Ήτανε το 1821, με τις επαναστάσεις να μαίνονται στην Ευρώπη και το εθνικό κίνημα της Ελλάδας να θέτει αφετηρία αγώνα για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, όταν στο Μάντσεστερ του Ηνωμένου Βασιλείου, ο βαμβακέμπορος Τζον Έντουαρντ Τέιλορ, ίδρυσε μια εφημερίδα.
Ο Τέιλορ ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα και επηρεάζονταν από τα επαναστατικά κινήματα της γηραιάς ηπείρου, ενώ υπήρξε μέλος μιας αντικομφορμιστικής φιλελεύθερης παρέας και κάποτε πολιτικής ομάδας επιχειρηματιών, που έφερε το όνομα Little Circle. Θεώρησε πως μια ελεύθερη, σύγχρονη εφημερίδα ήταν επιτακτική ανάγκη και έτσι έφτιαξε την The Manchester Guardian, γνωστή μας πια, ως σκέτο Guardian. Οι αιώνες κύλησαν, η εφημερίδα απέκτησε κύρος, ιστορία, φανατικούς αναγνώστες και έγινε εκπρόσωπος της βρετανικής μεσαίας αστικής τάξης και εκφραστής κεντροαριστερών απόψεων. Ανήκει στην Guardian Media Group, με ιδιοκτησία απ το Scott Trust, μαζί με τις αδελφικές της εφημερίδες, την διεθνή εβδομαδιαία The Guardian Weekly και μέχρι πρόσφατα την κυριακάτικη The Observer. Λέμε μέχρι πρόσφατα, μιας και η συμφωνία έγινε και η Observer, η παλαιότερη κυριακάτικη έκδοση στον κόσμο, θα περάσει στη Tortoise Media. Το Scott Trust θα αποκτήσει μειοψηφικό μερίδιο στην Tortoise και ένας εκπρόσωπος θα συμμετάσχει στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, αλλά και στη συντακτική επιτροπή. Η Tortoise έχει συγκεντρώσει 25 εκατομμύρια στερλίνες για να επενδύσει στην «ανανέωση του Observer», ανακοίνωσε. Οι δημοσιογράφοι της Guardian και της Observer έκαναν απεργία, για πρώτη φορά μετά από περισσότερα από 50 χρόνια, για να διαμαρτυρηθούν για την πώληση της ιστορικής κυριακάτικης εφημερίδας, τις μέρες μάλιστα που συμπίπταν με 233η επέτειο της πρώτης κυκλοφορίας της, αλλά εις μάτην. Ο κύβος ερρίφθη…
Η αργή δημοσιογραφία -επιτέλους!- στα sites
Η Tortoise -δηλαδή Χελώνα!- Media δημιουργήθηκε το 2018 από τον Τζέιμς Χάρντινγκ, πρώην διευθυντή της εφημερίδας Times και του BBC News, την Κέιτι Βάνικ Σµιθ, πρώην πρόεδρο της Wall Street Journal και της επενδυτικής εταιρείας Dow Jones, αλλά και τον Μάθιου Μπαρζούν, πρώην πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η σύγχρονη και μοντέρνα εταιρεία δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο με ειδησεογραφικό ιστότοπο, παράγει podcast και διοργανώνει συνεδριακές εκδηλώσεις άποψης, που ονομάζονται ThinkIns και Discussion Lates στο Λονδίνο. Δημοσιεύοντας στο ειδησεογραφικό τους site, αυστηρά 5 κείμενα την μέρα, είναι εκφραστές της πιο σύγχρονης και ταυτόχρονα δοκιμασμένης δημοσιογραφίας, μιας και δεν κρύβουν πως είναι θιασώτες του κινήματος Slow Journalism κοινώς της «αργής δημοσιογραφίας». Τι είναι αυτή; Μα η παλιά «καλή δημοσιογραφία» των παραδοσιακών ΜΜΕ, στη χρήση του ρεπορτάζ, της ανάλυσης και των µεγάλων συνεντεύξεων, φακέλων και αφιερωμάτων σε αντίθεση με τις συνήθειες της τεχνολογικής δημοσιογραφίας που κυριάρχησε για καιρό. Γυρνάει περιφρονητικά την πλάτη, σε τακτικές click bate, την προσέλκυση, σα να λέμε, χρηστών µε εντυπωσιακό τίτλο, copy paste που ένας γράφει διεκπαιρεωτικά και καμία 500αριά άλλοι αντιγράφουν ακόμα και τα ορθογραφικά λάθη, cross linking, την παραπομπή, δηλαδή, σε sites του ίδιου ομίλου για διαμοιρασμό των κλικ, fake news και φτήνιες τύπου «δείτε το πριν το κατεβάσουν». Ύστερα από την κατεστημένη εποχή που τα sites επένδυσαν στη ροή των ειδήσεων και στο κυνήγι της επισκεψιµότητας και της ταχύτητας, σε βάρος της ανάλυσης, του πρωτογενούς θέματος, του αποκλειστικού και της αφιερωματικής δημοσιογραφίας, η αργή δημοσιογραφία, ταιριάζει πολύ µε το νέο business model των συνδροµητικών sites και της επί πληρωμή ανάγνωσης θεμάτων.
Fast news, fake news, αλγόριθμοι και η παγκόσμια έλλειψη εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία των μέσων
Ναι! Τα ΜΜΕ, κυρίως η έντυπη μορφή, περάσαν κοσμογονικές αλλαγές με την ψηφιοποίηση της δημοσιογραφίας και την κυριαρχία των social media, που οδήγησε στην κατάρρευση των περισσότερων εμβληματικών και ιστορικών μέσων. Τα έσοδα, η φήμη, η ίδια ύπαρξη του μέσου εξαρτήθηκε από τα κλικ των χρηστών. Παγκόσμια τα ΜΜΕ άρχισαν να ανταγωνίζονται με ένα χαώδη, ασταμάτητο, συνεχόμενο, γρήγορο ρυθμό δημοσίευσης θεμάτων, συχνά χωρίς διασταύρωση, επιφανειακών και κακογραμμένων. Το διάβασμα έγινε «σκρολάρισμα» και η επιλογή του χρήστη αντικαταστάθηκε από εκείνες των αλγορίθμων. Αναλύσεις, άρθρα, απόψεις, μεγάλες έρευνες εξαφανίστηκαν και όλα μοιάζουν να στριμώχτηκαν σε 140 γράμματα! Οι κανόνες μπαίνουν απ τις µηχανές αναζήτησης, οι κολοσσιαίες διαδικτυακές πλατφόρµες επιβάλλουν ειδήσεις γρήγορες, μικρές και εύπεπτες. Καλός δημοσιογράφος είναι εκείνος που ανεβάζει πιο πολλά θέματα και κινεί γρηγορότερα τα δάχτυλα τους στο διαχειριστικό και ας ξέρει τα 19 απ τα 24 γράμματα της αλφαβήτας και ας αγνοεί παντελώς τους διφθόγγους. Για να χει βιωσιμότητα το μέσο πρέπει να βγαίνει στις πρώτες σελίδες της αναζήτησης της Google. Τα fast news δημιουργούν fake news. Το αναγνωστικό κοινό οδηγείται σε μια σχεδόν κλινική διάσπαση προσοχής, ενώ αρχίζει να απαξιώνει και συχνά να χλευάζει και την είδηση και εκείνους που την γράφουν. Δεν έχουν καμία εμπιστοσύνης και δε πιστεύουν στην αξιοπιστία των μέσων.
Για την χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας
Το 2011, γεννήθηκε ως αντίσταση στο γενικό κλίμα από τον Ρομπ Ορχαρντ και μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων, το τριμηνιαίο Delayed Gratification, ήτοι Καθυστερημένη Απόλαυση, το περιοδικό που ηγήθηκε τους κινήματος της «αργής δημοσιογραφίας» και που έχει ως μότο του τη φράση «το μέρος όπου τα νέα εμφανίζονται τελευταία»! Ο Ορχαρντ μια δεκαετία αργότερα θα θυμηθεί πως «ήταν ξεκάθαρο για μας ότι το τοπίο των μέσων ενημέρωσης ήταν εξαιρετικά ζοφερό, οι άνθρωποι μιλούσαν για το θάνατο των εντύπων και ο ψηφιακός κόσμος ήταν η μόνη δυνατή λύση. Αλλά πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιθανό να ξε-ερωτευτούν τα smartphones τους κάποια στιγμή». Ζητούμενο πια για την είδηση είναι η ακρίβεια, το βάθος, το πλαίσιο, η ανάλυση και η άποψη των εμπειρογνωμόνων. Το 2016, εμφανίζεται και κάνει πάταγο και το δανικό Zetland, ένα ημερήσιο newsletter, που αναλύει τα νέα της… προηγούμενης εβδομάδας! Η μεγάλη φόρμα επανέρχεται με μεγάλα σε έκταση κείμενα, εις βάθος έρευνα και ρεπορτάζ που πλαισιώνονται από πλούσιο υποστηρικτικό υλικό, όπως οπτικοποιημένα δεδομένα, γραφήματα, χρονολόγια, γελοιογραφίες, φωτογραφίες. Τελικά, η Guardian με την Observer και Tortoise Media, έχουν πολλούς κοινούς τόπους για να συναντηθούν και πρώτα απ όλα, την ποιοτική δημοσιογραφία, που παίρνει το χρόνο της για να κάνει έρευνα και που παρουσιάζει άρτια κείμενα σε θέματα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμού. Και αυτό μοιάζει να είναι το ζητούμενο, δημοσιογράφων, αναγνωστών και της διαφήμισης πια, γιατί η ποιότητα μετράει, ακόμη, περισσότερο από την ποσότητα.
Και ναι, οι αξίες της δημοσιογραφίας είναι πάντα επίκαιρες και να τις θυμόμαστε. Όποιος γινεται δημοσιογράφος – δηλαδή γράφει πάντα για τον δήμο, τον λαό- λέει την αλήθεια, βάζει πρώτον τον πολίτη, εξακριβώνει τις πληροφορίες του, είναι ανεξάρτητος από σπόνσορες και εξουσίες, κάνει δημόσια κριτική και οφείλει να βρίσκει δρόμους για συμβιβαστικές λύσεις, κάνει το σημαντικό και όχι το εύκολο και το ανούσιο, ενδιαφέρον και επίκαιρο και έχει προσωπική συνείδηση. Και άμα δεν μπορούμε, να πάμε να γίνουμε κάτι άλλο, ας πούμε influencers μόδας που έχουν πέραση.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.