22 Νοέ 2024
READING

Γιατί οι εργοδότες δε μπορούν να βρουν εργαζόμενους;

5 MIN READ

Γιατί οι εργοδότες δε μπορούν να βρουν εργαζόμενους;

Γιατί οι εργοδότες δε μπορούν να βρουν εργαζόμενους;

Την ώρα που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία στη χώρα μας αγγίζει το 11%, ποσοστό που μεταφράζεται σε 525 χιλιάδες ανέργους, 9 στις 10 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό. Τι λοιπόν είναι αυτό που συμβαίνει και εμποδίζει εργοδότες και εργαζόμενους να «συναντηθούν» προκειμένου να καλυφθεί το κενό που παρουσιάζεται στην αγορά εργασίας;

Η κατηγοριοποίηση των ανέργων

Αρχικά, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι μία η κατηγορία των ανθρώπων που αναζητούν εργασία, ή είναι άνεργοι. Διαφέρουν τόσο σε εργασιακή εμπειρία και μορφωτικό επίπεδο, όσο και σε ηλικία και υποχρεώσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σύμφωνα με την ΔΥΠΑ, οι πιο «δεκτικοί» σε εργασιακά ραντεβού είναι οι άνεργοι της κατηγορίας 30-54 ετών. Άνθρωποι οι οποίοι συνήθως έχουν πολλές οικονομικές υποχρεώσεις, ζουν μόνοι τους ή έχουν να συντηρήσουν και οικογένεια και δεν έχουν περιθώρια να αρνηθούν μια ευκαιρία για επανένταξη στην αγορά εργασίας. Στον αντίποδα όμως, βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία όσων δεν έχουν εργασία και που για διαφορετικούς λόγους δύσκολα θα συμβιβάζονταν με όσα τους προσφέρονται.

Στην πλειοψηφία τους είναι νέοι σε ηλικία, οι οποίοι έχουν μία στάση ζωής που φέρνει στο προσκήνιο μία πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου. Είναι άνθρωποι συνειδητοποιημένοι που αρνούνται να θυσιάσουν την προσωπική τους ζωή για τον βασικό μισθό, ή για χρήματα που δεν ανταποκρίνονται στο μορφωτικό τους επίπεδο. Άλλωστε μία «ατάκα» που ακούγεται πολύ συχνά από άτομα που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία είναι ότι ενώ οι ίδιοι έχουν σπουδάσει δε μπορούν να απολαύσουν το βιοτικό επίπεδο που είχαν οι γονείς τους στην ηλικία τους.

Ακόμα, στους νεαρότερους σε ηλικία ανέργους, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η συμβίωση με τους γονείς τους.

Έχοντας ένα οικονομικό στήριγμα, αισθάνονται πιο ασφαλείς να αρνηθούν μια εργασία που δε θα τους ικανοποιεί. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι νέοι μεταξύ 18-35 ετών εμφανίζονται σε έρευνες να δηλώσουν ως πρώτη πηγή του εισοδήματός τους την οικονομική στήριξη από γονείς ή συγγενείς, και όχι τη μισθωτή εργασία, που παρουσιάζεται στη δεύτερη θέση. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι γονείς είναι εκείνοι που αποτρέπουν τα παιδιά τους να δεχθούν τις θέσεις εργασίας που τους προτείνονται, καθώς θεωρούν ότι αυτές δεν είναι αντάξιες των προσόντων που διαθέτουν τα παιδιά τους.

Στροφή στα ευέλικτα μοντέλα εργασίας

Μία ακόμα σημαντική διαφοροποίηση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια είναι η στροφή των εργαζόμενων προς τα ευέλικτα μοντέλα εργασίας. Ειδικά μετά την πανδημία, οι άνθρωποι δείχνουν να έχουν επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές τους, αρνούμενοι να «κλειστούν» σε ένα γραφείο.

Έτσι, προτιμούν εργασίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να εργαστούν από οποιοδήποτε μέρος της γης επιλέξουν ή, έστω, τους προσφέρουν την ευκαιρία να εργάζονται ορισμένες μέρες από το σπίτι τους. Αυτό φυσικά ισχύει κυρίως για ανθρώπους που οι εργασίες τους τούς επιτρέπουν να κάνουν κάτι τέτοιο.

Έτσι, παρατηρείται πιο έντονα το φαινόμενο να μη μπορούν να βρουν οι επιχειρήσεις προσωπικό με υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων, αν δεν είναι πρόθυμες να συμβιβαστούν στην συγκεκριμένη απαίτηση. Φυσικά αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αφού και στο εξωτερικό η λεγόμενη «Μεγάλη Παραίτηση» οδήγησε εκατομμύρια εργαζομένων στο να αποχωρήσουν από την εργασία τους.

Άλλες περιπτώσεις

Εκτός των περιπτώσεων που αναλύσαμε, πολλοί άνεργοι έχουν επιλέξει να συνεχίσουν τις σπουδές τους ή να αναπτύξουν νέες δεξιότητες, ενώ φυσικά υπάρχει και η αδήλωτη εργασία που «κρύβει» ένα ποσοστό εργαζομένων. Ακόμα, με το κυκλοφοριακό πρόβλημα να είναι έντονο, δύσκολα πλέον κάποιος δέχεται μια εργασία που θα απαιτεί να περνάει τουλάχιστον 2 ώρες επιπλέον του ωραρίου του στους δρόμους.

Ακόμα, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στους μακροχρόνια ανέργους υπάρχουν άνθρωποι που φοβούνται ότι πλέον δεν είναι ικανοί να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επαγγέλματός τους και στις νέες δεξιότητες που ίσως απαιτούνται, ενώ μετά την πανδημία, δυστυχώς, πολλοί άνεργοι έχουν αναπτύξει και ψυχολογικά προβλήματα που τους κρατάνε αποκομμένους όχι μόνο από την εργασία αλλά και από την κοινωνική ζωή.

Η ευθύνη των εργοδοτών

Ακόμα, σε όλα αυτά δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι η χώρα μας απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί ως εργασιακός παράδεισος. Αντιθέτως, οι κακοπληρωμένες εργασίες, οι απλήρωτες υπερωρίες, τα μισά ένσημα και οι μη επαγγελματικές συμπεριφορές στους εργασιακούς χώρους είναι συνηθισμένα φαινόμενα.

Όσο λοιπόν κι αν διαμαρτύρονται πχ οι εργοδότες ότι δεν βρίσκουν άτομα για σεζόν, δεν αρκεί για να πειστεί ένας νέος να αποδεχθεί συνθήκες «γαλέρας» και μισθούς πείνας. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προτρέψει τους επαγγελματίες που είχαν παράπονα ότι δεν βρίσκουν εργατικό προσωπικό να πληρώσουν παραπάνω.

Φυσικά αυτή η κατάσταση δεν ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία. Όταν η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προσφέρει μισθούς κοντά στα 700 ευρώ καθαρά (όσα δηλαδή είναι περίπου ο κατώτατος μισθός), και το επίδομα ανεργίας είναι 510 ευρώ, είναι ίσως λογικό να προτιμήσει κάποιος να ζει με επιδόματα παρά να εργαστεί, ειδικά σε άσχημες συνθήκες. Για να μην αναφερθεί κάποιος στο γεγονός ότι ενώ όλος ο πολιτισμένος κόσμος συζητά το ενδεχόμενο της 4ημερης εργασίας με ίδιες αποδοχές, στην Ελλάδα νομιμοποιείται η εξαήμερη εργασία. Αυτό μπορεί να το δεχόταν μια άλλη γενιά, η σημερινή όμως φαίνεται ότι δεν το κάνει.

Με το κόστος της ζωής να αυξάνεται συνεχώς, μια μεγάλη μερίδα ανέργων δείχνουν να έχουν αποφασίσει ότι ή θα βρουν μία εργασία που θα τους επιτρέψει να ζήσουν με αξιοπρέπεια ή δε θα αλλάξουν την εργασιακή τους κατάσταση. Το ερώτημα «ποιος θα κάνει πίσω» βρίσκει απάντηση μάλλον στο «όποιος έχει περισσότερη ανάγκη». Κι αυτό είναι κάτι που μένει να φανεί.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.