Η αγορά ακινήτων στην Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή αναβρασμό, με τις τιμές να εκτοξεύονται, τα νοικοκυριά να πιέζονται όλο και περισσότερο και τις κρατικές παρεμβάσεις να αδυνατούν να προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις.
Το νέο στεγαστικό πρόγραμμα «Σπίτι μου 2», αντί να βοηθήσει πραγματικά τους δικαιούχους, φαίνεται να έχει συμβάλει στην περαιτέρω αύξηση των τιμών, επιβεβαιώνοντας τα ίδια προβλήματα που είχαν παρατηρηθεί και στον πρώτο κύκλο του προγράμματος.
Η ανεξέλεγκτη άνοδος των τιμών και η πίεση στα νοικοκυριά
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 οι τιμές των νεόδμητων διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 10,1%, ενώ των παλιότερων διαμερισμάτων κατά 7,8%. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για τους νέους αγοραστές, καθώς η διαθεσιμότητα ακινήτων σε προσιτές τιμές είναι περιορισμένη.
Η στεγαστική κρίση πλήττει κυρίως τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα. Με τις τιμές των ακινήτων να αυξάνονται σταθερά, η απόκτηση κατοικίας γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Παράλληλα, και τα ενοίκια έχουν ακολουθήσει ανοδική πορεία, με την αύξηση να ξεπερνά το 40% σε πολλές περιοχές, καθιστώντας ακόμα και τη μίσθωση ακινήτου δυσβάσταχτη.
«Σπίτι μου 2»: Λύση ή παράγοντας περαιτέρω αύξησης τιμών;
Την ίδια ώρα, το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» σχεδιάστηκε για να δώσει τη δυνατότητα σε νέους έως 50 ετών να αποκτήσουν πρώτη κατοικία με ευνοϊκούς όρους δανειοδότησης. Ωστόσο, όπως και στον πρώτο κύκλο του προγράμματος, η μεγάλη ζήτηση που προκάλεσε είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές των ακινήτων που πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας.
Από τις αρχές του 2025, οι ζητούμενες τιμές πώλησης των ακινήτων που εντάσσονται στο πρόγραμμα έχουν αυξηθεί κατά 10%, σύμφωνα με μεσίτες της αγοράς. Ειδικά σε περιοχές όπως το κέντρο της Αθήνας, τα δυτικά προάστια, ο Πειραιάς και τα νότια και ανατολικά προάστια, παρατηρείται έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον, ωθώντας τις τιμές ακόμη υψηλότερα.
Ακόμη, σύμφωνα με μελέτη του Συλλόγου Μεσιτών Αττικής, η διαθεσιμότητα των επιλέξιμων ακινήτων είναι περιορισμένη. Για παράδειγμα, στο Μαρούσι μόλις 235 ακίνητα από τα 1.370 πληρούν τις προϋποθέσεις, στην Κηφισιά 144 από τα 1.924, ενώ στη Δάφνη και την Καλλιθέα η διαθεσιμότητα ανέρχεται στο 29% και 32% αντίστοιχα.
Παράλληλα, το ενδιαφέρον για το πρόγραμμα είναι τεράστιο, με πάνω από 120.000 αιτήσεις να έχουν ήδη υποβληθεί, ενώ οι πραγματικοί ωφελούμενοι δεν αναμένεται να ξεπεράσουν τις 20.000. Αυτό δημιουργεί επιπλέον προβλήματα, καθώς πολλοί υποψήφιοι αγοραστές αδυνατούν να βρουν διαθέσιμα ακίνητα που να πληρούν τις προϋποθέσεις του προγράμματος.
Επιπλέον, τα κριτήρια του προγράμματος περιορίζουν τις επιλογές. Τα ακίνητα που εντάσσονται πρέπει να είναι έως 150 τ.μ., να έχουν κατασκευαστεί πριν το 2007 και η τιμή τους να μην ξεπερνά τις 250.000 ευρώ. Όμως, στην πράξη, η αγορά δεν διαθέτει αρκετά τέτοια ακίνητα, καθώς τα περισσότερα ανακαινισμένα διαμερίσματα σε καλές περιοχές υπερβαίνουν αυτά τα όρια.
Το φαινόμενο της «golden visa» και η επιτάχυνση των αγοραπωλησιών
Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει την αγορά είναι το επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων αγοραστών. Η αλλαγή στα όρια του προγράμματος «golden visa», που αύξησε την ελάχιστη αξία επένδυσης, οδήγησε σε μαζικές αγορές ακινήτων το 2024, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη στεγαστική κρίση.
Οι περισσότερες επενδύσεις επικεντρώθηκαν στο κέντρο της Αθήνας, στα νότια προάστια και σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, ανεβάζοντας τις τιμές και μειώνοντας τη διαθεσιμότητα για τους Έλληνες αγοραστές. Πλέον, οι τιμές πώλησης σε περιοχές όπως η Βουλιαγμένη, το Κολωνάκι και η Βούλα ξεπερνούν τα 5.000 ευρώ/τ.μ., καθιστώντας την αγορά ακινήτου άπιαστο όνειρο για πολλούς.
Η μελλοντική εικόνα της αγοράς
Αναλυτές εκτιμούν ότι η ανοδική πορεία των τιμών θα συνεχιστεί και το 2025, με την προσφορά να παραμένει περιορισμένη και τη ζήτηση υψηλή. Οι κρατικές παρεμβάσεις, όπως τα στεγαστικά προγράμματα, αν δεν σχεδιαστούν σωστά, φαίνεται πως έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, ενισχύοντας την κερδοσκοπία αντί να προσφέρουν προσιτές λύσεις.
Η ανάγκη για μια ουσιαστική στεγαστική πολιτική είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Χωρίς μια στρατηγική που θα εξασφαλίζει πραγματικά οικονομικά προσιτές κατοικίες, η στεγαστική κρίση θα συνεχίσει να επιδεινώνεται, αφήνοντας όλο και περισσότερους πολίτες εκτός αγοράς ακινήτων.
Αναγκαία η επανεξέταση των κριτηρίων των στεγαστικών προγραμμάτων
Παράλληλα, η έλλειψη νέας οικοδομικής δραστηριότητας εντείνει την κρίση. Οι υψηλές τιμές των οικοδομικών υλικών, η γραφειοκρατία στις άδειες και η δυσκολία εύρεσης χρηματοδότησης για νέα έργα έχουν μειώσει σημαντικά την ανέγερση νέων κατοικιών, γεγονός που συμβάλλει στη χαμηλή διαθεσιμότητα ακινήτων στην αγορά.
Τέλος, πολλοί ειδικοί τονίζουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να επανεξετάσει τα κριτήρια των στεγαστικών προγραμμάτων και να εξετάσει εναλλακτικές λύσεις, όπως η επιδότηση ενοικίων και η παροχή φορολογικών κινήτρων για την ανακαίνιση και διάθεση ακινήτων σε λογικές τιμές.
Μόνο έτσι θα μπορέσει να δοθεί πραγματική διέξοδος στη στεγαστική κρίση και να επιστρέψει η κανονικότητα σε ένα βασικό κοινωνικό αγαθό όπως η στέγαση.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.