Η κυβερνοασφάλεια παραμένει ο πιο κρίσιμος τομέας για την προστασία των επιχειρήσεων και το πρώτο τρίμηνο του 2025, με ανησυχητική αύξηση σχεδόν 50% στις κυβερνοεπιθέσεις παγκοσμίως, με τις επιχειρήσεις να δέχονται περίπου1.925 επιθέσεις ανά εβδομάδα!
Οι ανησυχητικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο οδήγησαν, ήδη, σε προσεκτική ανάλυση, που αποκαλύπτει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των βιομηχανιών. Η εκπαίδευση, η κυβέρνηση και οι τηλεπικοινωνίες εμφανίζουν τη μεγαλύτερη έκθεση σε επιθέσεις. Ο τομέας της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, παρουσίασε την πιο δραματική αύξηση, με τις επιθέσεις να φτάνουν το 73% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, καταγράφοντας έναν μέσο όρο 4.484 επιθέσεων, ανά οργανισμό, κάθε εβδομάδα. Ακολουθούν οι κυβερνητικές υπηρεσίες και οργανισμοί με αύξηση 51% και οι τηλεπικοινωνίες ακολούθησαν με ένα σαρωτικό 94% αντίστοιχα. Η ψηφιοποίηση και η πλήρης εξάρτηση από την τεχνολογία στους παραπάνω τομείς, τους καθιστά περισσότερο ευάλωτους από άλλους σε κυβερνοεπιθέσεις. Οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τα τρωτά σημεία και να αποκτήσουν πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες, προκαλώντας σοβαρές συνέπειες τόσο για τις επιχειρήσεις, όσο και για τους πολίτες.
Ποιες γεωγραφικές περιοχές αντιμετωπίζουν τις περισσότερες επιθέσεις
Η γεωγραφική κατανομή των κυβερνοεπιθέσεων αναδεικνύει την Αφρική, με τη μέση εβδομαδιαία αύξηση των επιθέσεων ανά οργανισμό να φτάνει στο 39% και τον μέσο όρο να φτάνει στις 3.286 επιθέσεις. Μα είναι η Λατινική Αμερική που ζει τη μεγαλύτερη αύξηση, φτάνοντας στο ποσοστό 108%, με τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν σφοδρότατες και συνεχόμενες απειλές. Η περιοχή APAC, δηλαδή Ασία-Ειρηνικός, παρουσίασε αύξηση 38%, φτάνοντας τις 2.934 επιθέσεις εβδομαδιαίως. Ανησυχητικό όμως είναι το γεγονός, πως εκτός από την αύξηση τους αριθμητικά, οι κυβερνοεπιθέσεις παρουσιάζουν και ακόμη μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, με τη χρήση των πιο εξελιγμένων εργαλείων και τακτικών. Οι οργανισμοί καλούνται να παρακολουθούν και να προσαρμόζονται σε όλες αυτές τις εξελίξεις, υιοθετώντας δυναμικές στρατηγικές ασφάλειας, που όμως δεν είναι πάντα εφικτές.
H αύξηση των επιθέσεων Ransomware
Ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα του 2025 είναι η θεαματική αύξηση των επιθέσεων ransomware. Το ransomware είναι ένα είδος κακόβουλου λογισμικού, που κλειδώνει ή κρυπτογραφεί τα αρχεία ενός χρήστη ή οργανισμού και στη συνέχεια απαιτεί λύτρα, συνήθως σε κρυπτονόμισμα, για να αποκαταστήσει την πρόσβαση στα δεδομένα. Οι επιθέσεις ransomware συχνά συνοδεύονται από απειλές διαρροής ευαίσθητων πληροφοριών, εάν δεν καταβληθεί το ποσό. Στο πρώτο τρίμηνο του έτους, οι επιθέσεις αυτού του τύπου σημείωσαν αύξηση 126% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, με 2.289 περιστατικά αναφερόμενα παγκοσμίως. Η Βόρεια Αμερική συνέχισε να είναι η περιοχή με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση επιθέσεων ransomware, με ποσοστό 62% των παγκόσμιων επιθέσεων, ακολουθούμενη από την Ευρώπη με 21%. Ο τομέας των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών εμφανίζεται ως ο πιο στοχευμένος τομέας, ενώ οι τομείς των επιχειρηματικών υπηρεσιών και της βιομηχανικής παραγωγής ακολουθούν. Η απειλή αυτή συνεχώς εξελίσσεται, με την ανάπτυξη επιθέσεων που ενσωματώνουν τακτικές διπλού εκβιασμού, αυξάνοντας την ένταση και την έκταση των επιθέσεων, προκαλώντας σοβαρές συνέπειες για τις επιχειρήσεις.
Πρόληψη Πρώτα
Η διαρκής αύξηση των κυβερνοεπιθέσεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη για πιο ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας. Οι επιχειρήσεις καλούνται να αναπτύξουν προληπτικές στρατηγικές για την προστασία τους, με το επίκεντρο να είναι η πρόληψη. Η στρατηγική «Πρόληψη-Πρώτα» δεν αφορά μόνο την ενίσχυση των τεχνικών μέτρων ασφαλείας, αλλά και τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας ασφαλείας μέσα στον οργανισμό. Η εκπαίδευση του προσωπικού σχετικά με τις τελευταίες απειλές και τις βέλτιστες πρακτικές κυβερνοασφάλειας είναι θεμελιώδης για την προστασία των δεδομένων και την αποτροπή επιθέσεων μέσω κοινωνικής μηχανικής και ηλεκτρονικού ψαρέματος ή phishing. Επιπλέον, η υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογιών για την ανίχνευση απειλών, όπως το sandboxing και τα anti-ransomware εργαλεία, μπορεί να αποτρέψει την εξάπλωση των επιθέσεων. Η εφαρμογή αρχιτεκτονικής μηδενικής εμπιστοσύνης, που απαιτεί αυστηρή επαλήθευση ταυτότητας για κάθε χρήστη και συσκευή, είναι επιτακτική, ιδίως για τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν υβριδικό cloud. Ο τακτικός σχεδιασμός δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας και η ανάπτυξη ολοκληρωμένων σχεδίων απόκρισης σε περιστατικά είναι επίσης κρίσιμης σημασίας για τη μείωση των επιπτώσεων μιας επίθεσης.
Ο δύσκολος εντοπισμός των δραστών
Είναι δυνατό να εντοπιστούν οι δράστες πίσω από κυβερνοεπιθέσεις, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Οι εγκληματίες του κυβερνοχώρου αξιοποιούν προηγμένες τεχνικές απόκρυψης, όπως κρυπτογραφημένες επικοινωνίες, χρήση VPN, του δικτύου Tor και ανώνυμων server, ώστε να καλύψουν τα ίχνη τους. Ακόμη, πολλές από αυτές τις ομάδες λειτουργούν από χώρες όπου η νομοθεσία για το κυβερνοέγκλημα είναι αδύναμη ή ανεφάρμοστη, γεγονός που καθιστά περίπλοκη τη συνεργασία των διεθνών αρχών για την ταυτοποίησή τους και τη σύλληψή τους. Παρόλα αυτά, έχουν υπάρξει περιπτώσεις στις οποίες η συνεργασία οργανισμών όπως το FBI, η Europol και εθνικές κυβερνοαστυνομίες οδήγησε στον εντοπισμό και την εξάρθρωση σημαντικών ομάδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση της ομάδας REvil, μιας από τις πλέον διαβόητες ομάδες ransomware, μέλη της οποίας συνελήφθησαν έπειτα από συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Επίσης, μετά την επίθεση στην Colonial Pipeline από την ομάδα DarkSide, οι αρχές των ΗΠΑ κατάφεραν να ανακτήσουν εκατομμύρια δολάρια που είχαν καταβληθεί ως λύτρα σε Bitcoin. Εντυπωσιακή ήταν και η διεθνής επιχείρηση εξάρθρωσης του botnet Emotet, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως όχημα μαζικών κυβερνοεπιθέσεων παγκοσμίως. Αν και τέτοιες επιτυχίες έχουν τεράστιο αντίκτυπο, αποσταθεροποιώντας εγκληματικά δίκτυα και στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα αποτροπής, η πραγματικότητα είναι ότι η πλειονότητα των δραστών παραμένει ασύλληπτη. Το γεγονός αυτό καθιστά την πρόληψη μέσω ισχυρών συστημάτων ασφαλείας και προετοιμασίας οργανισμών πιο κρίσιμη από ποτέ, καθώς η δίωξη και η καταστολή, αν και απαραίτητες, δεν επαρκούν από μόνες τους για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη απειλή.
Έτσι, μόνο η κυβερνοασφάλεια, περισσότερο από ποτέ, με την πλήρη δέσμευση των επιχειρήσεων για την ενίσχυση της, μπορεί να είναι αποτελεσματική. Και δεν αποτελεί πια επιλογή και προαπαιτούμενο μέτρο προστασίας, αλλά είναι αυτονόητο καθήκον. Όσοι επενδύουν στη γνώση, την πρόληψη και την ετοιμότητα, δεν προστατεύουν απλώς δεδομένα, αλλά θωρακίζουν την ίδια τους την υπόσταση στο ψηφιακό αύριο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.