Ήταν το 1931, όταν ο Τζέιμς Τρούσλοου Άνταμς χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «αμερικανικό όνειρο» στο μυθιστόρημα του, το Αμερικανικό έπος. «Αυτό είναι το όνειρο μιας χώρας στην οποία η ζωή θα πρέπει να είναι καλύτερη, πλουσιότερη και πληρέστερη για όλους, με ευκαιρίες για τον καθένα ανάλογα με την ικανότητα ή τα επιτεύγματά του» έγραφε, μα…
… Μα «ο λόγος που το λένε «το Αμερικανικό όνειρο» είναι επειδή πρέπει να κοιμάσαι για να το πιστέψεις» απάντησε λίγες δεκαετίες αργότερα, ένας απ τους πλέον σημαντικούς κωμικούς της Αμερικής, ο Τζορτζ Κάρλιν. Ήδη, σπουδαίοι Αμερικανοί συγγραφείς όπως οι Σκοτ Φιτζέραλντ, Άρθουρ Μίλερ, τραβώντας βαθιά νυστεριά στη πεποίθηση πως στις ΗΠΑ η σκληρή εργασία ανταμείβεται με χρηματικές απολαβές. Αν οι πρώτοί άποικοι έψαχνα γη να σταθούν στον κόσμο, διωγμένοι για θρησκευτικές πεποιθήσεις, ή επειδή δεν γεννήθηκαν αριστοκράτες, για να γλιτώσουν απ τη πείνα και τις κακουχίες, το αμερικανικό όνειρο εξελίχθηκε στην εικόνα οικογενειών με τρία παιδιά, σε ένα σπίτι στα προάστια, με καλό κρέντιτ και γκαράζ για δυο αυτοκίνητα. Ευτυχία είναι η κατοχή υλικών αγαθών, το τι έχεις και ποτέ το ποιος είσαι και τι γνωρίζεις εκεί, στη «γη των ελευθέρων και την πατρίδα των γενναίων». Από τις όχι μακρινές αρχές αυτής της δεκαετίες, οι Αμερικάνοι σε δημοσκόπηση του You/Gov συνειδητοποιούν ότι το αμερικανικό όνειρο ξεθωριάζει, δεν αντέχει κάτω από κουρασμένα βλέφαρα και η διάψευση του είναι ένα πένθος πλανημένων προσδοκιών. Το 43% των Αμερικανών ενηλίκων, λιγότερο από το μισό, συνέχιζαν να πιστεύουν ότι στην οικονομική κινητικότητα, τη βεβαιότητα ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους, τους γονείς τους και η ζωή της μεσαίας τάξης θα ναι άνετη και έντονα, αισιόδοξα χρωματιστή, σαν διαφήμιση δημητριακών. Το 35% δεν πιστεύει πια στο αμερικανικό όνειρο και το 23% δεν είναι σίγουρο.
Το Ίδρυμα Ράσελ Σέιτζ (RSF), που ιδρύθηκε το 1907, από την Μάργκαρετ Ολίβια Σέιτζ για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και την απάλειψη κοινωνικών ανισοτήτων στις Η.Π.Α, μετά από πολυετή έρευνά του εξέφρασε μια θεμελιώδη για τη χώρα, ανησυχία: «Η αύξηση της οικονομικής ανισότητας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδέα ότι οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από το καθεστώς των γονέων του, μπορεί να επιτύχει το Αμερικανικό Όνειρο». Ο οικονομολόγος του μέγιστου Χάρβαρντ, Ρέιζ Κετί σημειώνει ότι «ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του «αμερικανικού ονείρου» είναι η φιλοδοξία ότι τα παιδιά θα έχουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τους γονείς τους», πράγμα αδύνατον πια. Τα παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 σε σχέση με αυτά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1940, ζήσαν χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ και μεγαλύτερη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου. Και η σημερινή εισοδηματική ανισότητα αμαυρώνει ό,τι έχει απομείνει από το αμερικανικό όνειρο. Τεράστιες περιοχές, ίσως ακόμη και ολόκληρες πολιτείες μαστίζονται απ τη φτώχεια, οι κάτοικοι, «white trash», λευκά σκουπίδια, ζουν από κοινωνικά επιδόματα και σιτίζονται από ειδικά κουπόνια, με τα παιδιά να μην μπορούν ποτέ να ξεφύγουν απ τη ζωή σε πάρκα τροχόσπιτων, αλκοόλ και φτηνά ναρκωτικά, με όλους τους δρόμους τους αποκλεισμένους. Και ας μας λέει στο αυτοβιογραφικό «Το Τραγούδι Του Χιλμπίλη», ο Τζέι Ντι Βανς, πως η Αμερική, έχει ακόμα τις ευκαιρίες, αν το θες πολύ, να πας στα καλά Κολλέγια, να τρέφεσαι όχι από μεταλλαγμένα και λιπαρά έτοιμα φαγητά ζεσταμένα στο φούρνο μικροκυμάτων, αλλά να ανακαλύψεις την υγιεινή, ακριβή διατροφή και να κατακτήσεις όλες τις ευκαιρίες, τόσο, όσο να γίνει αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τραμπ. Είναι ένα καλογραμμένο παραμύθι, που δεν μπορεί ως Σταχτοπούτα, να παραβλέψει πως ακόμα ορφανά καθαρίζουν στάχτες στα τζάκια και δεν θα πάνε ποτέ στον χορό.
Οι ρωγμές του αμερικανικού ονείρου, με εκείνη την κατοικία με το γκαζόν και το γκαράζ για δυο αυτοκίνητα, ένα στέισον βαγκον για όλη την οικογένεια και ένα σπορ για το ζευγάρι, βαθαίνουν. Η μείωση της αγοράς πρώτης κατοικίας το αποδεικνύει. Σήμερα τα τρία τέταρτα (74%) των Αμερικανών θεωρούν ότι το να έχουν ένα σπίτι είναι πάνω από την καριέρα, την οικογένεια και το κολέγιο ως ένδειξη ευημερίας. Η Εθνική Ένωση Μεσιτών (NAR) αναφέρει μείωση κατά 38% στις αγορές κατοικίας το 2022 ήταν το χαμηλότερο ποσοστό του νέου αιώνα και οι αριθμοί το 2023 και το 2024 ειδικά στις μεγάλες πόλεις είναι θλιβεροί. Οι τιμές των ακινήτων είναι δυσθεώρητες και αντιστρόφως ανάλογες της ποιότητας, της κατασκευής, της τοποθεσίας ακινήτου και της ουσιαστικής αξίας του. Το ολοένα ογκωμένο κόστος των στεγαστικών δανείων, λόγω της επιθετικής αύξησης των βασικών επιτοκίων της Fed, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, κάνουν το όνειρο του σπιτιού, να γινεται φευγαλέο, άπιαστο και να προκαλεί συναισθήματα κατάθλιψης, αποκλεισμού, απογοήτευσης, ματαιότητας.
Το ινστιτούτο Talker Research για λογαριασμό της εταιρείας BOK Financial μόλις παρουσίασε τα δικά του ερευνητικά στοιχεία για το πόσοι πιστεύουν πως η Αμερική είναι ακόμα, η χώρα των ίσων ευκαιριών. Το 34% της γενιάς των Millennials, εκείνων δηλαδή που γεννήθηκαν από 1981 έως 2000, ισχυρίζεται ότι έχει πετύχει από οικονομικής πλευράς και είναι το υψηλότερο ποσοστό όλων των γενεών. Οι καημένοι, οι baby boomers, γεννημένοι μεταξύ 1946 έως 1964, μόνο στο 27% των αισθάνονται ότι τα έχουν καταφέρει. Το 49%, όλων των Αμερικανών θεωρεί ότι έχει εξελιχθεί επαγγελματικά άρα και οικονομικά με την πάροδο του χρόνου. Το 42% ανησυχεί για υψηλό κόστος ζωής, το 26% για τον πληθωρισμό και το 7%, αυτομαστιγώνεται θεωρώντας τις δικές του καταναλωτικές συνήθειες ως εμπόδιο. Οι νεότερες γενιές, οι Gen Z, που γεννήθηκε 1996 – 2015 στο 28% της και millennials (30%) είναι πιο πιθανό να αναφέρουν τον πληθωρισμό ως πρωταρχικό τους μέλημα για να καταφέρουν να σταθούν οικονομικά στα πόδια τους. Δαπανούν και οι δυο, η Gen Z, (27%) και millennials (31%) ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους για τα έξοδα της οικογένειας. Ωστόσο, για την ευνοημένη γενιά, την τυχερή, όπως αποκαλείται Gen X – 1965 έως 1980- το 43% όπως και τους baby boomers το 50%, αυτό που τους νοιάζει πια, είναι το συνταξιοδοτικό και να αράξουνε σε καμιά καλή γωνίτσα του κόσμου, όσο βαστάει το κοκαλάκι τους. Οι εντελώς πιτσιρικάδες της Gen Z πάντως θεωρούν ευτυχία το να καταναλώνουν και να έχουν αρκετά χρήματα για να μπορούν να αγοράζουν συνεχώς πράγματα. Αυτά με τις στατιστικές που δείχνουν πάντως την ανασφάλεια στο συνταξιοδοτικό, την υγειονομική περίθαλψη, τη στέγη που όσο κι αν επιτυχείς σε μια δουλειά, μοιάζουν σχεδόν αδύνατα στις ΗΠΑ σήμερα.
Δανειζόμαστε για επίλογο απ τον Ντένις Τζόνσον, επίσης Αμερικανό συγγραφέα που σα να μέτραγε τις ρωγμές του αμερικανικού ονείρου στο έργο του, τη φράση: «καταλαβαίνετε προφανώς ότι, την ώρα που γράφονται αυτά, δεν έχω πεθάνει. Μπορεί όμως να έχω, μέχρι να τα διαβάσετε»… αν μπορούσε ένα όνειρο -όποιο- να μιλήσει, αυτό μπορεί να μας έλεγε, με αμερικάνικη όμως, βαριά προφορά του Νότου…
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.