Είναι πια κοινωνιολογικό, να πούμε, ψυχολογικό ίσως, φαινόμενο σίγουρα, αυτό που βλέπουμε να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας, αυτή η σχέση εξάρτησης, αγάπης και μίσους μαζί, που χαρακτηρίζει μια ολόκληρη γενιά, αυτή των παιδιών μας. Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα, οι αναλύσεις και οι εξηγήσεις των ειδικών. Το περιμέναμε πως τα παιδιά της πανδημίας, με τα κλειστά σχολεία και την μόνη κοινωνικοποίηση τους μέσα από οθόνες, θα μεγαλώσουν και θα είναι διαφορετικά. Και ήρθε η ώρα, να ζήσουμε, όλοι μαζί, μ αυτό…
Βλέπουμε τους έφηβους μας και τους πολύ νέους ενήλικους να έχουν το κινητό, σα φυσική προέκταση του χεριού τους, απαραίτητο στοιχείο της φυσικής τους παρουσίας, σαν τους αντίχειρες τους σχεδόν. Κοιμούνται και το έχουν κάτω από το μαξιλάρι, ξυπνάνε και το κινητό κοιτάνε με το που ανοίγουν τα βλέφαρα τους, πανικοβάλλονται με την ιδέα να μην έχουν wifi, βρίσκονται με κόσμο και έχουν μάτι μόνο για την οθόνη τους. Σαν ο κόσμος γύρω τους να είναι ορατός μόνο μέσα από τους πολυμερείς κρυστάλλους των συσκευών τους. Ναι! Η πρώτη, αυτή γενιά, που δεν ξέρει πως μπορεί να είναι η ζωή χωρίς τα social media μεγάλωσε και έφτασε σε εκείνη την ηλικία, που αναλογίζεται τι μπορεί να τους έχει κοστίσει αυτή η κανονικοποιημένη σχέση εξάρτησης με τα μέσα κοινωνικές δικτυώσεις και τις συσκευές που τα ξεκλειδώνουν. Και δεν του αρέσει καθόλου!
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση για το New Britain Project, που ιδρύθηκε από μια πρώην δασκάλα, την Αν ΜακΣέιν, τα δύο τρίτα των νέων ηλικίας 16 έως 24 ετών πιστεύουν ότι τα social media κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό, και τα τρία τέταρτα επιθυμούν πιο αυστηρούς κανονισμούς, ώστε να προστατευθούν οι νεότεροι και τα μικρότερα παιδιά. Περισσότερο από το 50% των GenZ πιστεύουν ότι πέρασαν σπατάλησαν υπερβολικά πολύ χρόνο στα κινητά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μικρότερες ηλικίες, με τις μεγαλύτερες τύψεις να εκφράζουν αυτοί που άρχισαν να χρησιμοποιούν τα social media από νεαρότερη ηλικία. Οι τέσσερις στους πέντε σκοπεύουν να κρατήσουν τα δικά τους παιδιά μακριά από αυτά, όσο το δυνατόν περισσότερο γινεται, όταν και εφόσον γίνουν γονείς. Τελικά όλη αυτή εμπειρία, ειδικά για εμάς τους μεγαλύτερους, που ζήσαμε μεν την κοσμογονική δημιουργία των social media, αλλά έχουμε υπάρξει μια χαρά χωρίς αυτά, μπορεί και καλύτερα, φαίνεται να έκανε τα παιδιά μας να νιώθουν… δυστυχισμένα!
Μας αναγνωρίζουν, μέσα απ την έρευνα του New Britain Project, βέβαια, πως καταβάλαμε κάθε δυνατή προσπάθεια για βάλουμε κανόνες και να τα κρατήσουμε μακριά απ τις οθόνες. Μα δεν ήταν καθολου εφικτό, ειδικά όταν με τις καραντίνες, ακόμα και τα μαθήματα του σχολείου τους, μέσα απ τις οθόνες γινόταν. Το ότι συναντιόμαστε στον ίδιο τόπο, τουλάχιστον δείχνει πως δεν μας χωρίζει δα και κάνα αβυσσαλέο χάσμα γενεών, αλλά πως κάποτε, να που βρισκόμαστε όλοι μας στην ίδια πλευρά. Η Gen Z, φαίνεται, να μη χρειάζεται περισσότερες διαλέξεις από εμάς, του συχνά εξίσου εθισμένους, για το πώς να αφήσουν και λιγάκι αυτό το παλιό – κινητό απ το χέρι τους. Μπορεί, ίσως να έχουν και κάτι να μας διδάξουν. Ειδικά αυτή η γενιά παιδιών που μεγάλωσε στο διαδίκτυο, πέρασε το lockdown στα παιδικό δωμάτιο, και συχνά ξεκίνησε τις πρώτες δουλειές μέσω Zoom. Ήρθε η ώρα που παλεύουν να κοινωνικοποιηθούν με τον φυσικό τρόπο.
Στη Μεγάλη Βρετανία, την περασμένη Παρασκευή, το κοινοβούλιο ψήφισε την πρόταση του βουλευτή των Εργατικών και πρώην δασκάλου Τζος ΜακΑλιστερ για ασφαλέστερη χρήση κινητών, έχοντας την αρκετά λειάνει. Αν και αρχικά ο ΜακΑλιστερ υποστήριζε την αύξηση του νομικού ορίου πρόσβασης στα social media από τα 13 στα 16, η πρόταση τώρα δεσμεύει τους υπουργούς να υποβάλουν αναφορά σε ένα χρόνο σχετικά με το θέμα. Μερίδα του βρετανικού τύπου θεωρεί πως οι υπουργοί της κυβέρνησης αποφεύγουν τη σύγκρουση με τους αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες. Ωστόσο, μάλλον σύνεση δείχνουν μέχρι να εφαρμοστεί πλήρως ο νέος και πολύπλοκος νόμος για την ασφάλεια στο διαδίκτυο, που θα τεθεί σε ισχύ αυτή την άνοιξη, έχοντας την ευκαιρία να μάθουν πως λειτουργήσαν παρόμοιες απαγορεύσεις που εφαρμόζονται, ήδη, σε Αυστραλία και Νορβηγία.
Από το Μάντσεστερ ως την Ίμπιζα και απ το Δουβλίνο ως τη Μαγιόρκα, όλο και πολλά νυχτερινά κλαμπ και χώροι συναυλιών ζητούν από τους νεαρούς πελάτες τους, να καλύπτουν τις κάμερες των κινητών τους με αυτοκόλλητα που τους παραχωρούν στην είσοδο, ώστε να μην τραβούν βίντεο στην πίστα για τα social media τους, αλλά να ζήσουν τη στιγμή όπως κάναν οι γονείς τους. Παράλληλα, μια έκρηξη παρατηρείται σε ομάδες τζόκινγκ, ανάγνωσης, ή μικρά πάρτι για singles, που έχουν κουραστεί από τις εφαρμογές γνωριμιών. Πολλές ακόμα εκδηλώσεις διευκρινίζουν πως είναι «ψηφιακής αποτοξίνωσης», με τα κινητά μένουν έξω από την πόρτα. Όλα αυτά είναι μια συγκινητική και ειλικρινής προσπάθεια των νέων της Gen Z για τις παραδοσιακές, ανθρώπινες, πρόσωπο με πρόσωπο, επαφές και κοινωνικές συνδέσεις.
Η 25χρονη Βρετανή Τουρκικής καταγωγής συγγραφέας Αντέλ Ζεϊνέπ Γουόλτον, ίδρυσε το ιδιαίτερα δημοφιλές Logging Off Club, που οργανώνει συναντήσεις στη πραγματική ζωή για ανθρώπους που προσπαθούν να απομακρυνθούν από τα κινητά τους. Η ιδέα της δημιουργήθηκε, ύστερα από μια τυχαία συζήτηση κατά τη διάρκεια ενός σαββατοκύριακου για τα 25α γενέθλιά της με φίλους. Όλοι τους, ανησυχούσαν για τον χρόνο οθόνης τους και προσπαθούσαν κρυφά να τον μειώσουν, αλλά νιώθανε άβολα να μιλήσουν γι’ αυτό. Στις εκδηλώσεις του Logging Off Club παίρνουν τα κινητά των ανθρώπων στην είσοδο και τα βάζουν σε έναν κουβά. Στην αρχή τα νέα μέλη νιώθουν ανασφάλεια, αμηχανία, δεν ξέρουν τι να κάνουν με τα χέρια τους ή που να κοιτάξουν. Θέλουν χρόνο για να μπορέσουν να μιλήσουν και να επιδράσουν με τους άλλους, κοιτάζοντας τους στα μάτια και όχι μέσω οθόνης. Σε μια εκδήλωση που οργάνωσε μαζί με το City Daze, ένα άλλο social club που διοργανώνει βόλτες χωρίς κινητά στο Λονδίνο, οι συμμετέχοντες ηλικιών από 19 έως 25 ετών, χρειάστηκε να λάβουν βοηθητικές κάρτες με απλές ερωτήσεις και καθημερινά θέματα για να ξεκινήσουν συζητήσεις.
Αυτό, που επίσης καταγράφεται στην Gen Z, είναι η αντίδραση των νέων γυναικών στο τοξικό περιεχόμενο, τον εκφοβισμό ή τις ιδεολογίες που κατακλύζουν από νεανικές ανδρικές ομάδες τις διαδικτυακές τους ζωές. Σε όλους όμως, αγόρια και κορίτσια υπάρχει αυτή η αίσθηση ότι το να περνούν τόσο πολύ χρόνο στα κινητά τους τους έχει στερήσει κάτι ανθρώπινο και σημαντικό. Η Αντέλ Ζεϊνέπ Γουόλτον γράφει πως νιώθει περίεργα αποκομμένη από οποιαδήποτε πραγματική κοινότητα, αν και μιλάει χρόνια στο διαδίκτυο με ανθρώπους που δεν έχει γνωρίσει ποτέ, όμως, δεν ξέρει καν τα ονόματα των γειτόνων της. Η γενιά της σημειώνει πως «έχει πιστέψει το ψέμα της σύνδεσης» από τις μεγάλες πλατφόρμες, αλλά όλα είναι σχήμα επαφών και σχέσεων και τίποτα δεν είναι ουσιαστικά ικανοποιητικό. Το βιβλίο της για όλα αυτά, με τον τίτλο «Logging Off», θα κυκλοφορήσει τον Ιούνιο, και αν και είναι δύσκολο να το διαβάσει κανείς ως γονιός χωρίς να νιώσει τύψεις, είναι εμψυχωτικό το να βλέπεις τη Γενιά Z να προσπαθεί να ξαναχτίσει τις κανονικές ζωές, που νιώθουν ότι έχουν χάσει.
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Ντ Πάτναμ συζητήθηκε πολύ και έκανε μπέστ σέλερ τον βιβλίο του «Bowling Alone», με την θεώρηση του, πως η κοινωνία έγινε πιο κατακερματισμένη, πολωμένη, κλειστή και δύσπιστη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν οι Αμερικανοί απομακρύνθηκαν από συλλογικές δραστηριότητες, όπως τα ομαδικά αθλήματα ή ακόμα και η εκκλησία, που κάποτε τους ένωναν σε κοινότητες. Διαβάζουμε στην The Gardian πως στο τελευταίο του βιβλίο, το «The Upswing», που έγραψε μαζί με τη Σέιλιν Ρόμνεϊ Γκάρετ, επιχειρεί να ορίσει πότε και πως προέκυψε η μεγάλη μοναξιά, η αποξένωση της αμερικανικής κοινωνίας. Θεωρεί πως η μετακίνηση των ανθρώπων από τις στενά συνδεδεμένες αγροτικές και μικρές πόλεις της Αμερικής στις μεγαλύτερες, εργοστασιακές μεγαλουπόλεις, όπου υπήρχαν δουλειές και ευκαιρίες, κατακερμάτισε τον προηγούμενο κοινωνικό ιστό και διέρρηξε σχέσεις δεκαετιών, μη μπορώντας να τις αντικαταστήσει. Ακολούθησε μια έκρηξη social clubs, από rotary clubs και προσκοπικές ομάδες έως συνδικάτα, που τους ένωσαν, ξανά, με άλλους, νέους δεσμούς.
Το ηθικό δίδαγμα ρωτάει η Αντέλ Ζεϊνέπ Γουόλτον, για όσους τολμούν να ελπίζουν; Μα όταν οι κοινωνίες φτάσουν αρκετά μακριά στο μονοπάτι της απομόνωσης» δίνει μόνη της την απάντηση, «τότε ο μόνος δρόμος που απομένει είναι προς τα πάνω και κάποτε σε αξίες και πρακτικές, προς τα πίσω».
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.