Η απόκτηση δεύτερης κατοικίας στην Ελλάδα αποτελεί διαχρονικά μια σημαντική επιλογή για πολλούς ιδιοκτήτες ακινήτων, είτε ως μέσο απόλαυσης και αναψυχής είτε ως επενδυτική κίνηση.
Η χώρα διαθέτει πλούσιο φυσικό τοπίο, παραθαλάσσιες τοποθεσίες, γραφικά νησιά και ορεινές περιοχές, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα ελκυστική την κατοχή ενός δεύτερου ακινήτου, τόσο για εγχώριους αγοραστές όσο και για ξένους επενδυτές. Σύμφωνα με έρευνες, η επιθυμία για απόκτηση δεύτερης κατοικίας στην Ελλάδα παραμένει ισχυρή και οι λόγοι που οδηγούν σε αυτή την απόφαση ποικίλλουν.
Ένας από τους βασικούς λόγους που πολλοί Έλληνες επιλέγουν να αποκτήσουν δεύτερη κατοικία είναι η χρήση της ως εξοχικού. Η ανάγκη για χαλάρωση και απόδραση από τη ζωή στην πόλη, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ωθεί πολλούς να επενδύσουν σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα ή σε μια ήσυχη επαρχιακή περιοχή. Οι οικογενειακές διακοπές σε ιδιόκτητη κατοικία μειώνουν τα έξοδα διαμονής, προσφέροντας παράλληλα την άνεση ενός προσωπικού χώρου προσαρμοσμένου στις ανάγκες της οικογένειας.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η μελλοντική χρήση του ακινήτου ως κύρια κατοικία κατά τη συνταξιοδότηση. Πολλοί αγοραστές προνοούν να αποκτήσουν ένα ακίνητο σε μια περιοχή όπου επιθυμούν να περάσουν τα χρόνια της συνταξιοδότησής τους, συνήθως σε πιο ήρεμες και φιλικές προς το περιβάλλον τοποθεσίες. Η επιλογή αυτή συνδυάζει την οικονομική σταθερότητα με την αναζήτηση καλύτερης ποιότητας ζωής σε σχέση με την καθημερινότητα στις μεγάλες πόλεις.
Παράλληλα, ένας σημαντικός αριθμός ακινήτων αγοράζεται για να προσφερθεί μελλοντικά στα παιδιά των ιδιοκτητών. Οι Έλληνες παραδοσιακά επιδιώκουν να εξασφαλίσουν μια σταθερή περιουσία για τις επόμενες γενιές, διευκολύνοντας έτσι τη διαδικασία της ανεξαρτητοποίησης των παιδιών τους. Η αγορά ενός δεύτερου ακινήτου λειτουργεί ως κληρονομική επένδυση που διασφαλίζει την οικογενειακή περιουσία και μειώνει μελλοντικά έξοδα στέγασης για τους απογόνους.
Η απόκτηση δεύτερης κατοικίας στην Ελλάδα έχει επίσης έντονη επενδυτική διάσταση, καθώς πολλοί ιδιοκτήτες αξιοποιούν τα ακίνητά τους μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων, όπως το Airbnb, ή με μακροχρόνια εκμίσθωση. Ο τουριστικός χαρακτήρας της χώρας και η αυξανόμενη ζήτηση για εναλλακτικά καταλύματα καθιστούν τη βραχυχρόνια μίσθωση μια προσοδοφόρα επιλογή, ειδικά σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Από την άλλη, η εκμίσθωση του ακινήτου με ετήσιο συμβόλαιο εξασφαλίζει μια πιο σταθερή εισοδηματική ροή, καθιστώντας την ιδιοκτησία ένα επιπλέον μέσο οικονομικής ενίσχυσης.
Σε μικρότερο βαθμό, υπάρχουν περιπτώσεις όπου μια δεύτερη κατοικία χρησιμοποιείται για τη διαμονή μεταξύ δύο πόλεων, ιδιαίτερα για λόγους εργασίας. Αυτό ισχύει κυρίως για επαγγελματίες που μετακινούνται συχνά ή εργάζονται σε διαφορετικές περιοχές. Επιπλέον, ένα ποσοστό αγοραστών επιλέγει να μετατρέψει το δεύτερο ακίνητο σε επαγγελματικό χώρο, αξιοποιώντας το για δραστηριότητες όπως μικρά ξενοδοχεία, καταστήματα ή γραφεία.
Η απόκτηση δεύτερης κατοικίας στην Ελλάδα παραμένει ένας στόχος για πολλούς, είτε για προσωπική χρήση, είτε ως μέσο εξασφάλισης της οικογένειας, είτε ως επενδυτική ευκαιρία. Η σταθερή αξία των ακινήτων και οι ποικίλες δυνατότητες αξιοποίησής τους ενισχύουν τη σημασία τους στην ελληνική αγορά ακινήτων, καθιστώντας τα όχι μόνο τρόπο βελτίωσης της ποιότητας ζωής, αλλά και μακροπρόθεσμη στρατηγική επένδυση.
Η τάση για απόκτηση δεύτερης κατοικίας δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί επιδίωξη κι επιθυμία για σημαντικό μέρος των πολιτών στην Ευρώπη, με την αγορά δεύτερης ή εξοχικής κατοικίας να διατηρεί κομβικό ρόλο στις εξελίξεις του real estate τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα της RE/MAX Europe, οι σημερινοί αγοραστές δίνουν έμφαση στην ύπαρξη υπαίθριου χώρου και στη χαμηλή ενεργειακή κατανάλωση, δύο παράγοντες που έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση.
Η πρόσβαση σε εξωτερικό χώρο αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για το 44% των Ευρωπαίων, με τα ποσοστά να αυξάνονται στη Γερμανία (54%) και την Ιταλία (52%). Παράλληλα, η ενεργειακή απόδοση των ακινήτων αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα επιλογής, με το 54% των Ούγγρων να την τοποθετεί στην κορυφή των προτεραιοτήτων. Το κόστος αγοράς αποδεικνύεται πιο κρίσιμο από την τοποθεσία, καθώς το 51% των Ευρωπαίων επιλέγει κατοικία βάσει της οικονομικής προσιτότητας, τάση που είναι ιδιαίτερα έντονη στην Ελλάδα (59%), την Ιρλανδία (58%) και την Ιταλία (58%).
Ενώ παλιότερα έπαιζε σημαντικό ρόλο τόσο η εγγύτητα σε αγαπημένα πρόσωπα (γονείς, φίλους κτλ) όσο και η συγκοινωνιακή σύνδεση στην επιλογή του τόπου αγοράς μιας κατοικίας, μετά την πανδημία αυτό έχει αλλάξει δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα. Μόλις το 32% των ερωτηθέντων θεωρεί σημαντικότερο το συγκοινωνιακό δίκτυο από την τοποθεσία, ενώ το 35% δίνει προτεραιότητα στη γειτνίαση με αγαπημένα πρόσωπα.
Παράλληλα, η αγορά δεύτερης κατοικίας στην Ευρώπη παραμένει δυναμική. Σύμφωνα με την έρευνα, το 69% των Ευρωπαίων είναι ιδιοκτήτες της κατοικίας τους, ενώ το 25% διαθέτει και ένα δεύτερο ακίνητο, που χρησιμοποιείται κυρίως για αναψυχή ή ως κατοικία μετά τη συνταξιοδότηση. Το υψηλότερο ποσοστό ιδιοκτητών δεύτερης κατοικίας καταγράφεται στη Βουλγαρία (46%), ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 10%, πιθανώς λόγω του υψηλού κόστους αγοράς των ακινήτων και της διαβίωσης, με το 71% των Βρετανών να δηλώνει ότι δεν σκοπεύει να αποκτήσει ποτέ δεύτερη κατοικία. Στην Ελλάδα, το 64% των πολιτών διαθέτει τουλάχιστον ένα ακίνητο, ενώ το 39% κατέχει και δεύτερο.
Οι λόγοι απόκτησης δεύτερης κατοικίας ποικίλλουν. Για το 44% των ιδιοκτητών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρόκειται για εξοχική κατοικία, ενώ το 23% τη βλέπει ως μελλοντική κατοικία για τη συνταξιοδότηση. Ένα 17% προορίζει το ακίνητο για τα παιδιά του, ώστε να τους προσφέρει μια ασφαλή μελλοντική στέγη, ενώ το 16% επενδύει στη βραχυχρόνια μίσθωση μέσω πλατφορμών όπως το Airbnb. Άλλο ένα 16% επιλέγει τη μακροχρόνια εκμίσθωση, εξασφαλίζοντας σταθερό εισόδημα, ενώ το 14% εντάσσει το ακίνητο στο επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο. Ένα μικρότερο ποσοστό, 10%, διατηρεί δεύτερη κατοικία για επαγγελματικούς λόγους, μετακινούμενο μεταξύ δύο πόλεων, ενώ το 5% τη μετατρέπει σε επαγγελματικό χώρο, όπως ξενοδοχείο, κατάστημα ή γραφείο.
Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ότι η αγορά δεύτερης κατοικίας δεν αποτελεί παροδική τάση, αλλά έναν σταθερό στόχο για πολλούς Ευρωπαίους. Περισσότεροι από 13 στους 100 ιδιοκτήτες δηλώνουν ότι, αν και δεν έχουν ακόμη δεύτερη κατοικία, είναι πολύ πιθανό να αποκτήσουν μία στο μέλλον.
Είτε πρόκειται για διακοπές, για συνταξιοδότηση ή για επένδυση, η κατοχή δεύτερου ακινήτου εξακολουθεί να αποτελεί μια ελκυστική προοπτική, επιβεβαιώνοντας ότι το real estate θα συνεχίσει να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία τα επόμενα χρόνια.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.