Το ελαιόλαδο, γνωστό ως «υγρός χρυσός», είναι ένας από τους σημαντικότερους αγροτικούς πόρους για πολλές μεσογειακές χώρες. Η σημασία του δεν περιορίζεται μόνο στη διατροφή και την κουλτούρα, αλλά επεκτείνεται στην οικονομία και το διεθνές εμπόριο.
Η αγορά του ελαιολάδου, βασικού στοιχείου της μεσογειακής διατροφής, βιώνει σημαντικές αλλαγές τόσο στην παραγωγή όσο και στις τιμές. Σημαντικές αυξήσεις των τιμών έχουν καταγραφεί κατά περιόδους, κυρίως λόγω μείωσης της παραγωγής σε βασικές παραγωγικές χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιταλία.
Αντίθετα, οι περιόδους με σταθερές ή μειωμένες τιμές σχετίζονται συχνά με πλεονάζουσα παραγωγή. Η πρόσφατη άνοδος των τιμών οφείλεται κυρίως σε καιρικές ανωμαλίες, όπως η ξηρασία και οι υψηλές θερμοκρασίες, που επηρέασαν τις καλλιέργειες.
Οι τελευταίες εξελίξεις αποτυπώνουν μια περίπλοκη εικόνα, όπου η αυξημένη παραγωγή και η μείωση της χονδρικής τιμής δεν έχουν ακόμα αποτυπωθεί πλήρως στις τιμές λιανικής, δημιουργώντας προκλήσεις και ευκαιρίες για παραγωγούς, εμπόρους και καταναλωτές.
Αύξηση της παραγωγής και μείωση των τιμών χονδρικής
Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου ανακάμπτει δυναμικά τη σεζόν 2024/2025, μετά από δύο δύσκολα χρόνια με μειωμένες αποδόσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η συνολική παραγωγή αναμένεται να φτάσει τους 3,4 εκατομμύρια τόνους, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σύγκριση με την προηγούμενη σεζόν.
Η Ισπανία, η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα, εκτιμάται ότι θα φτάσει το 1 εκατομμύριο μετρικούς τόνους, σημειώνοντας αύξηση 77% από την περσινή χρονιά. Παρόμοια ανοδική τάση καταγράφεται στην Τουρκία, την Πορτογαλία και την Τυνησία, ενώ η Ιταλία παραμένει πίσω λόγω προβλημάτων με το βακτήριο Xylella fastidiosa που καταστρέφει τις ελιές.
Η αυξημένη παραγωγή έχει οδηγήσει σε σημαντική πτώση των τιμών χονδρικής. Το κορυφαίας ποιότητας ισπανικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχει πλέον τιμή περίπου 4.250 δολάρια ανά τόνο, σημειώνοντας μείωση μεγαλύτερη από 50% σε σχέση με το ιστορικό υψηλό των 10.000 δολαρίων που καταγράφηκε τον Φεβρουάριο του 2024. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται και στις άλλες χώρες παραγωγής, αν και οι τιμές παραμένουν υψηλότερες σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην Ιταλία.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η λιανική
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, παρά την υποχώρηση των τιμών χονδρικής, οι τιμές λιανικής παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι η πτώση των τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ θα είναι σταδιακή και θα χρειαστεί αρκετούς μήνες, καθώς οι επιχειρήσεις διατηρούν αποθέματα που είχαν αγοραστεί σε υψηλότερες τιμές. Αυτή η καθυστέρηση επηρεάζει αρνητικά τόσο τους καταναλωτές, που συνεχίζουν να επιβαρύνονται, όσο και τους παραγωγούς, οι οποίοι βλέπουν τη ζήτηση να περιορίζεται.
Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί είναι ότι η κατανάλωση ελαιολάδου έχει μειωθεί κατά 3% την περασμένη χρονιά, φτάνοντας τους 2,78 εκατομμύρια τόνους. Το υψηλό κόστος έχει αποτρέψει πολλούς καταναλωτές, οδηγώντας σε μείωση της χρήσης του ελαιολάδου, ιδιαίτερα εκτός των παραδοσιακών αγορών του. Ωστόσο, η εκτίμηση είναι ότι η μείωση των τιμών θα βοηθήσει στην επαναφορά της ζήτησης, ειδικά στις μεσογειακές χώρες, όπου το ελαιόλαδο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της διατροφής.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την αγορά
Η αγορά του ελαιολάδου επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, εποχικούς και διαρθρωτικούς. Η άμεση πτώση των τιμών χονδρικής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάγκη των παραγωγών και των συνεταιρισμών να καλύψουν τις οικονομικές απώλειες των προηγούμενων ετών. Η γρήγορη διάθεση της νέας παραγωγής οδήγησε σε κατάρρευση της αγοράς, αλλά η κατάσταση αναμένεται να σταθεροποιηθεί τους επόμενους μήνες, καθώς οι πωλήσεις θα μειωθούν και η προσφορά θα περιοριστεί.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η αύξηση της δημοτικότητας της μεσογειακής διατροφής έχει διπλασιάσει την παγκόσμια κατανάλωση ελαιολάδου τα τελευταία 30 χρόνια. Αυτή η επιτυχία, όμως, έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη πίεση για παραγωγή, καθιστώντας το ελαιόλαδο πιο ευάλωτο σε διακυμάνσεις της αγοράς. Παράλληλα, η παγκόσμια κατανάλωση άλλων ελαίων, όπως το φοινικέλαιο, παραμένει πολύ υψηλότερη, με το ελαιόλαδο να κατέχει μόλις 2% του μεριδίου της αγοράς.
Οι προοπτικές για το μέλλον
Οι ειδικοί προβλέπουν ότι οι τιμές θα υποχωρήσουν σταδιακά, χωρίς όμως να επιστρέψουν στα χαμηλά επίπεδα των προηγούμενων δεκαετιών. Οι εποχικές και διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο, όπου η ισορροπία μεταξύ παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίου θα καθορίσει την πορεία της αγοράς.
Οι παραγωγοί αναμένουν καλύτερες τιμές, ενώ οι καταναλωτές ελπίζουν σε πιο προσιτό ελαιόλαδο, ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η μέση κατανάλωση φτάνει τα 20 λίτρα ανά άτομο ετησίως.
Επιπλέον, η ανάγκη για αποκατάσταση των παγκόσμιων αποθεμάτων ελαιολάδου σημαίνει ότι η αγορά θα χρειαστεί περισσότερες από μία καλές σοδειές για να σταθεροποιηθεί πλήρως.
Οι προσπάθειες για βελτίωση της παραγωγής, η ενίσχυση των αγροτικών συνεταιρισμών και η προώθηση της βιώσιμης καλλιέργειας αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του κλάδου.
Η φάση μετάβασης και οι ελπίδες σταθεροποίησης
Η αγορά του ελαιολάδου βρίσκεται σε μια φάση μετάβασης, όπου η αυξημένη παραγωγή και η πτώση των τιμών χονδρικής δημιουργούν ελπίδες για σταθεροποίηση.
Κρίσιμο θεωρείται το 2025 για την πορεία της αγοράς
Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν, με την ανάγκη για ισορροπία μεταξύ παραγωγών, εμπόρων και καταναλωτών να είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Η επόμενη χρονιά θα είναι καθοριστική για την πορεία της αγοράς, καθώς οι τιμές θα συνεχίσουν να προσαρμόζονται και η ζήτηση θα ανακάμπτει σταδιακά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.