Η Ελλάδα βρίσκεται, αναμφίβολα, σε μια από τις πιο τουριστικά ανθηρές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της. Το 2024, ο αριθμός των επισκεπτών ξεπέρασε τα 36 εκατομμύρια, καταγράφοντας νέο ρεκόρ, ενώ τα τουριστικά έσοδα έφτασαν τα 22 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ζήτηση φαίνεται να αυξάνεται διαρκώς, και οι προβλέψεις για το 2025 κάνουν λόγο για ακόμη υψηλότερες επιδόσεις. Όμως, πίσω από τους εντυπωσιακούς αριθμούς και τα χαμόγελα των επιχειρηματιών του τουρισμού, αναδύεται μια άλλη πλευρά: αυτή της κόπωσης και της ανησυχίας των τοπικών κοινωνιών, ιδίως στα νησιά, απέναντι στην ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη.
Προορισμοί όπως η Μύκονος, η Ρόδος, η Κρήτη και η Κέρκυρα παραμένουν σταθερά στην κορυφή των προτιμήσεων, τόσο για τους επισκέπτες όσο και για τους επενδυτές. Ωστόσο, τα βλέμματα στρέφονται πλέον και σε μικρότερα, λιγότερο κορεσμένα νησιά, που μέχρι πρότινος παρέμεναν εκτός του μαζικού τουριστικού ρεύματος. Το ενδιαφέρον για νέες τουριστικές μονάδες σε περιοχές όπως η Αντίπαρος, η Κίμωλος, η Τήλος ή ακόμα και σε ακατοίκητες νησίδες, εντείνεται, συχνά χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία ή υποδομή. Και εδώ ακριβώς ξεκινά ο προβληματισμός.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Kölner Stadt-Anzeiger, πολλοί κάτοικοι εκφράζουν ανοιχτά την αντίθεσή τους σε αυτή την ανεξέλεγκτη επέκταση του τουριστικού μοντέλου. Η ανησυχία δεν αφορά μόνο την αλλοίωση του τοπίου και του χαρακτήρα των περιοχών τους, αλλά κυρίως τις σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην καθημερινότητά τους. Η αύξηση του αριθμού των ξενοδοχείων συνεπάγεται περισσότερες εγκαταστάσεις, περισσότερες πισίνες, μεγαλύτερη κατανάλωση νερού – σε περιοχές που ήδη αντιμετωπίζουν έντονα προβλήματα λειψυδρίας. Η έλλειψη βροχοπτώσεων, οι υψηλές θερμοκρασίες και η περιορισμένη υδροφόρα ικανότητα πολλών νησιών δεν επιτρέπουν άνευ όρων ανάπτυξη.
Η λύση που συχνά προτείνεται – η δημιουργία μονάδων αφαλάτωσης – δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτεί επενδύσεις εκατομμυρίων, μακροχρόνιο σχεδιασμό και, φυσικά, αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες. Και δεν σταματά εκεί. Για την κάλυψη της επιπλέον ενεργειακής ζήτησης εξετάζονται εναλλακτικές όπως η κατασκευή αιολικών ή ηλιακών πάρκων, κάτι που επίσης συναντά αντιδράσεις. Οι κάτοικοι φοβούνται ότι οι ανεμογεννήτριες και τα εκτεταμένα φωτοβολταϊκά πάρκα θα καταστρέψουν το φυσικό τοπίο και θα υποβαθμίσουν την ποιότητα ζωής τους.
Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της Ζακύνθου, όπου ένα νέο τουριστικό πρότζεκτ σε γειτονικό νησί προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Παρά το γεγονός ότι τα έργα είχαν ξεκινήσει, μετά από κινητοποιήσεις και την παρέμβαση περιβαλλοντικών οργανώσεων, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε τελικά τη διακοπή της κατασκευής. Το περιστατικό αυτό έδειξε ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν είναι πλέον διατεθειμένες να αποδέχονται παθητικά ό,τι σχεδιάζεται «άνωθεν» στο όνομα της ανάπτυξης.
Η αντίδραση των πολιτών δεν περιορίζεται μόνο στις κινητοποιήσεις. Όλο και περισσότεροι εκφράζουν την απογοήτευσή τους για τις διαδικασίες αδειοδότησης νέων μονάδων, επισημαίνοντας ότι δεν δίνεται επαρκής προσοχή στις περιβαλλοντικές συνέπειες και στα ζητήματα βιωσιμότητας. Υπάρχει έντονη δυσπιστία για τον ρόλο των πολεοδομικών αρχών, με πολλούς να καταγγέλλουν πρακτικές που δεν διακρίνονται για τη διαφάνειά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται λόγος για αδιαφανείς διαδικασίες και φαινόμενα διαφθοράς, που επιτρέπουν σε μεγάλα συμφέροντα να παρακάμπτουν τους νόμους και τις τοπικές ανάγκες.
Η Ελλάδα βρίσκεται, ουσιαστικά, σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία, η τουριστική δυναμική της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Η χώρα αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλείς προορισμούς παγκοσμίως και αυτό μεταφράζεται σε μεγάλα έσοδα, χιλιάδες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη σε περιοχές που είχαν μείνει στο περιθώριο. Από την άλλη, όμως, η δυναμική αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς όρια και χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό. Το μοντέλο του “όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο” δεν είναι πλέον βιώσιμο, ούτε περιβαλλοντικά, ούτε κοινωνικά.
Οι φωνές των κατοίκων των νησιών – και όχι μόνο – ζητούν μια νέα ισορροπία. Έναν τουρισμό που θα σέβεται το περιβάλλον, τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων και τα φυσικά όρια κάθε τόπου. Έναν τουρισμό που δεν θα εξαντλεί τους πόρους για να ικανοποιήσει τη ζήτηση της στιγμής, αλλά θα επενδύει στη μακροχρόνια ανθεκτικότητα.
Η πρόκληση είναι μεγάλη, αλλά και η ευκαιρία μοναδική: να δείξει η Ελλάδα ότι μπορεί να είναι παγκόσμιος τουριστικός ηγέτης, χωρίς να θυσιάζει τον χαρακτήρα της και χωρίς να αποξενώνει τους ίδιους της τους κατοίκους.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.