Η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών – πάνω από 90% – έχει επιλέξει τα λεγόμενα «πράσινα» τιμολόγια ρεύματος. Μια κατηγορία δηλαδή όπου η τιμή της κιλοβατώρας στο χρηματιστήριο ενέργειας παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, αφού καθορίζει και το ύψος του λογαριασμού. Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε να το κάνει, γιατί η κατάσταση άλλαξε μόλις μπήκε ο Απρίλιος. Ενώ δηλαδή η κιλοβατώρα έγινε φθηνότερη, η μέση τιμή της, αυξήθηκε κατά 3% και από 10,5 λεπτά τον Μάρτιο, διαμορφώθηκε στα 10,8 λεπτά τον Απρίλιο.
Το ίδιο θα συμβεί δυστυχώς και τον επόμενο μήνα και μέχρι να καλυφθεί πλήρως το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ που αποτελεί την αξία της χαμένης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω ρευματοκλοπών για το 2023. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών τους έχουν ήδη πληρώσει περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ για τις κλοπές ρεύματος την διετία 2021-2022.
Αυτό συμβαίνει – κυρίως – γιατί δυστυχώς, μια πολύ σημαντική μεταρρύθμιση έχει «μαγκώσει» στα γραφειοκρατικά γρανάζια της κυβέρνησης. Μια μεταρρύθμιση που σχεδιάστηκε το 2014 και προέβλεπε την αντικατάσταση 7,3 εκατομμυρίων αναλογικών μετρητών ρεύματος με «έξυπνους» ψηφιακούς που δεν θα άφηναν σχεδόν κανένα περιθώριο ρευματοκλοπής στους επιτήδειους. Κι αν θεωρήσει κανείς πως το κόστος των 1,2 δις€ για την αντικατάστασή τους είναι μεγάλο και δυσκολεύει την κατάσταση, αρκεί να υπολογίσει το κόστος της ρευματοκλοπής τα τελευταία χρόνια, το οποίο είναι τουλάχιστον διπλάσιο σε αξία.
Το φαινόμενο των ρευματοκλοπών υπήρχε και πριν την δημοσιονομική κρίση αλλά άρχισε να εξαπλώνεται ραγδαία την εποχή των μνημονίων. Κι αν η λογική λέει ότι με την έξοδο από την κρίση οι κλοπές ρεύματος θα σημείωναν πτώση, η νοοτροπία του «τσάμπα ρεύμα» συνέχισε να εξαπλώνεται κυρίως σε επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης και έφτανε ακόμη και σε μεγάλα σαλόνια των Βορείων Προαστείων.
Με τη βοήθεια εκ των έσω φυσικά στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διαχειριστή δικτύου ΔΕΔΔΗΕ οι «μη-τεχνικές» απώλειες ρεύματος – όπως αποκαλείται επισήμως η ρευματοκλοπή – το 2003-2004 αποτελούσαν το 0,2% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης. Την διετία 2011-13, το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 1,1% για να εκτιναχθεί την διετία 2015-16 σε ποσοστό 3,9% επί της συνολικής κατανάλωσης. Το 2018 – 2019 όταν η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα δείχνει σημάδια ανάκαμψης, η ρευματοκλοπή καταγράφεται στο 4,9% της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης. Και το 2022, καταγράφεται άλλη μία αύξηση που ανεβάζει το ποσοστό της ρευματοκλοπής στο 5,3%, παρά τον στόχο που έχει θέσει η αρμόδια ρυθμιστική αρχή ΡΑΑΕΥ για μείωση ετησίως κατά 2%. Τα στοιχεία του υπουργείου δείχνουν έναν μέσο όρο 13.000 παραβάσεων ετησίως, με κόστος 400 εκατομμυρίων ευρώ και περίπου 250.000 εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Από τις 13.000 παραβάσεις ετησίως, οι μισές αφορούν ρεύμα αξίας έως 4.500€. Το 25% αφορούν ποσά μεταξύ 4.500€ και 10.000€ και το υπόλοιπο 25% παραβάσεις άνω των 10.000€.
Ποια είναι η εικόνα στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Στην συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ οι ρευματοκλοπές βρίσκονται σε επίπεδα κοντά στο 1% με διαρκώς μειούμενη τάση.
2012-2022: Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΠΟΥ Η ΡΕΥΜΑΤΟΚΛΟΠΗ ΕΓΙΝΕ ΑΚΡΙΒΟΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ
Τρύπες στους μετρητές ρεύματος με καρφιά που σφήνωναν τον δίσκο για να μην γυρίζει, μαγνήτες που επιβράδυναν την κυκλική κίνηση, παρακαμπτήριες συνδέσεις από την γραμμή ρεύματος πριν το ρολόι κατ’ ευθείαν στην παροχή, αποσύνδεση εξαρτημάτων του μετρητή, ακόμη και καλώδια με άγκιστρα που πετούσαν με κίνδυνο της ζωής τους στο γυμνό καλώδιο της κολώνας για να το συνδέσουν στην συνέχεια με την παροχή. Όλ’ αυτά βέβαια απαιτούσαν και κάποιες γνώσεις και πολύ σύντομα μπήκαν στο παιχνίδι εξειδικευμένοι ηλεκτρολόγοι ακόμη και κάποιοι εργαζόμενοι σε συνεργεία που έκαναν μετρήσεις για λογαριασμό του ΔΕΔΔΗΕ, όπως περιγράφουν τεχνικοί του φορέα, με «ταρίφες» που ξεκινούσαν από 200 € και έφταναν ακόμη και τα 1000 € ανάλογα με το είδος της εργασίας που έπρεπε να φέρουν εις πέρας για να πραγματοποιηθεί διακριτικά η κλοπή του ρεύματος .
Η τεχνική που ήταν διαδεδομένη κυρίως σε καταυλισμούς ρομά, έγινε ευκαιρία που εκμεταλλεύθηκαν και πάρα πολλοί επαγγελματίες. Η ρευματοκλοπή έκανε θραύση σε επιχειρήσεις εστίασης και μπαρ διασκέδασης. Στο παιχνίδι μπήκαν ακόμη και μπράβοι της νύχτας που δεν δίστασαν να προπηλακίσουν, να χειροδικήσουν, να κυνηγήσουν ακόμη και να επισκεφθούν στα σπίτια τους ελεγκτές που προσπάθησαν να τερματίσουν τις δεδομένες ρευματοκλοπές.
Όπως αποδείχτηκε, οι πιο ένθερμοι «ρευματοκλέφτες» δεν ήταν οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά αλλά έμποροι, επιχειρηματίες της εστίασης και οικιακοί καταναλωτές με πολύ μεγάλες καταναλώσεις ρεύματος στα καλά προάστεια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Ρευματοκλοπές γίνονται και σήμερα και μάλιστα σε πολύ μεγάλο ποσοστό, πιθανότατα ακόμη και κοντά στο 5,3% που καταγράφηκε το 2022 αφού δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έχει αντιστραφεί ο ρυθμός εξάπλωσης του φαινομένου. Και μάλιστα με την χρήση νέων τεχνολογιών που είναι πολύ δυσκολότερο να εντοπιστούν.
ΕΝΑΣ ΒΑΛΤΩΜΕΝΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΤΟ 2021 ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Ακόμη και οι πιο σύγχρονες τεχνολογικές «πατέντες» κλοπής ρεύματος, η βοήθεια εξειδικευμένων ηλεκτρολόγων ή ακόμη και η συνεργασία με ανθρώπους «εκ των έσω» δεν θα είχαν καμία σημασία αν προχωρούσε η αντικατάσταση των «αρχαίων» αναλογικών μετρητών με υπερσύγχρονους ψηφιακούς, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα άμεσου εντοπισμού παραβάσεων και διόρθωσης βλαβών.
Ο διαγωνισμός ξεκίνησε το 2021 και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη.
Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Ρυθμιστή Ενέργειας ACER, 13 από τις 27 χώρες της ΕΕ έχουν ολοκληρώσει τις εφαρμογές έξυπνων μετρητών με διείσδυση που ξεπερνά το 80% σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Πρόκειται για τις Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία, Δανία, Εσθονία, Λουξεμβούργο, Λετονία, Σλοβενία, Μάλτα, Γαλλία , Ισπανία, Ιταλία, και Ολλανδία.
Η Αυστρία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, προχωρούν με γοργούς ρυθμούς με στόχο να έχουν διεισδύσει στο 80% νοικοκυριών και επιχειρήσεων μέχρι το τέλος του 2024.
Η Ελλάδα είναι μία από τις 5 χώρες όπου έχουν εγκατασταθεί λίγοι ή καθόλου έξυπνοι μετρητές, μαζί με Κύπρο, Βουλγαρία, Τσεχία και Γερμανία.
ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΕΔΔΗΕ
Τα τελευταία χρόνια η ρευματοκλοπή διώκεται πλέον ως ποινικό αδίκημα με αυστηρές ποινές. Μάλιστα από τον περασμένο Νοέμβριο ο αρμόδιος υπουργός περιβάλλοντος και ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης, έχει εξαγγείλει νέα αυστηρότερα μέτρα, στα οποία περιλαμβάνεται προσωρινή ή και μόνιμη αφαίρεση άδειας λειτουργίας του καταστήματος που εφοδιάζεται παράνομα με ρεύμα, καθώς επίσης και αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας ηλεκτρολόγων που βοηθούν σε μια τέτοια διαδικασία. Ωστόσο οι νέες αυτές ρυθμίσεις δεν έχουν ακόμη ψηφιστεί.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία έδειξε ότι όταν οι διαχειριστές της διανομής – όπως ο ΔΕΔΔΗΕ στην Ελλάδα – υποχρεώθηκαν να αγοράζουν ενέργεια για τις απώλειες των δικτύων τους, είχαν τεράστιο κίνητρο να περιορίσουν την ρευματοκλοπή στις χώρες τους. Ο ΔΕΔΔΗΕ από την άλλη δεν είχε πρόβλημα αφού την απώλεια της ρευματοκλοπής, την μετέφερε αρχικά στους προμηθευτές οι οποίοι την μετακυλούσαν στον λογαριασμό του καταναλωτή. Έτσι όλοι οι υπόλοιποι πλήρωναν – και εξακολουθούν να πληρώνουν – και για το ρεύμα που κλέβουν οι επιτήδειοι.
Μόνο που η κατάσταση άλλαξε, γιατί η ΡΑΑΕΥ (αρμόδια ρυθμιστική αρχή) έθεσε για πρώτη φορά στόχους στον ΔΕΔΔΗΕ να μειώσει τις απώλειες. Αν δεν το πετύχει θα έχει επιπτώσεις στην χρηματοδότησή του από το ετήσιο ποσό που εισπράττει. Η απόφαση είναι του 2020 και αφορά την περίοδο 2021-2024
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.