Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην εξεύρεση προσωπικού, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη για τη λειτουργία και την ανάπτυξή τους. Παρά τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος το τελευταίο διάστημα, το πρόβλημα της έλλειψης εργατικού δυναμικού παραμένει έντονο, δημιουργώντας πρόσθετες πιέσεις σε επιχειρήσεις που ήδη παλεύουν με τη ρευστότητα, το αυξημένο λειτουργικό κόστος και τη συρρίκνωση των περιθωρίων κέρδους.
Ένας από τους βασικούς λόγους που οι μικρές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να προσελκύσουν εργαζόμενους είναι το ύψος των μισθών που μπορούν να προσφέρουν. Σε αντίθεση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, που διαθέτουν περισσότερους πόρους και μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν έχουν την ευχέρεια να προσφέρουν ανταγωνιστικούς μισθούς και επιπλέον παροχές. Οι χαμηλές αποδοχές, σε συνδυασμό με την απουσία πρόσθετων κινήτρων, κάνουν τις θέσεις εργασίας τους λιγότερο ελκυστικές για τους υποψήφιους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα, οι εργασιακές συνθήκες στις μικρές επιχειρήσεις συχνά χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και έλλειψη σταθερότητας. Οι συμβάσεις μικρής διάρκειας, τα ακανόνιστα ωράρια και η ανάγκη ευελιξίας από πλευράς εργαζομένων λειτουργούν αποτρεπτικά για όσους αναζητούν μια πιο προβλέψιμη και εξασφαλισμένη εργασία. Πολλές μικρές επιχειρήσεις, λόγω της ίδιας της φύσης τους, απαιτούν από το προσωπικό να αναλαμβάνει πολλαπλούς ρόλους, γεγονός που δεν βρίσκει απήχηση σε όλους τους εργαζόμενους. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι υπερωρίες δεν αποζημιώνονται επαρκώς ή επικρατούν άτυπες εργασιακές πρακτικές, κάτι που δημιουργεί επιπλέον αποθάρρυνση.
Η δυσκολία εύρεσης κατάλληλου προσωπικού επιτείνεται και από τη γενικότερη έλλειψη εξειδίκευσης σε αρκετούς κλάδους. Οι μικρές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν εργαζόμενους με τις απαιτούμενες δεξιότητες, ειδικά σε τεχνικά επαγγέλματα, καθώς η εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση συχνά δεν συμβαδίζουν με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, πολλοί νέοι, ιδιαίτερα υψηλής ειδίκευσης, έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες απασχόλησης και υψηλότερους μισθούς. Το φαινόμενο αυτό έχει περιορίσει σημαντικά τη διαθέσιμη δεξαμενή εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την κάλυψη των κενών θέσεων στις μικρές επιχειρήσεις.
Ιδιαίτερες προκλήσεις αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς με έντονη εποχικότητα, όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εργοδότες δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό που να είναι πρόθυμο να εργαστεί μόνο για λίγους μήνες τον χρόνο, ειδικά όταν οι εναλλακτικές επιλογές απασχόλησης προσφέρουν μεγαλύτερη σταθερότητα. Η αυξημένη ζήτηση για εργατικά χέρια κατά τη θερινή περίοδο, σε συνδυασμό με τη μειωμένη προσφορά, οδηγεί πολλές επιχειρήσεις να λειτουργούν με ελλείψεις προσωπικού ή να αναγκάζονται να προσλαμβάνουν άτομα με ελάχιστη εμπειρία, κάτι που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η δυσκολία εύρεσης προσωπικού αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους για τις μικρές επιχειρήσεις, που ήδη αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές προκλήσεις.
Μιλώντας για οικονομικές προκλήσεις, να πούμε ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2024 σημειώθηκε αισθητή βελτίωση του οικονομικού κλίματος για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με τον σχετικό δείκτη να αυξάνεται στις 59,3 μονάδες, σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ. Ωστόσο, η έλλειψη ρευστότητας παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς το 45,4% των επιχειρήσεων κατέγραψε μείωση στα ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το 50,4% δήλωσε ότι τα διαθέσιμα κεφάλαιά του επαρκούν το πολύ για έναν μήνα.
Το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων παρέμεινε αρνητικό, με το 7,9% των επιχειρήσεων να αυξάνει το προσωπικό του και το 8,9% να προχωρά σε απολύσεις. Παρά ταύτα, υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία για το επόμενο εξάμηνο.
Το λειτουργικό κόστος συνεχίζει να πιέζει τις επιχειρήσεις, με αυξήσεις της τάξης του 40% από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης. Ως αποτέλεσμα, το 33% των επιχειρήσεων αύξησε τις τιμές του το δεύτερο εξάμηνο του 2024, ενώ το 25,6% αναμένει νέες ανατιμήσεις το 2025.
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές παραμένουν υψηλές, αν και σημειώθηκε μικρή βελτίωση. Το 29% των επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον μία οφειλή, με τα μεγαλύτερα προβλήματα να εντοπίζονται στην εστίαση και τις επιχειρήσεις χαμηλού τζίρου. Οι κυριότερες οφειλές αφορούν τον πρώην ΟΑΕΕ (13,9%), την εφορία (12,7%) και τους προμηθευτές (11,8%).
Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, ο δείκτης αβεβαιότητας μειώθηκε στις 32,5 μονάδες, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων που φοβούνται διακοπή δραστηριότητας υποχώρησε στο 2,5% από 3,2%. Παρόλα αυτά, ο κίνδυνος παύσης λειτουργίας παραμένει υψηλός για τις επιχειρήσεις που έχουν καθυστερημένες υποχρεώσεις, ειδικά για εκείνες που είναι υπερχρεωμένες στο Δημόσιο.
Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις συνεχίζουν να δίνουν μάχη για τη βιωσιμότητά τους, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στην ανάγκη για ανάπτυξη και στις αυξημένες οικονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, η αντιμετώπιση της ρευστότητας και η συγκράτηση του λειτουργικού κόστους παραμένουν οι βασικές προκλήσεις που θα καθορίσουν την πορεία τους στο άμεσο μέλλον.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.