Η ζωή έχει έναν καταπληκτικό τρόπο να χαράζει την ρότα μας, παρά τα όνειρα, τις φιλοδοξίες ή και τις σπουδές που μπορεί να είχαμε στην πρώτη νιότη μας. Μάλλον αυτή είναι και η μαγεία της, αρκεί να την αφήσουμε να μας οδηγήσει ακούγοντας τα βαθύτερα θέλω και τις ανάγκες μας. Όπως ακριβώς έκανε και η Ελένη Ζώτου.
Η Ελένη Ζώτου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πυρσόγιαννη Ιωαννίνων, ένα χωριό βγαλμένο από την καρδιά της Ηπείρου, εκεί όπου το βουνό συναντάει τη σιωπή και τα βιώματα διαμορφώνουν χαρακτήρες. Από μικρή γνώρισε τη ζωή δίπλα στη γη και τα ζώα, καθώς οι παππούδες της ήταν κτηνοτρόφοι. Εκείνοι της έμαθαν την αξία της φύσης, πώς να τη σέβεται και να την αγαπά, κι αυτά τα μαθήματα την ακολούθησαν σαν πυξίδα, ακόμα κι όταν η ίδια ακολούθησε διαφορετική πορεία σπουδών.
Η Ελένη τελείωσε Πληροφορική και, όπως πολλοί νέοι, ξεκίνησε να δουλεύει σε δημόσιους φορείς με διάφορες συμβάσεις. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός, ένιωθε ότι αυτός ο δρόμος δεν την εκπροσωπούσε πραγματικά. Κάτι έλειπε. Το περιβάλλον του γραφείου, όσο ασφαλές κι αν φαινόταν, δεν της έδινε καμία προοπτική για το μέλλον, αλλά ούτε και την εσωτερική ικανοποίηση που αναζητούσε. Η απόφαση να αλλάξει πορεία δεν ήταν εύκολη, αλλά τελικά αποδείχθηκε καθοριστική.
Η ζωή την έφερε, πριν από περίπου είκοσι χρόνια, στις Καλύβες Χαλκιδικής. Εκεί έφτιαξε το σπίτι της, την οικογένειά της, και σταδιακά ξαναβρήκε τη σύνδεση με τη γη. Ξεκίνησε δειλά, με έναν μικρό κήπο. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά με τα πράγματα που αγαπάμε, αυτή η ενασχόληση δεν έμεινε απλώς ένα χόμπι. Με τον καιρό εξελίχθηκε, επεκτάθηκε, και από μερικά στρέμματα καλλιέργειας, έφτασε να δημιουργήσει την επιχείρηση Golden Tree, η οποία το 2013 πήρε επίσημη μορφή, την ίδια περίοδο, μάλιστα, που το Αγουρέλαιο Χαλκιδικής αναγνωρίστηκε ως προϊόν ΠΟΠ.
Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Η ελαιοπαραγωγή απαιτεί υπομονή, γνώση και αντοχές. Η Ελένη δεν είχε πίσω της μεγάλες χρηματοδοτήσεις ή επιδοτήσεις. Δεν μπήκε ποτέ σε κάποιο πρόγραμμα ενίσχυσης, αλλά επένδυσε στο προϊόν της με έναν άλλο τρόπο: συνεργάστηκε με πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, στήριξε έρευνες, προσέφερε προϊόντα και χορηγίες. Στόχος της δεν ήταν μόνο να βγάλει ένα καλό λάδι, αλλά να δημιουργήσει έναν «ζωντανό οργανισμό» που συμβάλλει στην επιστήμη και την υγεία.
Τα τελευταία επτά χρόνια, η Golden Tree έχει στραφεί δυναμικά στις εξαγωγές, με σταθερή παρουσία σε αγορές όπως η Κίνα, η Ταϊβάν, η Ρουμανία και η Πολωνία. Όπως σημειώνει η ίδια, οι χώρες αυτές είναι εξαιρετικά απαιτητικές και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στα γνήσια και φυσικά προϊόντα, χωρίς ίχνος φυτοφαρμάκων ή βιομηχανικών παρεμβάσεων. Το αγουρέλαιο της Ελένης, χάρη στην ποιότητά του και τις αυστηρές διαδικασίες που ακολουθούνται από το χωράφι έως τη συσκευασία, καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις υψηλές αυτές προσδοκίες.
Παράλληλα με την επιχείρησή της, η Ελένη είναι και μητέρα δύο δίδυμων αγοριών στην εφηβεία. Μιλάει γι’ αυτά με περηφάνια, χωρίς να υπερτονίζει τους κόπους της. Η καθημερινότητά της είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε παιδιά, ελιές, εξαγωγές, υποχρεώσεις – κι όμως, δεν παραπονιέται. Δεν είναι από τους ανθρώπους που στέκονται στις δυσκολίες. Δεν μιλάει για τα δύσκολα, όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί, όπως λέει, «δεν είναι στον χαρακτήρα μου να μιζεριάζω».
Αυτό που την στενοχωρεί όμως, είναι η μοναξιά. Όχι η προσωπική, αλλά η επαγγελματική. «Νιώθω μόνη, γιατί είναι πολύ λίγες οι γυναίκες που ασχολούνται ενεργά με το λάδι», λέει. Θα ήθελε να δει περισσότερες γυναίκες στον πρωτογενή τομέα, να τολμούν, να μπαίνουν μπροστά. Πιστεύει βαθιά πως οι γυναίκες έχουν θέση στο επιχειρείν – και όχι μόνο στα αστικά κέντρα, αλλά και στην ύπαιθρο, στη γη, στα προϊόντα.
Η ελιά μπορεί να αξιοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Από τον καρπό, το λάδι, το κλαδί, το φύλλο, μέχρι την παραγωγή και την κυκλική οικονομία. Ο κόσμος κάνει σημαντική στροφή στα βιολογικά προϊόντα, δίνοντας αξία στην ποιότητα της διατροφής του κι αυτή η στροφή μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος του πρωτογενή τομέα και στην δημιουργία νέων επιχειρήσεων.
Βλέπει το λάδι όχι μόνο σαν προϊόν, αλλά σαν πολιτισμικό και διατροφικό κεφάλαιο. Μιλάει με πάθος για τη σημασία του marketing – ένα πεδίο που η Ελλάδα για χρόνια παραμέλησε, σε αντίθεση με την Ιταλία και την Ισπανία. Τώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν. Οι τοπικοί φορείς, όπως το Επιμελητήριο Χαλκιδικής και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, έχουν κάνει μεγάλα βήματα για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να συμμετέχουν σε εκθέσεις και να αποκτήσουν εξωστρεφή χαρακτήρα.
Η ίδια θεωρεί ότι το επόμενο μεγάλο βήμα θα πρέπει να είναι η δημιουργία του «Δρόμου της Ελιάς», αντίστοιχο με αυτόν του κρασιού, ώστε να μάθει ο κόσμος από κοντά την αξία και την ιστορία του ελαιολάδου. Πιστεύει επίσης πως η εκπαίδευση πρέπει να παίξει ρόλο – να μπει στα σχολεία η γευσιγνωσία, να γνωρίσουν τα παιδιά τα ελληνικά προϊόντα, τη γη μας, και να νιώσουν ξανά τη σύνδεση με τη φύση και τη διατροφή μας.
Η Ελένη ονειρεύεται μια μέρα το αγουρέλαιο Χαλκιδικής να μην βρίσκεται μόνο στα ράφια των delicatessen, αλλά και στα φαρμακεία – ως φυσικό προϊόν με γεωπροστατευτικές ιδιότητες. Γιατί το ελαιόλαδο, λέει, δεν είναι απλώς γεύση ή κουλτούρα. Είναι υγεία. Και αξίζει να αναγνωριστεί γι’ αυτό.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.