Όλο και πιο συχνά βλέπουμε νέους, κυρίως, ανθρώπους να επιλέγουν να εγκαταλείψουν τη χώρα μας για να ψάξουν καλύτερη εργασιακή τύχη σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εμφανίζουν μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Η οικονομική αβεβαιότητα στην Ελλάδα, οι χαμηλοί μισθοί, η ανεργία και το αυξημένο κόστος ζωής ενισχύουν την τάση φυγής, ενώ μεγεθύνουν τις προσδοκίες για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις χώρες επιλογής προς μετανάστευση. Επηρεάζει κυρίως δύο ηλικιακές ομάδες, οι οποίες αναζητούν καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας σε άλλες χώρες. Η μία αποτελείται από νέους ενήλικες (18-35 ετών), οι οποίοι επιλέγουν να μεταναστεύσουν κυρίως λόγω των περιορισμένων επαγγελματικών ευκαιριών στην Ελλάδα, της υψηλής ανεργίας και των χαμηλών μισθών. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Ολλανδία, προσελκύουν πολλούς νέους, προσφέροντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, υψηλότερους μισθούς και ευκαιρίες επαγγελματικής ανάπτυξης.
Η δεύτερη ομάδα αφορά τα άτομα ηλικίας 35-50 ετών. Αυτοί οι επαγγελματίες, πολλοί από τους οποίους έχουν οικογένειες, αποφασίζουν να μεταναστεύσουν αναζητώντας περισσότερη σταθερότητα και καλύτερες προοπτικές για την καριέρα τους.
Παρά τις προσδοκίες, όμως, η κατάσταση ίσως να είναι αρκετά διαφορετική όταν κληθεί κάποιος να ζήσει σε πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, ειδικά τα τελευταία χρόνια, με τις επιπτώσεις των παγκόσμιων γεωπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρατηρούνται μεγάλες διαφορές στο κόστος ζωής μεταξύ των μελών της, με χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γαλλία και η Σουηδία να εμφανίζονται πιο ακριβές λόγω των ισχυρότερων οικονομιών τους, ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως Βουλγαρία και Ουγγαρία, να έχουν χαμηλότερο κόστος ζωής. Για παράδειγμα, το μηνιαίο κόστος διαβίωσης στη Σουηδία ανέρχεται περίπου στα 1.350 ευρώ, ενώ στη Βουλγαρία περίπου στα 605 ευρώ.
Οι σημαντικότεροι παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος ζωής σε κάθε χώρα είναι το κόστος της ενέργειας – ειδικά μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία έχει εκτοξευθεί – της στέγασης, της τιμής των τροφίμων στα σούπερ μάρκετ και της διασκέδασης.
Η ενεργειακή κρίση, η οποία ξεκίνησε με την πανδημία COVID-19 και εντάθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία το 2022, έχει επιφέρει σημαντική αύξηση στις τιμές ενέργειας. Αν και η αγορά ενέργειας έχει σταθεροποιηθεί ως έναν βαθμό, οι τιμές παραμένουν πιο υψηλές από τα προ πανδημίας επίπεδα. Στη Γερμανία, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά φτάνουν περίπου τα 0,40 ευρώ/KWh, ενώ στην Ουγγαρία το κόστος είναι μόλις 0,10 με 0,15 ευρώ/KWh, τονίζοντας τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν στην ΕΕ.
Σε λιγότερο από μία δεκαετία, οι τιμές των κατοικιών γενικότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στην Ουγγαρία και αγγίζει το 173%, ενώ η Φιλανδία καταγράφει αύξηση της τάξης του 5%. Αν και μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ιδιοκτήτες κατοικιών, αυτοί που αναγκάζονται να νοικιάσουν καλούνται να καταβάλουν υψηλές τιμές ενοικίων. Συγκρίνοντας Ελβετία και Βουλγαρία (με τεράστιες αποκλίσεις στις οικονομίες τους) μπορούμε να δούμε ότι το κόστος ενός διαμερίσματος με ένα δωμάτιο στην Ελβετία μπορεί να φτάσει και τα 2.500 ευρώ και στην Βουλγαρία περίπου 550 ευρώ.
Οι τιμές των τροφίμων είναι επίσης ένας καθοριστικός παράγοντας στο κόστος ζωής. Για παράδειγμα, 1 κιλό ψωμί στην Ρουμανία κοστίζει περίπου 0,30 ευρώ, ενώ στην Ελβετία η τιμή φτάνει και τα 4,60 ευρώ. Η Ελβετία κατατάσσεται στην κορυφή των τιμών για προϊόντα όπως ψωμί, δημητριακά, κρέας και ψάρια, ενώ χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία προσφέρουν πιο προσιτές τιμές σε αυτά τα προϊόντα.
Η ψυχαγωγία, σημαντικός παράγοντας για την ψυχική υγεία των ανθρώπων, είναι ένα ακόμα βασικό στοιχείο του κόστους ζωής. Ένα γεύμα για δύο άτομα σε εστιατόριο μέσης κατηγορίας κοστίζει περίπου 70 ευρώ στο Παρίσι και 50 ευρώ στη Λισαβόνα, ενώ ένα εισιτήριο κινηματογράφου στην Ελβετία μπορεί να φτάσει τα 20 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα είναι περίπου 7,00 ευρώ.
Γίνεται αντιληπτό ότι το κόστος ζωής στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα υψηλό, αλλά είναι και αυτές που προσφέρουν υψηλότερους μισθούς, καλύτερες συνθήκες εργασίας, πιο σταθερές οικονομίες, ανεπτυγμένες υποδομές, συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, ουσιαστικά καλύτερη ποιότητα ζωής.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να αντισταθμιστούν για την τελική απόφαση μετανάστευσης σε άλλη χώρα. Εκτός από τις οικονομικές προκλήσεις υπάρχουν και αυτές, όπως είναι η αποξένωση από την οικογένεια και την πατρίδα, η πολιτισμική προσαρμογή, η γλώσσα και οι κοινωνικές διαφορές.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.