Πριν από 6.500 χρόνια άρχισαν στον ελλαδικό χώρο να φτιάχνουν κρασί. Λατρεύτηκε ένας και ένας θεός, μεθυσμένος που τριγυρνούσε στην Ελλάδα δίδασκε νέες ποικιλίες, τρυγούσε τα αμπέλια, δοκίμαζε τις γεύσεις και ευλογούσε το ελληνικό κρασί. Φτιάχτηκαν και γιόρτασε για τον ιερό οίνο με τη σπουδαία αίσθηση και τις υπέροχες ιδιότητες και έτσι στα Λήναια και στα Διονύσια οι Έλληνες συμμετείχαν στον διονυσιασμό που προσέφεραν οι εύγεστες μοναδικές ποικιλίες και συνταγές τους.
Χιλιάδες χρόνια τώρα, το κρασί δεν έλειψε από τις ζωές των ανθρώπων της εργασίας, αλλά και των αρχόντων. Ταξίδεψε στην αρχαιότητα, σε όλες τις ακτές της Μεσογείου και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που έγινε φημισμένο στο κόσμο της και στον Μεσαίωνα, που τα κρασιά της Κρήτης και της Μονεμβασιάς βρίσκονταν στη Βόρεια Ευρώπη, ως υψηλής απόλαυσης γεύσεις. Στο καιρό μας το ελληνικό κρασί γινεται με γνώση, φαντασία και υψηλές αισθητικές προδιαγραφές με κρασιά μεγαλειώδη, φρουτένια, νευρικά ή ήπια και απαλά, κρυσταλλένια, ζωηρά ή βαριά, ξηρά ή αφρώδη ή γλυκά ή παλαιωμένα. Και οι χώρες της Ευρώπης ανοίγουν τις αγορές ξανά και ξανά για εισαγωγές ελληνικών κρασιών, με την Γερμανία και την Κύπρο να παραμένουν οι μεγαλύτερες αγορές για το ελληνικό κρασί. Οι δυο χώρες μαζί με τη Γαλλία, την Ολλανδία και το Βέλγιο στην Ευρώπη, είναι εκείνες που απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών του κλάδου.
Στη πορεία όλων αυτών των αιώνων, είμαστε τώρα στη συγκυρία που οι εξαγωγές κρασιού βαίνουν μειούμενες. Πράγμα, που ήταν αναμενόμενο και ήδη είχε φανεί η πτωτική τάση, με τα στοιχεία της Eurostat, της στατιστικής υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αρχές του β’ εξαμήνου του 2024. Μα και η Ελληνική Στατιστική Αρχή, η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνει την επιβράδυνση στις εξαγωγές του ελληνικού οίνου. Οι εξαγωγές κρασιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσίασαν βέβαια πτώση, αλλά ορισμένοι φημισμένες οινοπαραγωγικές χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία διατήρησαν τις καλές τους επιδόσεις. Αντίθετα οι μικρότερες αγορές όπως η Ελλάδα και η Αυστρία αντιμετώπισαν προκλήσεις, με χαμηλότερους όγκους παραγωγής και έντονο ανταγωνισμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι και σημαντικός παραγωγός κρασιού και καλός καταναλωτής κρασιού. Από την πλευρά των εισαγωγών σημειώνει ισχυρή ανάπτυξη, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη ζήτηση από χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ιταλία.
Η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ιταλία είναι άλλωστε χώρες που στην εισαγωγή του ελληνικού κρασιού βρίσκονται στο top 10 απορρόφησης του μεγαλύτερου όγκου των εξαγωγών μας. Ξανά αναφέρουμε εμφατικά, όμως, πως την πρωτοκαθεδρία στην εισαγωγή ελληνικού οίνου είχε και διατηρεί πάντα η γερμανική αγορά και με διαφορά. Κατά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι εξαγωγές κρασιού στην Γερμανία έφτασαν το 2024, στα 25,5 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η Γερμανία είναι από τις πιο μικρές εξαγωγικές αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία πρωταγωνιστούν Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία. Είναι, ωστόσο, ο σημαντικότερος πελάτης ελληνικών κρασιών. Βέβαια, στα πλαίσια της εποχής, οι εξαγωγές ελληνικών κρασιών στη Γερμανία μειώθηκαν από τα περίπου 29 εκατ. ευρώ του 2023 και τα 30 εκατ. ευρώ του 2022. Αντίστοιχα μειώνονται και οι εξαγόμενες ποσότητες, σε 9,66 εκατ. κιλά το 2024, από 10,6 εκατ. κιλά το 2023 και περίπου 12 εκατ. κιλά το 2022. Με όρους όγκου, στο τέλος του 2024 οι ελληνικές αποστολές έφταναν στους 9,7 τόνους. Επίσης, το αποτύπωμα της γερμανικής αγοράς στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών οίνου ανέρχεται σε σχεδόν 50% της συνολικής αξίας και πάνω από 54% του συνολικού όγκου.
Η Κύπρος, πάλι, παραμένει σταθερά η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σημειώνει και αύξηση των εξαγωγών μας. Το 2024 εισήγαγε η Κύπρος 1,95 εκατ. κιλά από 1,91 εκατ. κιλά το 2023, με αξία 8,8 εκατ. ευρώ από 7,9 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Ακολουθεί η Γαλλία με αποτύπωμα στις εξαγωγές 5,6 εκατ. ευρώ σε αξία και 2,5 εκατ. κιλά σε όγκο, όπου επίσης παρατηρείται πτώση, ενώ το 2023 οι εξαγωγές στη χώρα ανήλθαν σε 6,6 εκατ. ευρώ σε αξία και 3,2 τόνους. Στην 4η θέση βρίσκεται η Ολλανδία με περίπου 3 εκατ. ευρώ αξία εξαγωγών και 0,9 τόνους σε όγκο, ενώ στην 5η θέση είναι το Βέλγιο με αξία εξαγωγών στα 2,5 εκατ. ευρώ και με αποστολές 0,7 τόνους κρασιού.
Στα αξιοσημείωτα βέβαια, καταχωρείται πως οι εξαγωγές ελληνικού κρασιού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φτάνουν τα 53,5 εκατ. ευρώ, ενώ την ίδια ώρα οι εισαγωγές ευρωπαϊκών κρασιών ξεπερνούν τα 68,7 εκατ. ευρώ, κυρίως από τις μεγάλες χώρες παραγωγούς, αλλά και από χώρες που εισάγουν σημαντικούς όγκους όχι μόνο για εγχώρια κατανάλωση αλλά και για επανεξαγωγή σε άλλες χώρες της ΕΕ. Εισάγει, έτσι η Ελλάδα εισάγει σημαντικές ποσότητες κρασιού από τη Γαλλία, που είναι ένας από τους σημαντικότερους πελάτες της, με τις εισαγωγές, το 2024, να ξεπερνούν τα 25 εκατ. ευρώ, δηλαδή 5 φορές οι ελληνικές εξαγωγές στη χώρα! Εισάγει, ωστόσο, ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες από την Ιταλία, με αξία που ξεπέρασε πέρυσι τα 26,5 εκατ. ευρώ. Πιο χαμηλά είναι στην κατάταξη των εισαγωγών μας η Ισπανία, με 7,8 εκατ. ευρώ, καθώς και η Ολλανδία, με 2,2 εκατ. ευρώ!
Ας είναι! Τα κρασιά της Ελλάδας είναι κόσμοι ολόκληροι κλεισμένοι σε μπουκάλια και οι γεύσεις τους θαυμαστές, ιδιαίτερες και θεσπέσιές που τέρπουν, όχι τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Εις υγείαν…
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.