12 Απρ 2025
READING

Δημόσια και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Συμπληρωματικοί ή ανταγωνιστικοί ρόλοι;

6 MIN READ

Δημόσια και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Συμπληρωματικοί ή ανταγωνιστικοί ρόλοι;

Δημόσια και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια: Συμπληρωματικοί ή ανταγωνιστικοί ρόλοι;

Η παρουσία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα αναδεικνύεται σταδιακά ως μια σημαντική τομή με αναπτυξιακή διάσταση που υπερβαίνει τον εκπαιδευτικό τομέα. Η ψήφιση του Νόμου 5094/2024, που προβλέπει τη λειτουργία Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ), δηλαδή παραρτημάτων αλλοδαπών ΑΕΙ στη χώρα, συνιστά μια από τις πιο ουσιαστικές παρεμβάσεις στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών.

Πέρα όμως από τη νομική και θεσμική της διάσταση, η εξέλιξη αυτή φαίνεται πως συνοδεύεται από ένα ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα, όπως τεκμηριώνεται μέσα από σχετική μελέτη της Deloitte για λογαριασμό του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών και Οικονομικών Μελετών.

Σε ορίζοντα πενταετίας, η εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων εκτιμάται ότι μπορεί να αποφέρει στην ελληνική οικονομία 10,2 δισεκατομμύρια ευρώ σε όρους παραγόμενου προϊόντος, 1,9 δισεκατομμύρια σε κρατικά έσοδα και περίπου 73.500 θέσεις πλήρους απασχόλησης. Πρόκειται για μια νέα πηγή οικονομικής δραστηριότητας που, αν αξιοποιηθεί ορθά, μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς το υφιστάμενο μοντέλο και να προσφέρει σταθερή αναπτυξιακή ώθηση.

Αυτή η θετική προοπτική δεν είναι αποσπασματική ή συγκυριακή. Αντανακλά μια παγκόσμια τάση που τα τελευταία χρόνια εντείνεται: η τριτοβάθμια εκπαίδευση αναδεικνύεται σε βασικό πυλώνα ανάπτυξης για πολλές χώρες. Το 2022, οι φοιτητές παγκοσμίως έφτασαν τα 256 εκατομμύρια, ενώ σχεδόν 7 εκατομμύρια επέλεξαν να σπουδάσουν εκτός της χώρας προέλευσής τους. Η ζήτηση για προγράμματα σπουδών με διεθνή προσανατολισμό αυξάνεται συνεχώς, με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ολλανδία και η Κύπρος να τοποθετούνται στρατηγικά στον παγκόσμιο χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης.

Η Ελλάδα μέχρι πρότινος απουσίαζε από αυτό το πεδίο, ενώ ταυτόχρονα βίωνε ένα ανησυχητικό φαινόμενο: την εκροή χιλιάδων φοιτητών στο εξωτερικό. Το 2021, ο αριθμός των Ελλήνων που σπούδαζαν εκτός χώρας ξεπερνούσε τις 40.000. Αυτή η εκροή δεν συνιστά μόνο εκπαιδευτική απώλεια, αλλά και οικονομική: δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως δαπανώνται σε δίδακτρα, ενοίκια και έξοδα διαβίωσης εκτός συνόρων. Η δυνατότητα παροχής διεθνών προγραμμάτων εντός Ελλάδας, με υψηλά ακαδημαϊκά πρότυπα, δίνει μια εναλλακτική που μπορεί να περιορίσει τη «διαρροή» ταλέντου και πόρων.

Η συνεισφορά των ΝΠΠΕ στην οικονομία δεν περιορίζεται στις άμεσες δαπάνες λειτουργίας. Η μελέτη αναλύει τέσσερις διαφορετικές διαστάσεις επίδρασης: την κατασκευαστική και λειτουργική επένδυση από τα ίδια τα ιδρύματα, την κατανάλωση των φοιτητών και των επισκεπτών τους, τις επιπλέον ιδιωτικές επενδύσεις (όπως φοιτητικές εστίες και υποδομές) και τα ευρύτερα αναπτυξιακά οφέλη που δημιουργούνται μακροπρόθεσμα. Σε δεύτερο χρόνο, οι επιπτώσεις αυτές μεταφράζονται σε ενίσχυση του ΑΕΠ έως και 1,5% σε δεκαετή ορίζοντα, εφόσον ο φοιτητικός πληθυσμός αγγίξει τις 100.000.

Εκτός από τα οικονομικά οφέλη, η παρουσία ξένων ΑΕΙ ενδέχεται να αναδείξει και κοινωνικά ή επιστημονικά πλεονεκτήματα. Η δυνατότητα επαναπατρισμού ακαδημαϊκών που σήμερα δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού σε κρίσιμους τομείς, η δημιουργία περιβάλλοντος πολυπολιτισμικότητας και η πρόκληση «ευγενούς άμιλλας» προς τα δημόσια πανεπιστήμια συνθέτουν μια ευρύτερη δυναμική αλλαγής. Η εμβάθυνση στην έρευνα και την καινοτομία, η αναβάθμιση της εκπαιδευτικής ποιότητας και η ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας συνιστούν θετικά αποτελέσματα που δύσκολα παραγνωρίζονται.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που δρομολογείται, περισσότερο από μια θεσμική διευθέτηση, αποτελεί ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα. Στηρίζεται σε δεδομένα, πατάει πάνω σε διεθνή παραδείγματα και δείχνει τον δρόμο προς ένα διαφοροποιημένο παραγωγικό μοντέλο. Στη μετάβαση αυτή, η εκπαίδευση παύει να είναι απλώς ένα δημόσιο αγαθό – μετατρέπεται σε επενδυτικό κεφάλαιο, σε μοχλό εξωστρέφειας και σε μέσο για την ανάδειξη της χώρας σε κόμβο γνώσης, καινοτομίας και προοπτικής.

Η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων ή παραρτημάτων ξένων ΑΕΙ στην Ελλάδα αποτελεί μια εξέλιξη που αναπόφευκτα αγγίζει και τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας. Η συνύπαρξη αυτών των δύο μορφών ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να δημιουργήσει έναν νέο χάρτη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, φέρνοντας μαζί της τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες. Ο τρόπος που θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη θεσμική διαχείριση, τον στρατηγικό σχεδιασμό και τη διάθεση του δημόσιου συστήματος να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις.

Η παρουσία ιδρυμάτων που λειτουργούν με ευελιξία, διεθνή προσανατολισμό και σύγχρονες πρακτικές διδασκαλίας μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για την αναβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων. Μέσα σε ένα περιβάλλον ευγενούς ανταγωνισμού, τα κρατικά ΑΕΙ ενδέχεται να αναζητήσουν τρόπους να βελτιώσουν την ποιότητα των προγραμμάτων τους, να ενισχύσουν τις υπηρεσίες προς τους φοιτητές, να προχωρήσουν σε συνεργασίες με ξένα πανεπιστήμια και να αναβαθμίσουν τη διασύνδεσή τους με την αγορά εργασίας. Η επιρροή αυτή μπορεί να είναι θετική και να συμβάλει στην εξέλιξη ολόκληρου του εκπαιδευτικού συστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η πολιτεία θα στηρίξει ενεργά τον δημόσιο τομέα και δεν θα τον αφήσει να λειτουργήσει σε καθεστώς μειονεκτικής θέσης.

Την ίδια στιγμή, δεν λείπουν οι προβληματισμοί. Η ύπαρξη ιδιωτικών ή μη κρατικών πανεπιστημίων μπορεί να οδηγήσει σε ανταγωνισμό για φοιτητές, ιδιαίτερα για εκείνους που διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους να επιλέξουν εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδρομές. Αν τα νέα ιδρύματα προσφέρουν πιο ελκυστικά, εξειδικευμένα ή διεθνώς αναγνωρισμένα προγράμματα, ενδέχεται να απορροφήσουν σημαντικό ποσοστό των φοιτητών που σήμερα κατευθύνονται στα δημόσια πανεπιστήμια. Αυτό θα μπορούσε να έχει συνέπειες όχι μόνο στον αριθμό των εισακτέων, αλλά και στη συνολική εικόνα των ΑΕΙ, δημιουργώντας το αίσθημα ότι αναπτύσσονται «δύο ταχύτητες» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Πέρα από το φοιτητικό δυναμικό, πιθανός είναι και ο ανταγωνισμός για το ανθρώπινο κεφάλαιο. Αν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια προσφέρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, υψηλότερους μισθούς ή μεγαλύτερη ερευνητική ελευθερία, είναι πιθανό να προσελκύσουν μέλη ΔΕΠ από τα κρατικά ιδρύματα, προκαλώντας απώλειες ταλέντου από το δημόσιο σύστημα. Αν αυτή η δυναμική ενισχυθεί χωρίς αντίβαρα, τα δημόσια πανεπιστήμια ίσως δυσκολευτούν να διατηρήσουν υψηλό επίπεδο διδασκόντων και ερευνητών.

Ωστόσο, οι κίνδυνοι αυτοί δεν αποτελούν από μόνοι τους επιχείρημα κατά της ύπαρξης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αντιθέτως, μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για βαθύτερες αλλαγές, αρκεί να υπάρχει σχέδιο και πολιτική βούληση. Ο στόχος δεν θα πρέπει να είναι η αντιπαλότητα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά η δημιουργία ενός μικτού συστήματος που προάγει την ποιότητα, την καινοτομία και την ισότητα των ευκαιριών. Αν η παρουσία των ιδιωτικών ιδρυμάτων συνοδευτεί από επενδύσεις στα δημόσια πανεπιστήμια, από ενίσχυση της αυτονομίας τους και από ένα δίκαιο σύστημα αξιολόγησης και χρηματοδότησης, τότε το όφελος μπορεί να είναι συνολικό και διαχρονικό.

Η πρόκληση, λοιπόν, δεν έγκειται στην ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλά στη διαχείριση της συνύπαρξης με τα κρατικά. Εφόσον διατηρηθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο ως βασικός πυλώνας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στήριξη και συνεχή αναβάθμιση, τότε ο πλουραλισμός επιλογών δεν θα λειτουργήσει διασπαστικά, αλλά ενισχυτικά για το σύνολο του ακαδημαϊκού οικοσυστήματος. Σε αυτή τη βάση, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει όχι μόνο ένα εργαλείο ανάπτυξης, αλλά και μια ευκαιρία για τη δημιουργία ενός πιο δίκαιου, ανταγωνιστικού και σύγχρονου πανεπιστημιακού περιβάλλοντος για όλους.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.