγραφε την σχέση του μαζί του, σε παλαιότερη συνέντευξή του. «Είναι μια δυνατή λέξη. Για μένα είναι στοιχείο ζωής, το κρασί είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Πίνεις νερό, αναψυκτικό. Το κρασί δεν το πίνεις, το απολαμβάνεις και απολαμβάνεις κάτι που σέβεσαι. Δεν σταματώ να τονίζω στους πωλητές μας ότι δεν θα πρέπει να παρουσιάζουν τα κρασί σαν ένα οποιοδήποτε προϊόν. Δεν δέχομαι τον χαρακτηρισμό βιομήχανος για την οινοποιία μας. Δεν είμαστε βιομηχανία, είμαστε οινοποιία».
Σε κάθε περίπτωση, και παρά το γεγονός ότι η τέταρτη γενιά της οικογένειας δεν κατάφερε να αποφύγει τον δρόμο της πτώχευσης, η συνεισφορά της εταιρείας στον ελληνικό οινοποιητικό κλάδο είναι αναμφισβήτητη.
Με αγωνία περιμένουν τις εξελίξεις οι υπάλληλοι της εταιρείας
Πλέον, εκτός από την οικογένεια Τσάνταλη, με αγωνία περιμένουν τις εξελίξεις και οι εργαζόμενοι της εταιρείας, οι οποίοι περιμένουν, έστω και την έσχατη στιγμή, να βρεθεί κάποιος επενδυτής που θα αναλάβει τα ηνία και θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν στις δουλειές τους.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.