Μεγάλη ήταν η αλλαγή του τρόπου που οι καταναλωτές παραγγέλνουν το φαγητό τους (κυρίως) και άλλα αγαθά (σε μικρότερο βαθμό), που πραγματοποιήθηκε πριν περίπου μια δεκαετία, όταν έκαναν την εμφάνισή τους οι ψηφιακές πλατφόρμες.
Ο παραδοσιακός τρόπος μέσω τηλεφώνου, άρχισε να δίνει, σιγά-σιγά, τη θέση του στην ψηφιακή εποχή, με τους πελάτες να μπορούν κάνουν την παραγγελία τους από το αγαπημένο τους μαγαζί μέσα σε λίγα λεπτά, με μερικά κλικ. Μάλιστα, ο τρόπος αυτός άρχισε να γίνεται όλο και πιο διαδεδομένος με την εξάπλωση των «έξυπνων» τηλεφώνων και την πιο προσιτή τιμολογιακή πολιτική στα δεδομένα του ίντερνετ, καθώς πλέον οι εφαρμογές που είχαν δημιουργηθεί υπήρχαν -σχεδόν- σε κάθε κινητό.
Τελικά ωφελήθηκαν τα καταστήματα;
Η αλήθεια είναι ότι με την αρχική τους εμφάνιση, οι συγκεκριμένες πλατφόρμες αντιμετωπίστηκαν ως μία σημαντική ώθηση για τις επιχειρήσεις, καθώς η ευκολία που προσέφεραν στους πελάτες καθιστούσε πολύ πιο απλή υπόθεση την τοποθέτηση μιας παραγγελίας, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό ενός δυνητικού πελατολογίου.
Και, πράγματι, οι επιχειρήσεις όντως είδαν τον αριθμό των παραγγελιών τους να αυξάνεται, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι αυξήθηκαν και τα καθαρά τους κέρδη. Αυτό συμβαίνει διότι η παρουσία σε μία από τις ψηφιακές πλατφόρμες μόνο «φτηνή» υπόθεση δε μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντιθέτως, με τη πάροδο του χρόνου, από ένα επιπλέον εργαλείο, app όπως το efood έχουν μετατραπεί σε έναν συνέταιρο για τις επιχειρήσεις, με τους πιο δυσαρεστημένους να κάνουν λόγο για ένα «αναγκαίο κακό». Κι αυτό γιατί, το πλεονέκτημα που προσφέρει σε σχέση με τον ανταγωνισμό είναι τεράστιο, καθώς πλέον όσα καταστήματα δεν βρίσκονται στις συγκεκριμένες πλατφόρμες κινδυνεύουν, ουσιαστικά, να τεθούν στο περιθώριο, χάνοντας την «επαφή» τους με τους πελάτες τους. Άλλωστε, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, είναι δύσκολο να θυμηθεί κάποιος πότε ήταν η τελευταία φορά που σήκωσε το τηλέφωνο για να κάνει μια παραγγελία.
Τι χρεώνει η e-food
Aρχικά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι πολύ πιθανό οι χρεώσεις που επιβάλλει το e-food να διαφέρουν σε κάποιες περιπτώσεις ή να έχουν υποστεί κάποια μεταβολή. Με βάση τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά, κατά μέσο όρο, η πλατφόρμα e-food ξεκινάει τις χρεώσεις από το 14% μικτά σε νέα μαγαζιά, την ώρα που η πλειοψηφία των πελατών της χρεώνεται ένα ποσοστό κοντά στο 10% με 12%.
Η χρέωση αυτή αφορά στην παραγγελιοληψία μόνο και όχι στη διανομή της παραγγελίας από τον στόλο της εταιρείας. Σε περίπτωση που τα καταστήματα χρησιμοποιήσουν και την υπηρεσία efood go, τότε το κατάστημα πληρώνει ένα ποσό μεταξύ 22%-25%, συν ΦΠΑ, ενώ και ο ίδιος ο πελάτης χρεώνεται ένα ποσό που ξεκινά από το 1 ευρώ και μπορεί να ξεπεράσει και τα 2.
Τι σημαίνει αυτό για τον πελάτη
Πέρα από το κόστος που καλείται να πληρώσει ο ίδιος ο πελάτης για την παράδοση των παραγγελιών του, κάτι που φυσικά στο παρελθόν δεν υπήρχε όταν αγόραζε από τα καταστήματα της περιοχής του μέσω τηλεφώνου, ρεαλιστικά, σε αυτόν μετακυλά ένα μεγάλο μέρος από τις χρεώσεις που καλούνται να πληρώσουν τα καταστήματα στην efood.
Αυτό καθώς, όταν τα καταστήματα της εστίασης δουλεύουν χοντρικά με 14-18% μικτό κέρδος, είναι αδύνατον να ανταπεξέλθουν στις πολύ υψηλές χρεώσεις που τους επιβάλλονται και να παραμείνουν κερδοφόρα.
Άρα, με απλά λόγια, ο καταναλωτής βγαίνει διπλά ζημιωμένος.
Αυτό γιατί καλείται να καλύψει από τη μία πλευρά το κόστος των καταστημάτων εστίασης κι από την άλλη να στηρίξει τον τρόπο λειτουργίας της efood μέσα από τις χρεώσεις που του επιβάλλονται. Ουσιαστικά λοιπόν, υπάρχει μία πολύ σημαντική επιβάρυνση, κι όλο αυτό, μόνο και μόνο επειδή αντί για το τηλέφωνο παραγγέλνει μέσα από το διαδίκτυο.
Ποιο είναι τελικά το αποτέλεσμα;
Όπως αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, η αρχική ιδέα από τη χρήση του e-food, και ο λόγος για τον οποίο δέχονται οι επιχειρήσεις να χρεωθούν ένα σημαντικό ποσοστό από την παραγγελία, ήταν η προσδοκία για μεγαλύτερο αριθμό παραγγελιών, άρα και μεγαλύτερα κέρδη.
Εύλογα όμως δημιουργείται το ερώτημα, πόσο εφικτό είναι για τον μέσο καταναλωτή να παραγγέλνει, όχι απλώς στον βαθμό που το έκανε, αλλά ακόμα πιο συχνά (προκειμένου οι επιχειρήσεις να υπερκαλύψουν τα κόστη που καλούνται να πληρώσουν), την ώρα οι τιμές έχουν φτάσει στα ύψη. Είναι ένα ερώτημα που θα απαντηθεί σίγουρα σε βάθος χρόνου, αν δηλαδή οι επιχειρήσεις που βασίζονται πλέον σε ένα συντριπτικό ποσοστό για τις παραγγελίες τους στο e-food και σε ανάλογες πλατφόρμες, καταφέρουν, όχι να βγάλουν κέρδος αλλά να επιβιώσουν.
Τα νούμερα της e-food
Tο e-Food διαθέτει παρουσία σε 100 πόλεις σε όλη την Ελλάδα, μέσω των συνεργαζόμενων καταστημάτων που ξεπερνούν τις 21.000. Μάλιστα, το 2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση, ύψους 62% των τοπικών καταστημάτων (κάβες, μανάβικα, ανθοπωλεία και κρεοπωλεία) τα οποία πλέον ανέρχονται σε 4000.
Ακόμα, περισσότερα από 7500 καταστήματα αξιοποιούν την υπηρεσία delivered by efood, αριθμός που σημαίνει ότι υπάρχει αύξηση κατά 18,5% των σημείων που χρησιμοποιούν το own delivery της πλατφόρμας.
H εταιρεία, η οποία το 2015 εντάχθηκε στην οικογένεια της γερμανικής Delivery Hero, με ένα αντίτιμο το οποίο φημολογείται ότι έφτασε τα 10 εκατ. ευρώ δείχνει να βρίσκεται σε μία εξαιρετική φάση, το ερώτημα όμως είναι αν ισχύει το ίδιο και για τις επιχειρήσεις που αναζήτησαν σε εκείνη -και στις υπόλοιπες ψηφιακές πλατφόρμες- μία νέα πηγή εσόδων και τελικά έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.