Υποκατώτατος μισθός της τάξης των 430 ευρώ, άτυπη επιστροφή δώρων, απλήρωτες υπερωρίες, αδυναμία λήψης αδειών. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που βίωσε μία συγκεκριμένη γενιά όταν έφτασε η ώρα να βγει στην αγορά εργασίας. Αν θέλαμε να οριοθετήσουμε ηλικιακά τα άτομα αυτά θα λέγαμε πως αποτελούνται από τους «τελευταίους» millennials (1981 – 1996) και τους πρώτους που ανήκουν στη Gen Z (1997 – 2012), δηλαδή αυτούς που έχουν γεννηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 90’. Ας την βαπτίσουμε «Φοβισμένη Γενιά».
Η Γέννησή της
Τα συγκεκριμένα άτομα αντιμετώπισαν τις χειρότερες δυνατές συνθήκες στο ξεκίνημα της καριέρας τους. Πενιχροί μισθοί, ασταθή εργασιακά περιβάλλοντα, σε πολλές περιπτώσεις μη τήρηση των νόμιμων δικαιωμάτων των υπαλλήλων και μία γενικότερη ανασφάλεια συνέθεταν το εργασιακό τοπίο της χώρας πριν από περίπου μία δεκαετία. Οι συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες προφανώς και έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εργασιακής κουλτούρας της συγκεκριμένης γενιάς, καθώς και στην ανάπτυξη των προσδοκιών τους, αλλά και των επαγγελματικών τους σχέσεων.
Η πλήρως αποδυναμωμένη αγορά – σχεδόν σε όλους τους κλάδους – δεν άφηνε πολλά περιθώρια για επαγγελματική αισιοδοξία. Τα άτομα της ηλικιακής ομάδας που αναφερόμαστε μπήκαν στον εργασιακό στίβο, γνωρίζοντας πως η κάθε ευκαιρία που θα τους δοθεί μπορεί να είναι και η τελευταία. Έτσι αναπτύχθηκε ένα αίσθημα αμφιβολίας σχετικά με τα επόμενα βήματα της καριέρας του καθενός. Ένα αίσθημα που συναντάται στους περισσότερους ακόμα και σήμερα, ακόμα κι αν τα πράγματα έχουν βελτιωθεί αισθητά. Η συγκεκριμένη γενιά κυριαρχείται από ένα αίσθημα εργασιακού φόβου, είτε αυτός ο φόβος έγκειται στο να αλλάξει εργασία, στο να ζητήσει αύξηση στον μισθό, ή να συζητήσει για επαγγελματική εξέλιξη και ούτω καθεξής. Γαλουχημένα σχεδόν με ένα αίσθημα πως ο εργοδότης κάνει χάρη στον εκάστοτε εργαζόμενο, τα συγκεκριμένα άτομα προσεγγίζουν πολλές φορές τις επαγγελματικές προτάσεις, αμυντικά, παθητικά και συντηρητικά. Με τρόπο, πάντως, που σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές δυνατότητες τους.
Σαν να μην είναι η συγκεκριμένη μία από τις πιο σπουδαγμένες και μορφωμένες γενιές, σαν να μην είναι αυτή που έκανε το μεταπτυχιακό κανονικότητα, σαν να μην είναι αυτή που μετέτρεψε τις δύο παραπάνω γλώσσες σε αναμενόμενο και απαραίτητο στοιχείο στα βιογραφικά.
Αυτό που γίνεται εμφανές είναι πως τα εφόδια και οι ικανότητες της συγκεκριμένης γενιάς δεν συμβαδίζουν σε καμία περίπτωση με την οπτική και την αξιοποίηση της εκάστοτε επαγγελματικής ευκαιρίας. Η αμφιβολία, το άγχος και ο φόβος για το επόμενο βήμα που κυριαρχούσαν όταν ξεκινούσαν την καριέρα τους φαίνεται να έχουν ποτίσει τον εργασιακό τους μανδύα και να μην τους αφήνουν να αντιληφθούν πως αξίζουν περισσότερα και πως οι εποχές έχουν σημειώσει σημαντική (;) πρόοδο από τα χρόνια του… υποκατώτατου.
Το Όνειρο των 1.000€
Αυτό είναι εμφανές ακόμα και στις απολαβές που ζητάνε, ή με αυτές που τελοσπάντων είναι ικανοποιημένοι. Αποτελεί πραγματικότητα πως όσοι γεννήθηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 και βγήκαν να αναζητήσουν την πρώτη τους δουλειά στα απόνερα της κρίσης, συναντώντας μία διαλυμένη αγορά εργασίας, έβλεπαν το χιλιάρικο ως κάτι «μαγικό», ως κάτι άπιαστο. Ως κάτι που αν κάποια στιγμή καταφέρνανε, ας πούμε θα λύνανε το πρόβλημα της ζωής τους.
Καταλαβαίνει κανείς πως όταν ο πήχης τοποθετείται τόσο χαμηλά, μία ολόκληρη γενιά είναι καταδικασμένη να ζήσει μέτριες εργασιακές καταστάσεις, οι οποίες ως επί το πλείστων δεν θα αντανακλούν τις πραγματικές δυνατότητες και την πραγματική προσφορά των εργαζομένων.
Αν και η συγκεκριμένη γενιά διαθέτει ένα εντυπωσιακά ισχυρό skillset, έχοντας επενδύσει σε πτυχία, μεταπτυχιακές σπουδές, ξένες γλώσσες και γενικότερα έχει αναπτύξει πληθώρα των λεγόμενων «hardskills», η υψηλή αυτή εξειδίκευση φαίνεται να συνοδεύεται από ένα αδύναμο «mindset» και μια διστακτική στάση ως προς τη διεκδίκηση αμοιβών που ανταποκρίνονται στην αξία των υπηρεσιών που μπορεί να προσφέρει.
Η Επόμενη Μέρα
Καθώς τα μέλη αυτής της γενιάς γίνονται σταδιακά οι κυρίαρχοι παίκτες της αγοράς και καταλαμβάνουν ηγετική θέση στο εργασιακό πεδίο, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα μεταβληθούν οι εργασιακές δυναμικές. Πώς θα ανταπεξέλθουν οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι σε θέσεις ευθύνης; Πώς θα προσαρμόσουν την προβληματική εργασιακή νοοτροπία που αναφέραμε και τον τρόπο σκέψης τους σε «managerial» θέσεις; Πώς θα αντιμετωπίσουν τους νέους εργαζόμενους (είτε συναδέλφους, είτε υφιστάμενους);
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα διαμορφώσουν στην ουσία το εργασιακό τοπίο του αύριο. Ένα εργασιακό τοπίο χρωματισμένο από τα παιδιά – γεννημένα στα τέλη του 90’. Παιδιά που θέλουν να χρωματίσουν με κόκκινο, κίτρινο, πράσινο και μπλε, αλλά για πολλά χρόνια έβλεπαν μόνο μαύρο και γκρι.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.