Πριν την οικονομική κρίση, η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη και αποτελούσε έναν βασικό στόχο για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης ξεπερνούσαν το 80%, με την αγορά σπιτιού να θεωρείται αυτονόητος στόχος για τους περισσότερους Έλληνες.
Η απόκτηση ενός ακινήτου συνδεόταν με την έννοια της οικογενειακής ευημερίας και κοινωνικής καταξίωσης, ενώ η ιδιοκτησία κατοικίας θεωρούνταν η πιο σταθερή και αξιόπιστη επένδυση. Η οικονομική κατάσταση της εποχής συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση αυτής της τάσης. Η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε φάση ανάπτυξης και με τους μισθούς να παρουσιάζουν ανοδική πορεία. Οι Έλληνες είχαν περισσότερη αγοραστική δύναμη και την ικανότητα να εξοικονομήσουν χρήματα για την αγορά ενός σπιτιού. Οι τράπεζες προσέφεραν στεγαστικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους, χωρίς πολλές αυστηρές προϋποθέσεις, και η διαδικασία δανεισμού ήταν αρκετά εύκολη, γεγονός που έκανε τη χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας πιο προσβάσιμη.
Η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν εντυπωσιακή, με τις τιμές των ακινήτων να αυξάνονται συνεχώς. Η τάση αυτή ενίσχυε την πεποίθηση ότι η αγορά ενός σπιτιού ήταν μια ασφαλής επένδυση, αφού η αξία των ακινήτων συνεχώς ανέβαινε. Η ιδιοκτησία ενός ακινήτου θεωρούνταν, μάλιστα, και ένα από τα πιο αξιόπιστα μέσα αποταμίευσης και κεφαλαιακής ασφάλειας.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι η κοινωνική σημασία της ιδιοκτησίας ήταν μεγάλη εκείνη την περίοδο. Η κατοχή ενός σπιτιού συνδεόταν με την έννοια της κοινωνικής αναγνώρισης και της οικογενειακής σταθερότητας. Τα στεγαστικά δάνεια ήταν μια διαδικασία που επιτρεπόταν σε όλο και περισσότερους πολίτες και αποτελούσε μια εύκολη επιλογή για τους ενδιαφερόμενους. Η πίστη στην αξία των ακινήτων ήταν γενικευμένη και η αγορά ενός σπιτιού θεωρούνταν μια φυσική επακόλουθη επιλογή για το μέλλον. Επίσης, ένα μεγάλο ποσοστό οικογενειών αγόραζε σπίτια για τα παιδιά του, με την προοπτική αυτά να κατοικηθούν με το που επέστρεφαν τα παιδιά από τις σπουδές τους και επέλεγαν να κάνουν δική τους οικογένεια.
Αυτή η κατάσταση άλλαξε δραματικά με την οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε ριζικές ανατροπές στην αγορά ακινήτων και στην οικονομική ευημερία των Ελλήνων. Τα μέτρα λιτότητας, οι περικοπές στους μισθούς και οι αυξήσεις στους φόρους δημιούργησαν ένα ασφυκτικό οικονομικό περιβάλλον, το οποίο καθιστούσε την απόκτηση κατοικίας μια δύσκολη και ανέφικτη υπόθεση για πολλούς. Επιπρόσθετα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που επέλεξαν να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης.
Η απόκτηση πρώτης κατοικίας στην Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές των ακινήτων, η στασιμότητα των εισοδημάτων και τα υψηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων καθιστούν την αγορά σπιτιού όλο και πιο απρόσιτη. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν η ιδιοκατοίκηση αποτελούσε στόχο για τη συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, σήμερα μόλις το 22% εκδηλώνει ενδιαφέρον για την αγορά ακινήτου, με το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης να ακολουθεί πτωτική πορεία. Οι τελευταίες έρευνες και αναλύσεις (Cerved Property Services, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) αποκαλύπτουν τη σημαντική μείωση του αγοραστικού ενδιαφέροντος σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.
Αν κι εκδηλώνεται σημαντική ζήτηση στον τομέα των ακινήτων κυρίως από επενδυτές, εγχώριους και ξένους, η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης παραμένει έντονη, καθώς οι υποψήφιοι αγοραστές αυξάνονται διαρκώς, ενώ η προσφορά κατοικιών παραμένει περιορισμένη.
Παρά το γεγονός ότι το 22% των Ελλήνων ενδιαφέρεται για αγορά ακινήτου, μόλις το 15% σκοπεύει να προχωρήσει άμεσα στην αγορά, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό τοποθετεί την κίνηση αυτή στο μέλλον.
Η κύρια αιτία αυτής της ανασφάλειας είναι οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών στην αγορά ακινήτων από το 2017, με το 2024 να αποτελεί έτος-ορόσημο. Οι τιμές ξεπέρασαν ακόμη και τα επίπεδα του 2008, με τη μέση ετήσια αύξηση να αγγίζει το 8,7% το 2024, αν και αυτή η αύξηση είναι χαμηλότερη σε σχέση με το 2023. Ειδικά τα νέα διαμερίσματα παρουσίασαν αύξηση 9,1%, ενώ τα παλαιότερα ακίνητα αυξήθηκαν κατά 4,9%, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ζήτησης από ξένους επενδυτές.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που καθιστά τη στέγαση δυσβάσταχτη για τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η δυσανάλογη σχέση των τιμών των ακινήτων με τα διαθέσιμα εισοδήματα. Το 35,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων δαπανάται για το κόστος στέγασης, ένα ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου στην ΕΕ (19,7%). Επιπλέον, το 28,5% του πληθυσμού ζει σε νοικοκυριά όπου το κόστος στέγασης ξεπερνά το 40% του εισοδήματος, έναντι μόλις 8,9% στην ΕΕ.
Η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση συνιστά επίσης σημαντικό εμπόδιο για την απόκτηση κατοικίας. Παρά τη διάθεση των τραπεζών να χορηγήσουν στεγαστικά δάνεια, οι υψηλοί δείκτες επιτοκίων και η επιφυλακτικότητα των Ελλήνων προς το δανεισμό, αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες. Τα επιτόκια στη χώρα παραμένουν υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, γεγονός που καθιστά τα δάνεια πιο απρόσιτα. Οι πρόσφατες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, δεν φαίνεται να αποτελεί δέλεαρ και η διαδικασία του δανεισμού εξακολουθεί να θεωρείται απαιτητική από τους περισσότερους.
Η περιορισμένη προσφορά κατοικιών εντείνει τη δυσκολία, καθώς οι οικοδομικές άδειες από το 2011 έως το 2024 είναι σχεδόν ίδιες με αυτές που εκδόθηκαν το 2005, μειώνοντας έτσι τη νέα προσφορά στην αγορά. Όσοι επιλέγουν να αγοράσουν, συχνά καταλήγουν να αγοράζουν παλαιά ακίνητα, συνήθως άνω των 40 ετών, που απαιτούν ανακαινίσεις, γεγονός που αυξάνει το κόστος και την επιβάρυνση για τους νέους αγοραστές. Η πλειονότητα των υποψήφιων αγοραστών έχει περιορισμένα οικονομικά περιθώρια, με τα μεγαλύτερα ποσοστά να στοχεύουν σε ακίνητα αξίας 100.000 – 150.000 ευρώ. Μόνο ένα μικρό ποσοστό εξετάζει αγορές σε υψηλότερες τιμές, ενώ σημαντικό μέρος των αγοραστών θα χρειαστεί δάνειο για να ολοκληρώσει την αγορά του ακινήτου.
Η σημερινή κατάσταση της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα, με τις υψηλές τιμές, τα αυξημένα επιτόκια και την περιορισμένη προσφορά, καθιστά την απόκτηση πρώτης κατοικίας μια δύσκολη διαδικασία, ιδιαίτερα για τους νέους και τα μεσαία νοικοκυριά. Αυτές οι συνθήκες εντείνουν την αβεβαιότητα για το μέλλον της ιδιοκατοίκησης και θέτουν νέες προκλήσεις για την ελληνική στεγαστική πολιτική.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.