Ένα σημαντικό μέρος της πίτας επιδιώκουν να αποσπάσουν από την ελληνική αγορά προϊόντων μόδας, οι νεοεισερχόμενες αλυσίδες που κατατάσσονται στην κατηγορία του fast fashion. Έτσι, εκτός από τους παραδοσιακούς και εδραιωμένους παίκτες όπως είναι η Zara και τα H&M και άλλες πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως είναι η πολωνική Pepco, η τουρκική LC Walkiki, η επίσης πολωνική Sinsay αλλά και η γαλλική Kiabi, που υπάγεται στον ίδιο όμιλο με τη Dekathlon, είτε επεκτείνονται, είτε εξετάζουν την είσοδό τους στην αγορά (στην περίπτωση της Kiabi).
Η πορεία της Pepco άνοιξε στη χώρα μας το πρώτο της κατάστημα στον Piraeus Retail Park της Trade Estates τον Οκτώβριο του 2022. Στον σχεδιασμό της για τη χώρα μας είναι να φτάσει προσεχώς τα 60 καταστήματα έως και το 2026. Εκτός από την ανάπτυξη αυτόνομων καταστημάτων, στη στρατηγική της Pepco είναι να εισχωρεί σε αστικές περιοχές ή να δημιουργεί καταστήματα σε εμπορικούς πόλους ή σε σημεία που υφίστανται μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ή γνωστές λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι συνεργασίες τόσο με την Public όσο και με την ΑΒ Βασιλόπουλος. Η μέση επιφάνεια των καταστημάτων που ανοίγει ανέρχονται σε περίπου 500 τετραγωνικά μέτρα.
Αρκετά ταχύτερους ρυθμούς ακολουθεί η επίσης πολωνική Sinsay, η οποία ξεκίνησε με το πρώτο της κατάστημα στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2023 και επιδιώκει έως και το τέλος του 2025 να έχει φτάσει και εκείνη τα 60 καταστήματα. Τα καταστήματά της κατά κύριο λόγο ανέρχονται σε επιφάνεια περί τα 1.000 τετραγωνικά μέτρα, ενώ κατά περίπτωση λειτουργεί και σημεία πώλησης 600 έως και 700 τετραγωνικών. Ήδη η Sinsay έχει δημιουργήσει 8 καταστήματα στη χώρα και επεκτείνεται με ταχείς ρυθμούς.
Από την άλλη η τουρκική LC Walkiki αποτελεί και αυτή μία από τις νεοεισερχόμενες επιχειρήσεις στην ελληνική αγορά. Στην Ελλάδα έκανε την εμφάνισή της το 2018 ανοίγοντας το πρώτο της κατάστημα στην Ξάνθη, ενώ η είσοδός της στην αθηναϊκή αγορά πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα με δύο σημεία σε River West και Piraeus Retail Park. Στις αρχές εκείνης της χρονιάς, η τουρκική αλυσίδα μετρούσε μόλις 5 καταστήματα στη χώρα μας, ενώ σήμερα η θυγατρική της στην ελληνική αγορά με περισσότερα από 12 σημεία πώλησης έχει θέσει ως στόχο να αποκτήσει συνολικά 30 καταστήματα.
Στο προηγούμενο διάστημα βέβαια υπήρξαν και αποτυχημένες απόπειρες δραστηριοποίησης στην Ελλάδα με χαρακτηριστική την Forever21, η οποία πρόλαβε να δημιουργήσει κατάστημα στην Ερμού το 2016 για να διακόψει τη λειτουργία της τρία χρόνια αργότερα. Στους αρχικούς στόχους της εταιρείας στην Ελλάδα αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές ήταν η ταχεία ανάπτυξη και το μόνο εμπόδιο σε αυτή ήταν η αδυναμία εύρεσης μεγάλων εμπορικών χώρων. Συγκεκριμένα για την χώρα μας σχέδια υπήρχαν για επέκταση στην Θεσσαλονίκη ενώ προβληματική ήταν στην Αθήνα η δημιουργία καταστήματος σε Mall λόγω το παραπάνω προβλήματος.
Πρόσφατη έρευνα Fashion (Re)search της GLAMI, κορυφαίας ευρωπαϊκής πλατφόρμας αναζήτησης μόδας, αναφέρει ότι η ποιότητα των fast fashion προϊόντων αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για το 40% των Ελλήνων e-shoppers. Επίσης, ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στο 39% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θα ήθελε να έχει περισσότερο βιώσιμες αγοραστικές συνήθειες, εντούτοις επηρεάζεται από τις χαμηλότερες τιμές που προσφέρουν τα fast fashion brands με αποτέλεσμα η βιωσιμότητα να αποτελεί για εκείνους ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας.
H παγκόσμια αγορά fast fashion
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista η παγκόσμια αξία της αγοράς fast fashion από 91 δισεκατομμύρια δολάρια που ήταν το 2021 υπολογίζεται ότι το 2027 θα φτάσει στα 198 δισεκατομμύρια δολάρια.
Δεν υπάρχει μια καθορισμένη τιμή, προσφορά προϊόντων ή ακόμη και συγκεκριμένος βαθμός εποχικότητας που να κατηγοριοποιεί ένα brand ως fast fashion Αντίθετα, είναι ένας τρόπος παραγωγής, μάρκετινγκ και πώλησης ρούχων που συντείνουν στο να αποδώσει κανείς σε μία εταιρεία αυτόν τον τίτλο. Πλέον, ολόκληρος ο κλάδος της μόδας βασίζεται σε συστήματα που αναπτύχθηκαν μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση για παραγωγές κλίμακας που θα επέτρεπαν κατ’ επέκταση οικονομίες κλίμακας. Και εξαιτίας αυτού, πρέπει να παράγονται τεράστιοι όγκοι προϊόντων προκειμένου να επιτυγχάνεται το βέλτιστο κόστος και η αντίστοιχη τιμολόγηση στα ράφια των καταστημάτων.
Έως και τη δεκαετία του 1990, οι κύκλοι των τάσεων επιταχύνθηκαν, με πρωτοπόρους της αγοράς να αποτελούν brands όπως η Forever21 και η Zara, οι οποίες άρχισαν να παράγουν ρούχα σε πάνω από 52 «micro-season» ετησίως. Τώρα, καθώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενισχύουν τις τάσεις με ταχύτερους ρυθμούς, νεότερες μάρκες που ενίοτε έχουν παρουσία μόνο στο διαδίκτυο όπως η Shein και η Temu παράγουν με ακόμη πιο γρήγορο ρυθμό, χρησιμοποιώντας εξελιγμένους αλγόριθμους για να φέρουν νέα στυλ στην αγορά μέσα σε λίγες μέρες, και μερικές φορές αυτή η δραστηριότητα αναφέρεται ως ultra-fast fashion.
Ο αντίκτυπος στο περιβάλλον
Ο αντίκτυπος fast fashion στο περιβάλλον αποτελεί ωστόσο ένα πολυεπίπεδο ζήτημα. Χαρακτηριστική είναι η έκθεση του 2023 προερχόμενη από το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), η οποία ανέφερε ότι η μόδα ευθύνεται για έως και το 10% των ετήσιων παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα. Από την πλευρά της παραγωγής, η υπερβολική χρήση κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων με βάση το πετρέλαιο όπως ο πολυεστέρας σημαίνει ότι οι μάρκες βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα για τη δημιουργία νέων προϊόντων. Σύμφωνα με την έκθεση του Business of Fashion για το 2023, Ο πολυεστέρας με βάση το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει περίπου το 50% της παραγωγής ινών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.